Αναδρομή στα χρόνια στη Λήμνο


 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 




 
 
 
Αναδρομή στον προηγούμενο αιώνα/ Τα χρόνια στη Λήμο
Το χρονικό
...Ονειρευόμουνα ταξίδια, ανοικτές θάλασσες και "το "μέλλον..." ήταν να βρεθώ ριγμένη σ' ένα όμορφο ορεινό χωριό της Λήμνου, τον Κορνό, με πολλά νερά (Κορνός, αντί Κρουνός= πηγή), πολύ κοντά στα Θέρμα, θερμά λουτρά, κάπου εκεί ήταν και το εργαστήρι του κουτσού Ήφαιστου αφότου τον έριξε ο Δίας με μια κλοτσιά από τον Όλυμπο για να κάνουμε παρέα....
*
Κύρίως ο χρόνος μου στο Ρεπανίδι, η επαφή και η επικοινωνία με τους απλούς ανθρώπους, κατά ένα μέρος υπήρξε καθοριστικός για τη διαμορφωση και ανέλιξη του ποιητικού μου λόγου. Τον προηγούμενο χρόνο στον Κορνό και συνέχεια στη Μύρινα, τρία χρόνια έζησα με τους ανθρώπους του νησιού όλων των στρωμάτων και όλων των εποχών. Μπορώ να πω ότι ο ελληνικός βίος και ο ελληνικός πολιτισμός από τον Ησίοσο και τον Όμηρο, την Αργοναυτική εκστρατεία κι εδώθε, είναι συμπηκνωμένος στον μυθικό/ιστορικό/σύγχρονο χώρο/χρόνο της νήσου Λήμου. Και πάλι σ' ευχαριστώ που μου θύμισες απλά και σημαντικά την "Αρχή μου":
Τα "χρόνια στη Λήμνο"
Λήμνος
*
Σιωπηλά στ' ανοιχτογάλαζα νερά
καθρεφτίζονται τα βράδια
χιλιάδες αστέρια
και στους αμμουδερούς γιαλούς
ξαποσταίνουν τα δειλινά τα λιποθυμισμένα
από το θαλασσοδαρμό κοχύλια
*
Είναι να πικροζείς τη μοίρα σου
φτωχέ ποιητή
***
Προσήλωση
*
Η πορεία στο σταυροδρόμι
κι η μνήμη σταματημένη στις θρυμματισμένες κολόνες
του αρχαίου ναού με τη δωρική αρχιτεκτονική.
Καρφώθηκε στο παιδικό μου πρόσωπο
το τυφλωμένο βλέμμα της γριάς
που ροκανίζει τα δαφνόφυλλα της ουτοπίας
και δίνει ακατάληπτους χρησμούς.
Λήμνος 1964
***
Άρνηση
*
Βαρέθηκα να περπατώ στα καλντερίμια της Μύρινας,
να διαπραγματεύομαι την αισιοδοξία.
Βαρέθηκα το ταχυδρομείο με το δώσε πάρε,
τους άντρες με τα λεία πρόσωπα,
τα λαδωμένα μαλλιά,
τις γυναίκες με τη φτιασιδωμένη επιτήδευση,
την προκλητική αφροντισιά,
τους νεαρούς με τις κοριτσίστικες μπλούζες
στις γωνιές του λιμανιού,
το θλιβερό μειδίαμα της άρρωστης,
τη συμπόνια της χαμηλής κυρίας.
Βαρέθηκα τους μεγάλους
και τους ηθοποιούς της δεκάρας,
τους πιστούς και τους άπιστους,
τους φίλους με τη δανεική σοφία,
τα χάχανα, τα αισθήματα,
τις υποθέσεις φιλανθρωπίας,
τις προσδοκίες και τα όνειρα,
να σκαρώνω στα ιδανικά μου σταυρούς.
*
Μύρινα Λήμνου 1965
***
Νεκρή πολιτεία
*
Μακρινές γνωριμιές,
κουρασμένοι παλμοί,
ξεχασμένοι
στα στενά καλντερίμια
της Μύρινας.
*
Χτεσινοί κραδασμοί,
πεταμένοι στη γη,
σκοτωμένοι
στης νεκρής πολιτείας
τα κράσπεδα.
*
Περασμένοι καιροί
καρφωμένοι, στητοί,
ματωμένοι
στης πικρής λησμοσύνης
τα μάρμαρα.
*
Διπλωμένα φτερά
στου καιρού τη ροή,
σκορπισμένα
στους δρόμους μουδιασμένα
αισθήματα.
*
Στα γυμνά τα κλαριά
του πλατάνου πουλιά
γαντζωμένα.
Κουρνιασμένη κι η μοίρα
κι ασάλευτη.
*
Μύρινα Λήμνου 1965
***
Μόνο ένα αστέρι
*
Δυο τρία σολφέζ
σκαρφάλωσαν στους τοίχους χαρούμενα
και γέμισαν τη σιωπή
σαν να τους μύρισε άνοιξη.
*
Τι διαβολιές είναι αυτές
στον απελπισμένο καιρό;
Και τα χρώματα και οι λωτοί και τα δάκρυα,
και τα χάχανα της πολιτείας
κι ο αγύρτης ο τελευταίος χειμώνας;
*
Μόνο ένα αστέρι
κρυφομπαίνει από μια χαραμάδα,
δειλό, λυπημένο,
*
Σε λίγο θα προσπεράσει,
θα σβήσει κι αυτό το φως.
*
Ρεπανίδι Λήμνου 1965
***
Ηρωισμός
*
Εσύ πάντα προτιμούσες το θάνατο των παλικαριών,
να χαζεύεις τον ερχομό του
με ανοιχτά μάτια,
να τον πετροβολάς με σαρκασμό.
πώς έγινε
και σου πέρασαν το μαντήλι των μελλοθάνατων;
Αυτοί πεθαίνουν κλαψουρίζοντας.
*
Ρεπανίδι Λήμνου 1965
***
Φτωχέ ποιητή
*
Τάχα,
τι άλλο θα ‘χα να σου πω
παρά πως είναι μια ηλιθιότητα οι τρεχούμενες ώρες,
οι χαρές, τα καρδιοχτύπια μας,
τα βιολιά στην ανηφοριά
κάτω από ένα διαβολεμένο φεγγάρι,
εκείνο που θάψαμε δυο μέτρα στη γη,
το άλλο που κλάψαμε γοερά,
ετούτο που σίγουρα θα πεθάνει σε λίγο.
*
Πέρα μακριά στον ορίζοντα
τα πεύκα κάθε άνοιξη γίνονται κατάξανθα
για να πεθάνουν πάλι.
Στο καμπαναριό της εκκλησιάς
κουρνιάζουν τ’ αγριοπερίστερα
αγνοώντας πως η στέγη έχει ρωγμές,
τα φύλλα τραβούν τη σιωπηλή πορεία τους μέσα στο χρόνο,
κάθε πράγμα προχωράει βουβό κι αμέριμνο
στο δρόμο της αδυσώπητης μοίρας.
*
Κι όμως,
τρυφερές πεταλούδες στα σγουρά σου μαλλιά
πεταρίζουν, σφριγηλό αγόρι,
και πλέκουνε στο νεανικό σου κεφάλι στεφάνι,
στα μάτια σου ιριδίζουν Απρίληδες
και υμνολογούν τη ζωή.
Σ’ ένα κοχύλι στ’ ακροθαλάσσι
σχεδιάζεις την αιωνιότητα
με μια ματωμένη στιγμή,
καρφώνεις την απεραντοσύνη μ’ ένα τρελό χτυποκάρδι
σε δυο απλωμένα φτερά.
*
Εσύ,
πάντα θα θυμάσαι τη σπηλιά,
εσύ πάντα
θα προσφέρεις «το σπασμένο τ’ αγγείο».
*
Είναι που δεν γιατρεύεται η δίψα σου,
φτωχέ ποιητή.
*
Παραβόλα - Λήμνος 1965
***
Φύγε!
*
Οι κάκτοι δεν έδειχναν στην αρχή
πως είχαν αγκάθια
και τους βάλαμε χωρίς περίσκεψη στην αυλή.
Τώρα πια
συνηθίσαμε να πλαγιάζουμε
ανάμεσα στα μνήματα.
*
Η ζωή βρωμάει πτωμαΐνη,
δεν έχει σημασία.
Σβήσε το φως.
Πρέπει να νεκρώσουμε τις αισθήσεις.
Το πρόσταγμα της ύστατης ώρας:
Φύγε!
*
Λήμνος 1965
*
Σημείωση: Το σύνολο των ποιημάτων αυτών είναι γραμμένα στη Λήμνο, εκτός από το "φτωχέ ποιητή", και περιέχονται στη συλλογή ποιημάτων μου "Πολιόχνη", από το όνομα της μυθικής πόλης της Λήμνου..

Σχόλια