“Εκ του συστάδην”
Όταν νυχτώνει*

τα μικρά και τα μεγάλα τις φιλοδοξίες
- τους πύργους που υψώνουν στην άμμο -
πληθαίνει στην καρδιά μου το φαρμάκι
την ψυχή μου περιβάλλει
των αγαπημένων εκλιπόντων το πένθος
*
Όταν νυχτώνει
της Γης την οδύνη ακουρμάζομαι
καθώς σγουραίνει και πυκνώνει το σκοτάδι
και σιγά σιγά αρχίζει ν' αραιώνει πάλι
κι αχνοφέγγει μακριά στον ορίζοντα χρόνο
τα στοιχειά και οι φόβοι αλαργεύουν της νύχτας
και πυγολαμπίδων πλήθη
σχηματίζουν γραμμές τεθλασμένες στο απέραντο Χάος
και φως αναδύεται από τα σπλάχνα της Γης
ιστούς κι αναρραμμούς του σκότους παραμερίζοντας
και νεφελώματα
ποταμοί γαλαξιών αυλακώνουν το στερέωμα
*
΄Οταν νυχτώνει
συλλογίζομαι τα στενά σκιερά μονοπάτια
του κόσμου τις ερημιές που περπάτησα ολομόναχη
νύχτες ολόκληρες δίχως πυξίδα
αψηφώντας το φόβο
την πυγολαμπίδα των παιδικών μου χρόνων
ακολουθώντας να πιάσω
να κλείσω στις δυο μου παλάμες
ολίγο φως μακρινό
*
Όταν νυχτώνει
συλλογίζομαι την αυγή
ν' απλώνει με καλοσύνη το φως
στην καινούρια ημέρα του πονεμένου μας κόσμου

*
Παλαιό Φάληρο, 20 Αυγούστου 2025
*
Είναι ανέκδοτο,
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου