Με τον ρυθμό του ποταμιού

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
 
 

 
 
 
Ελένη Χωρεάνθη: Επιλογή/ παρουσίαση ποιητών
Γιάννης Πλαχούρης:
            “Με τον ρυθμό του ποταμιού
Η καρδιά μου/ γνωρίζει περισσότερα για το ποτάμι από τις γέφυρες.
Κυλάει με τα νερά στη γαλήνη και στην οργή τους.
Ανάμεσα στις όχθες
ξερά κλαδιά και κομμάτια ήλιου
πηγαίνουν μαζί του
σύμβολα που βυθίζονται
στην ουσία των πραγμάτων
τα φύλλα η γύρη ο ανθός
τα γεράματα η νιότη το σήμερα
κυλάνε να φέρουν το αύριο
αποδείξεις που δεν μπορείς να τις πνίξεις.
Αν ακούγαμε τις φωνές τους θα μαθαίναμε
την αιτία που η κοίτη γεννά τη μουσική
το γιατί βράχηκε το τραγούδι που φέρνει ο αέρας
κι αν η ομίχλη του ποταμιού που υψώνεται προσευχή
μπορούσε να γράψει στη γλώσσα μας
θα διάβαζες το άπειρο Πριν
σε μια θνητή επιστολή γεμάτη Μετά
που δεν χρειάζεται λέξεις
αυτές που ξέμειναν πίσω γεφύρια
διέγραψαν τη μάχη για το απέναντι
δούλες του ακίνητου υπάρχουν
περιμένοντας να γκρεμιστούν. (Αντιδικία με τις γέφυρες, σελ. 11)
*
Ο Γιάννης Πλαχούρης, εκτός από καταξιωμένος δημοσιογράφος είναι ­ποιητής, πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από μια γενναιότητα έκφρασης, διανθισμένη με ανάλαφρο χιούμορ που οφείλεται, προφανώς, στη δημοσιογραφική του ιδιότητα. Ωστόσο, “με τον ρυθμό του ποταμιού”, σε συνδυασμό με το υπέροχο “Μοιρολόι”, τα εξαιρετικά βιβλία του για παιδιά, ο Γιάννης Πλαχούρης είναι ένας σύγχρονος σημαντικός ποιητής.
Έτσι, για μια ουσιαστικότερη επαφή και γνωριμία με τον ποιητή και το έργο του, ζήτησα από τον ίδιο να μου μιλήσει για ορισμένα βασικά πράγματα κι εκείνος μου απάντησε με πολλή χαρά. Ιδού η σύντομη συνομιλία μας:
*
1. Είστε ένας επιτυχημένος Δημοσιογράφος. Τι σας έκανε να ασχοληθείτε με τη λογοτεχνία;
👉Νομίζω η αιτία πρέπει να αναζητηθεί παλιά. Στη δεκαετία του 1950. Στη δική μου περίπτωση είναι πρώτα η Άρτα/Ήπειρος και μετά η Νέα Ιωνία/Αττική, οικογενειακώς εσωτερικοί μετανάστες. Σχεδόν όλοι βρεθήκαμε παιδιά σε παρόμοιο σταυροδρόμι. Εκεί που συναντιόντουσαν: Το Σπίτι, φωλιά αγάπης όπου μαθαίναμε πώς μένουμε όρθιοι. Η Αλάνα που ανακαλύπταμε τη δύναμη της παρέας. Ο Δρόμος όπου γευόμαστε την ευτυχία του ψωμιού με ζάχαρη, όπου στην κλειστή κοινωνία συναντιόμαστε αγόρια κορίτσια στα παιχνίδια, με δειλά κοιτάγματα, με τα πρώτα σκιρτήματα. Η Γειτονιά, ο καλόπιστος κριτής δίχως ζήλια τότε, κήρυκας θρύλων και παράδοσης και συντροφικότητας. Τα Καφενεδάκια με τη βανίλια στο νερό (το υποβρύχιο) κι ακούσματα για τον εμφύλιο, τη βία, τις διώξεις, τα σκεπασμένα της κάθε εξουσίας. Η Ώρα του παιδιού με τη θεία Λένα, τα Κλασσικά Εικονογραφημένα αργότερα, ο Μικρός Ήρωας, κάποιες απαγορευμένες Μάσκες, όλα κερδισμένα στα τζιτζίλια, καθώς για τους γονείς μας «λεφτά δεν περισσεύανε για σαχλαμάρες», οι καβάλες στις μάντρες για το τζάμπα του θερινού σινεμά. Αυτά είναι τα Εργαλεία, τα Κλειδιά που ανοίγανε περάσματα σε άλλους τόπους, όπου βρίσκαμε συχνά καταφυγές και απαντήσεις για τη δική μας σκληρή εποχή και τον βασανισμένο τόπο. Τα παραπάνω με οδήγησαν στη δημοσιογραφία για να ερευνήσω, αποδείξω, καταγγείλω. Η Λογοτεχνία συνήθως σε αυτή την περίπτωση έρχεται ακάλεστη από δυο κατευθύνσεις. Ως αναγνώστης για να αντλήσεις αέρα και γνώση σε περιόδους ασφυξίας και ως δημιουργός για να φανερώσεις συναισθήματα, και (αν το καταφέρεις) για να μεταδόσεις, με τη σειρά σου, οξυγόνο, με μια άμεση εσωτερική επικοινωνία, στον αναγνώστη..
*
2. Η ποιητική συλλογή σας “Με τον ρυθμό του ποταμιού”, αφιερώνεται σε πέντε τόπους όπου, προφανώς, περάσατε μέρος της ζωής σας. Μήπως πρόκειται για τις πηγές της ποίησής σας;
👉Σωστά το επισημαίνετε. Απλώς να διευκρινίσω για τη λέξη «πηγές» ότι πρόκειται για «βασικές πηγές». Οι πηγές με την έννοια που τις αναφέρετε είναι αμέτρητες Κάθε δημιούργημα, περιέχει τη συνολική μνήμη του δημιουργού του. Προέρχεται από μια διαδικασία υποκειμενική μεν, ολιστική δε. Φαίνεται αποσπασματική όμως δεν είναι. Επίσης ότι κι αν δεν έχεις ζήσει μπορεί να βιώσεις έναν τόπο μέσα από έντονες διηγήσεις – αναφορές, να συνδεθείς βαθύτερα με παρελθόντα πρόσωπα – δράσεις, παρόντα ή απόντα, να βρεθείς σε αυτό που λέμε ψυχή ενός τόπου. Στο Αϊβαλί (τη δεύτερη που αναφέρετε ως «βασική πηγή») και γενικότερα στη Μικρασία, με ταξίδεψαν, δεν πήγα.
*
3. Ξεκινώντας από την ιδιότυπη “Εξάπτυχη εισαγωγή”, διαπιστώνει κανείς την ύπαρξη μιας σειράς θεμάτων. Τι θέλετε να πείτε στον αναγνώστη σας;
👉Θέλω να του πω αυτό ακριβώς που λέω στον εαυτό του. Η ζωή καθορίζεται από αλλεπάλληλα Ναι ή Όχι. Όλα είναι «μεγάλα» όσο κι αν πολλά φαίνονται ασήμαντα. Κρυσταλλώνονται σε μνήμες. Κάποιες συχνά, κάποιες αραιά ή καθόλου επανέρχονται ακάλεστες. Δημιουργούν δικούς τους κόσμους, είναι ο χρόνος, είναι το παρόν μας, καθώς προκαλούν σκέψεις, ιδέες, αισθήματα, δράσεις. Το μέλλον εμφανίζεται όποτε η μνήμη μας, «ως παρών», συγκρουστεί με την, «ως παρών», μνήμη του περιβάλλοντος (άνθρωποι, φύση) και προκαλεί την ανάγκη επιλογής καινούργιων Ναι και Όχι. Τα ποιήματα, η Τέχνη γενικότερα, από αυτές τις μνήμες αντλεί το υλικό της. Όλες οι μνήμες, μολονότι φαίνονται αυστηρά προσωπικές, στην πραγματικότητα περιέχουν κοινά στοιχεία κι αναγνωρίσιμες από όλους αξίες ζωής. Ο δημιουργός λυτρώνεται από το παρελθόν του κι αν έχει την ικανότητα λυτρώνει και τον αναγνώστη του. Την ποίηση ιδιαίτερα την αισθάνεσαι, δεν την νεκροτομείς. Ούτε χρειάζεται να την εξηγήσεις. Αφήνεσαι, αν το έχει, στο ρίγος της, που υπογραμμίζει ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
*
4. Μελετώντας την ποίησή σας, διακρίνω μια γενναιότητα έκφρασης, διανθισμένη με ανάλαφρο χιούμορ. Είναι θέμα του χαρακτήρα σας ή οφείλεται στη δημοσιογραφική σας ιδιότητα;
👉Χαίρομαι που λέτε πώς υπάρχει. Γίνεται ασυναίσθητα. Μακάρι να κυλά χυμός για να δροσίσει, όπως το αναψυκτικό στα διαλείμματα μιας παράστασης. Για να ενώσει, για να εκτονώσει, για να ανακουφίσει, για να βελτιώσει σχέσεις κι αγώνες, θεατές και ηθοποιούς όλοι περαστικοί, συμπάσχοντες ρόλοι στα σενάρια της διαδρομής μας.
*
5. Αν κάνατε αυτοκριτική, με ποιον εαυτό σας ταυτίζεστε, με τον ποιητή/ λογοτέχνη ή τον δημοσιογράφο.
👉Προσπάθησα όσο μπορούσα να καταθέσω το κοινωνικό και ατομικό συναίσθημά μου μέσω της γλώσσας στις διάφορες μορφές της (δημοσιογραφία, ποίηση, συγγραφή) και με τις δύο ιδιότητες. Εύχομαι να συνταίριαξαν και τα δυο. Είναι ωραίο ένας δημοσιογράφος να σε οργίζει με τη φωτιά της ποίησης και ο ποιητής να μπαίνει στην καρδιά του κόσμου με τη δυναμική ενός αυθεντικού ρεπόρτερ.
*
6. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται πως τα σχέδια στα βιβλία σας μόνιμα δημιουργεί ο ζωγράφος γιος σας Απόστολος Πλαχούρης. Αυτό σηματοδοτεί κάτι;
👉Κατ’ αρχάς δεν χαρίζεται ο ένας στον άλλο. Ο Απόστολος έχει αποδείξει δημόσια την καλλιτεχνική του ευαισθησία, τη δεξιότητα προσέγγισης και τρόπου έκφρασης, τον συναισθηματικό κόσμο, τις γνώσεις του. Άλλωστε φιλοτεχνεί, όποτε του ζητηθεί, αρκεί να τον συγκινήσουν, εξώφυλλα και σχέδια σε διάφορα βιβλία, ενώ συνεργάζεται περιοδικά με δυο φίλους ιστορικούς εκδότες (Α. Καλιακάτσο/Στιγμή και Σ. Ι. Ζαχαρόπουλο) κι έχει εκθέσει ατομικά και ομαδικά ζωγραφική στην Ελλάδα και στη Γαλλία. Στην πραγματικότητα σε κάθε συλλογή τον διεκδικώ. Για έναν πρόσθετο λόγο. Για την αγάπη που το κάνει, μεγεθύνοντας το συνολικό συναίσθημα αγάπης που συνοδεύει κάθε έκδοση. Όπως έλεγε ο παππούς μου στην Ήπειρο: Εύκολα καταλαβαίνεις πως άλλη χάρη έχει η φλοκάτη που την έπλεξαν στον αργαλειό τραγουδώντας την..."👈👈
*
“Με τον ρυθμό του ποταμιού”, ακολουθώντας τη ροή του ποιητικού λόγου, αντιλαμβάνεσαι το ιδιάζον πνεύμα του ποιητή και το διακριτικό χιούμορ, που παραπέμπει σε διαλόγους απλοϊκών ανθρώπων γνώριμων μεταξύ τους, παρελθουσών ανεπιστρεπτί εποχών. Και το λέει τόσο απλά, τόσο φυσικά, σαν τη σιγανή ροή του ποταμιού, καθόλου τυχαίο που ακολουθεί το ρυθμό του ποταμιού, του ήσυχου καθαρού νερού, με τους ρυθμούς του οποίου μπορεί να συντονίζει το βηματισμό του πραγματικά και μεταφορικά, όχι του ορμητικού ποταμού που παρασέρνει τα πάντα στην ορμή του. Σε άλλη περίπτωση, όταν το μοντέλο ντρεπόταν να γδυθεί, ο ζωγράφος δεν είχε πρόβλημα. Απλούστατα, αφού εκείνη:
“Ντρεπόταν να γδυθεί,
έτσι του πόζαρε ντυμένη
κι εκείνος τη ζωγράφισε γυμνή”.
Αφορμή παίρνοντας από το φαινομενικά απλό τρίστιχο αυτό, προχωρώ στα θέματα που ο ποιητής με τον τρόπο του υποβάλλει στον αναγνώστη για να τον μυήσει στην ποίησή του, η οποία έχει ειδικό βάρος, πηγάζει από μια θυμοσοφία θεμελιωμένη στις απαρχές του ελληνικού ποιητικού λόγου: τον απλό καθαρό τρόπο έκφρασης των συναισθημάτων, το διακριτικό χιούμορ, φιλική θα έλεγα ειρωνεία. Η ποίηση του Γιάννη Πλαχούρη είναι πηγαία και συγχρόνως κατασταλαγμένη, εν πολλοίς, σύντομη, φανερώνει καλλιεργημένη γλώσσα και γραφή, κομψή, χωρίς περιττά ή πομπώδη “κοσμητικά επίθετα”, έκφραση. Ωστόσο, είναι απρόβλεπτος. Ρέοντας ο λόγος του σαν ήσυχο ποτάμι ούτε ποταμός μήτε ρυάκι, “με τον ρυθμό του ποταμιού, εκεί που τον ακούς να συνομιλεί ψυθιριστά με τα πράγματα, σε ξαφνιάζει με το διακριτικό χιούμορ του είτε αναφέρεται σε πολύ σοβαρά γεγονότα είτε μιλάει για έργα καθημερινών ανθρώπων παρατηρώντας τον κόσμο από μια απόσταση, όπως:
“Από τον εξώστη του ξενοδοχείου Μυστράς”
Γαλήνιος κάμπος ξαπλώνει στα πόδια μας
μια θάλασσα ελιές κυματίζουν το ασήμι.
[…]
Μυριστικά θαυμαστικά
ο δυόσμος ο βασιλικός η δάφνη η αρμπαρόριζα
άρωμα μιας γραφής
που καταθέτει προτάσεις τους δρόμους
σκεπασμένους με φως
μην κρυώσουν οι λέξεις και τα όνειρα
που πάνω τους πάνε και πάνε
Τόσοι αγώνες όσα φύλλα
τόσα δέντρα όσα φτερά
[…]
Τα μάτια μου συλλαβίζουν το ανοιχτό”.
Θαρρείς και συναρθρώνει τους ρυθμούς σε λέξεις για τη μυστική συνομιλία με τα πράγματα. Τι άλλο είναι η ποίηση, παρά η μυστική-ερωτική συνομιλία, μια μουσική ιεροτελεστία που συμβαίνει ερήμην μας με τον κόσμο, αν θέλουμε να την ακούσουμε, να τη νιώσουμε και να την αποδεχτούμε.
Έχοντας μπροστά μου τα ποιήματα του Γιάννη Πλαχούρη, σκέφτομαι πόσο έχει παρεξηγηθεί στις μέρες μας, πόσο έχουν ευτελίσει τη μοναδική έκφανση του πνεύματος σε ποιητικό λόγο οι φωνασκούντες αυτοπροβαλλόμενοι “σύγχρονοι ποιητές” των σεμιναρίων, των αυτοβραβεύσεων, των… πάσης φύσεως περιφερόμενων οιηματιών.
Ο Γιάννης Πλαχούρης, αν και άνθρωπος των ΜΜΕ, μιλάει ποιητικά, μιλάει απλά, συνομιλεί με τη φύση, με τη ζωή, δεν χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις ηχηρές, δεν συναντάς πουθενά τον δημοσιογράφο, αλλά έναν χαμηλών τόνων, έναν αισθαντικό, ευαίσθητο άνθρωπο, έναν σοφό απλό συνομιλητή, έναν συνειδητοποιημένο ποιητή, όπως στο έξοχο ποίημά του που ακολουθεί:
Πριν το ξημέρωμα
γυρτή επάνω στα ζυμάρια
χρόνια για χρόνια η μάνα μου
πλάθει
πλάθει το σώμα του Χριστού να το μοιράσει
…στου κόσμου τις γιορτές
ιέρεια της παράδοσης
εμφάνιζε στον πάγκο
...η μάνα μου η φουρνάρισσα
με λίγο ύπνο, πέστε μου
πώς προλαβαίνει
νυχτόημερα να έχει απλωμένα τα φτερά της”
( Η φουρνάρισσα μάνα μου, σελ. 20-21)
Ο Γιάννης Πλαχούρης έχει καταφέρει να μετουσιώνει σε ποίηση εικόνες από την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων, σύμφωνα με τα πρότυπα της μεγάλης αρχαίας και της κλασικής ποίησης, ομηρικές οπτικές και ακουστικές εικόνες που έχομε στο νου μας από την παιδική μας ηλικία, όπως στο ποίημα τού: “Έφυγε ο τέτοιος με την τέτοια για το τέτοιο…”
Με το δίστιχο: “Η ορθόφτερη κιτρινότσιχλα στην κορυφή της καλαμιάς/ είναι το λάβαρο του απογεύματος στη μάχη του με τη νύχτα”, δίνει τόσο την εικόνα, όσο και τη διαδικασία της αλλαγής του φυσικού τοπίου από την κατάσταση του φωτός στην αντίθετη, του σκότους. Έτσι ένα πουλί, είναι το σημείο αναφοράς της αλλαγής του σκηνικού. Εξ’ άλλου, “Ο Γιώργος Πίττας:
“Δυο ημέρες και μια νύχτα πήγε και ήρθε
ο Γιώργος Πίττας σε όλα τα λιμάνια της
γραμμής, δίχως να ξεμπαρκάρει πουθενά,
σπουδάζοντας –από τη γέφυρα
ψηλά τον κόσμο κάτω, πώς οι κινήσεις
φανερώνουνε τις σκέψεις, πώς δίπλα -
δίπλα προχωράνε οι μοναξιές πάνω στη
μπουκαπόρτα, πώς μπαινοβγαίνουν
σε καράβι τ΄ άδεια σώματα”.
Όσο απλά έως απλοϊκά κι αν φαίνονται τα συμφραζόμενα, τόσο περιεκτικά και πολυσήμαντα είναι και πολυδύναμα: Ο ήρωάς του εδώ, μέσα σε “Δυο μέρες και μια νύχτα...σπουδάζοντας – από τη γέφυρα..”, από απόσταση τον κόσμο, ‘ωστε να έχερι καθαρή εικόνα, διαπίστωσε πόσο μόνοι ταξιδιώτες είναι οι άνθρωποι, “...πώς μπαινοβγαίνουν σε καράβι τ΄ άδεια σώματα”.(σελ. 76)
Πόσο κοντά στην πραγματικότητα είναι ο ήρωάς του! Όλοι άσχετοι, αδειάφοροι, χωρίς προορισμό, λαθρεπιβάτες είμαστε, θαρρείς, έξω κι από τον εαυτό μας, ανύπαρκτοι, “...άδεια σώματα…”, κούφια σαρκία. Τρομαχτικά αληθινό. Έτσι απλά, ένας άλλος ο Γιώργος, ένας επώνυμος, ο Γιώργος Πίττας, εκφράζει εκ του ασφαλούς, από περιωπής μια σκληρή πραγματικότητα, μια τρομαχτική αλήθεια.
Το ίδιο αθώα, με τη δική του γλώσσα που ξέρει καλά να σμιλεύει τους στίχους σε έξοχα αγαλματίδια, θα πει:
Ι
“ Όλη τη νύχτα φρόντισε
να πάω πολύ ψηλά με το κορμί της
για να είναι το πρωί
όταν με χώρισε
η πτώση ατελείωτη.
ΙΙ
Δεν αγοράζω χωρισμούς με πληροφόρησε ο παλιατζής.
ΙΙΙ
Μετρώ τ’ αστέρια
που σκοτώνονται από τη ΝΑΣΑ στις ειδήσεις
και ανασταίνονται
στην Ποίηση.
IV
Άγγελοι καθισμένοι
στην όχθη του σύννεφου,
με δόλωμα
τον έρωτα
αγκίστρωναν στην Κόλαση.
V
Ζήτησε να πλάσω το σώμα της με άμμο
μήπως την πάρει ο Νοτιάς”. (σελ. 77)
Όμως και το το σχόλιό του για το πώς διαμορώνεται η κοινωνία σήμερα και πού βρίσκονται οι αξίες της ζωής, το εκφράζει με πολύ διακριτικό τρόπο: “Δήλωνε ευτυχισμένος/ μπορεί να απέτυχε/ με τα παιδιά του/ όμως/ μεγάλωσε σωστά/ πολύ σωστά/ τις μετοχές…” (σελ. 72)
Αλλού, σε μια “εικαστική παρένθεση: “Κελαηδούσε τόσο γλυκά η καρδερίνα
που μάγεψε όλα τ’ αρσενικά εκτός από το γάτο(σελ. 67).
Σε άλλο σημείο, “εξηγήσεις σε μια επαναστάτρια”, με ένα στίχο, τον τελευταίο, ενός από τα μεγαλύτερα ποιήματα, δίνει το πόσο εθελοτυφλεί η Δικαιοσύνη: ¨Στον καιρό μας οι μόνοι ένοχοι είναι τα θύματα”.
“Ωραία γυναίκα, δεν ξέρω πως σε λένε.
Το όνομά σου πλανιέται μυστικά μέσα στον άνεμο.
Το πηγαίνουν στη ρεματιά πουλιά με τα φτερά τους
το τραγουδούνε συνθήματα
σε τοίχους που ανηφορίζουν σε Κώστα Βάρναλη.
Φανέρωσέ το που δεν καταλαβαίνω.
Η καρδιά μου προσπερνά την άνοιξη
μπαίνει μονομιάς στο καλοκαίρι.
Έμαθε να καίγεται και να μην ανθίζει.
Προτιμά να μιλά με τους φίλους που πέθαναν.
...Κανείς δεν τους αγάπησε περισσότερο από μένα.
Με δάκρυα τους κέρασα, πότισα, ξέπλυνα.
Φύτρωσαν, ρίζωσαν, άνοιξαν,
έβγαλαν κλαδιά και φύλλα
...τους σκότωσαν όλους…
οι άδειες ώρες, τα παλιά παρατημένα,
οι σβησμένες φωτιές…
Στον καιρό μας οι μόνοι ένοχοι είναι τα θύματα
(Εξηγήσεις σε μια επαναστάτρια, σελ. 30. 31.)
Τον απασχολούν οι αφανείς ήρωες της καθημερινότητας, οι γυναίκες της βιοπάλης, εκείνες που παλεύουν να κρατήσουν ορθό τον κόσμο.
Σκέφτομαι: Πόσο δυνατή και αληθινή, πόσο μεγάλη είναι
"Η ποίηση των απλών πραγμάτων". Πόσο αληθινός, σημαντικός, πόσο σπουδαίος ποιητής είναι ο Γιάννης Πλαχούρης.
Εκδόσεις: Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 2024
*

Σχόλια