Κάποτε μια φορά κι έναν καιρό
Σχεδόν πάντα όταν πλησιάζουν τέτοιες μέρες
Είναι εκεί στο κεφαλόσκαλο μαυροντυμένη
ορθή με σταυρωμένα τα χράκια της
Τι και ποιον να περιμένει ποιος το ξέρει
ποιος μπορεί να ξέρει
τι έχει μες το νου και την ψυχή και την καρδιά της
η μαυροντυμένη αδερφή στο κεφαλόσκαλο
πώς να ξέρει ό άλλος ο ερχόμενος
καθένας
ο "Κανένας"
*
Φεύγει ο ένας χρόνος κι άλλος έρχεται
δρόμος θαρρείς που δεν τελειώνει
σαν ένα τρένο σε τροχιά το ίδιο δρομολόγιο κάνει
βραδιάζει ξημερώνει κάθε μέρα
ποιος το ξέρει τι θα φέρει
Εκείνη περιμένει
ορθή στο κεφαλόσκαλο
*
Έτσι την έχω μες το νου μου μαυροφορεμένη
σαν τη Μήτραινα τη μάνα εκείνη
με την "ανίκητη ελπίδα" στο μυαλό της
- περίμενε η δόλια το παιδί της να 'ρθει από την ξενιτιά -
σ' εκείνα τα παλιά βιβλία του του Δημοτικού σχολείου
που διαβάζαμε τα "Αναγνωστικά"
*
Σχεδόν πάντα σαν έρχονται όπως κι αν έρχονται στο νου
τούτες οι μελαγχολικές οι μέρες του Οχτώβρη
τη βλέπω πάντα εκεί ορθή
στο κεφαλόσκαλο μαυροντυμένη
με σταυρωμένα τα χεράκια της
να περιμένει
Σχεδόν πάντα εκεί στημένη μια ολόκληρη ζωή
ταγμένη στην αναμονή
Σαν σήμερα πριν χρόνια ξημερώματα
πέταξε η ψυχούλα της
στην άλλη ακτή
*
*Ανέκδοτο, Εις μνήμην της



Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου