
Το αστέρι του Αγαπητού*
Τα δυο αδέρφια έβλεπαν τον κόσμο γύρω τους που τον έφραζαν τα βουνά κι έκαναν μεγάλα όνειρα. Έριχναν τη ματιά τους πίσω από τον ορίζοντα και λογάριαζαν μεγάλα ταξίδια.
Η Ασπασία δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως έξω από τη γη δεν είναι τίποτα. Μόνο τ’ αστεράκια μέσα στο απέραντο σκοτεινό χάος, όπως έλεγε συχνά η γιαγιά τους. Η γιαγιά ήξερε πολλά πράγματα, έμοιαζε να είναι σοφή. Μόνο που η Ασπασία δεν μπορούσε να την καταλάβει. Το μικρό της το μυαλό δεν χωρούσε τόσο μεγάλα και σοβαρά πράγματα.
Ο Αγαπητός σκεφτόταν διαφορετικά. Τα μάτια του έβλεπαν πιο μακριά και το μυαλό του χωρούσε μεγαλύτερα και πολύ περισσότερα πράγματα.
“Εγώ θα σου μάθω τον κόσμο. Έχε μου εμπιστοσύνη και ακολούθα με”, της είπε μια βραδιά ξάστερη, χωρίς φεγγάρι που τ’ αστέρια κρέμονταν σαν υπνωτισμένα στον μολυβένιο ουρανό.
Πήρε μετά ένα σκοινί πολύ μακρύ κι ένα μπαλόνι, έπιασε την αδερφούλα του από το χέρι κι ανέβηκαν σιγά σιγά στη μεγάλη ταράτσα του σπιτιού τους.
Από κει πάνω, η μεγάλη πολιτεία φαινόταν απλωμένη ως πέρα μακριά καταφώτιστη και βουβή. Μόνο οι θόρυβοι των αυτοκινήτων έφταναν ως εκεί πάνω.
“Νιώθω παράξενα”, είπε σιγά το κορίτσι, φοβάμαι. Δεν βλέπω τον κόσμο. Μόνο φώτα κίτρινα και κόκκινα φώτα και πράσινα. Φώτα κι αστεράκια σκορπισμένα και μισοσβησμένα. Τίποτε άλλο”, είπε πάλι. Και κόλλησε στο πλευρό του αγαπητού.
Ο αδερφός της ένιωσε πάνω του την αδερφούλα του να τρέμει κι αισθάνθηκε πολύ δυνατός δίπλα της. Αγκάλιασε το τρυφερό κορμάκι της μικρής του αδερφής. Έπιασε τρυφερά το κρύο χεράκι της και το έσφιξε με αγάπη μέσα στο ζεστό δικό του.
“Βλέπεις εκείνο το μεγάλο αστέρι που τρεμοσβήνει, να εκεί πάνω! Πάνω από το ψηλό βουνό, να εκεί”, της είπε κι έδειξε προς το μέρος της ανατολής.
“Ποιο αστέρι; Βλέπω πολλά…”
“Κοίτα, αυτό που λάμπει περισσότερο, είναι το δικό μας αστέρι. Εκεί θα πάμε!”
“Α, αυτό…”
“Ναι αυτό. Είναι το δικό μου. Εκεί θα πάμε καμιά φορά, όταν γίνουμε αστροναύτες”.
Η Ασπασία αναστέναξε.
“Ως τότε, ποιος ξέρει αν θα είναι εκεί το αστέρι σου”.
Ο Αγαπητός της είπε σοβαρά τώρα.
“Κοίτα εδώ και κάνε ό, τι σου λέω. Τώρα δεν μιλάμε καθόλου να μην μας πάρουν είδηση από το σπίτι και πάει στράφι το σχέδιό μου”.
Έβγαλε από την τσέπη του ένα μπαλόνι κι άρχισε να το φουσκώνει μέχρι που έγινε τεράστιο σαν ένα εξωτικό πουλί με πελώριες φτερούγες στο αδύναμο φως των αστεριών. Το έδεσε κόμπο γερά με το σχοινί για να μην ξεφουσκώσει και την άλλη άκρη του σχοινιού την έχωσε στο χεράκι της αδερφής του.
“Μην τρέμεις, μη φοβάσαι. Κράτα γερά το σχοινί και πάμε! Ακολούθα με τη σκέψη σου το μπαλόνι”.
Το κορίτσι έπιασε την άκρη του σχοινιού κι αισθάνθηκε τον κόμπο να της τρώει την παλάμη. Μέσα στην αστροφεγγιά μόλις το ξεχώριζε ανάμεσα στα σύρματα της μπουγάδας. Σε λίγο το μπαλόνι ανέβαινε κι ο Αγαπητός αμολούσε συνέχεια το σχοινί και το μπαλόνι ανέβαινε γρήγορα θεαματικά, ώσπου βρέθηκε πάνω από την κοιμισμένη πόλη.
“Εκεί δεν φτάνει κανένας κίνδυνος”, είπε με ανακούφιση η Ασπασία.
Η καρδιά του Αγαπητού χτυπούσε δυνατά από συγκίνηση και ταραχή.
“Να, να, κοίτα, πρόσεχε, τώρα πλησιάζει στο αστέρι μου. Αυτό είναι το δικό μου αστέρι. Δεν το βλέπεις;”
“Α, αυτό εκεί! Το βλέπω, πως δεν το βλέπω. Α, κατάλαβα, μα, αν μου φύγει το σχοινί, τι θα γίνει ο πύραυλος…”
“Θα μας φύγει κι αυτός”, είπε ο Αγαπητός.
“Τότε τι πύραυλος είναι. Δεν είναι αληθινός”.
“Είναι και παραείναι αληθινός!”
Έκανε πως θύμωσε ο Αγαπητός. Άρπαξε το σχοινί από το χέρι της Ασπασίας. Το έδεσε γερά σε ένα σίδερο στα κάγκελα τις ταράτσας κι έπιασε την αδερφή του από το χέρι. Ήταν τόσο κρύο από το φόβο της.
“Έλα, πάμε, μικρή μου, πάμε να γνωρίσουμε τον κόσμο. Το δύσκολο είναι να πιστεύεις κάτι, αδερφούλα, όλα τ’ άλλα έρχονται”.
“Τι να πιστέψω…”
“Φαντάσου πως είμαστε μέσα στον πύραυλό μας. Και είμαστε και πάνω, πολύ πάνω κι από το πιο ψηλό βουνό και πως φτάσαμε στο αστέρι μας. Είναι και δικό σου αστέρι. Μαζί δεν ξεκινήσαμε; Μην τρέμεις, πάτα γερά στο αστέρι μας. Δεν πέφτεις, σε κρατάω γερά. Κοίτα τώρα κάτω, κοίτα τον κόσμο μας, τη γη μας. Βλέπεις πόσο μικρή είναι;”
“Μια σκοτεινιά. Δεν βλέπω τίποτα. Ακούω τη φωνή σου. Βλέπω μόνο τα φώτα της πόλης”.
Ο Αγαπητός προσποιήθηκε πως δεν άκουσε.
“Βλέπεις τι μπορείς να κάνεις μ’ ένα μπαλόνι και μ’ ένα σχοινί; ‘Ενα μπαλόνι φουσκωμένο μπορεί να σου σκαρώσει ένα σωρό πράγματα. Να σε σηκώσει τόσο ψηλά, πάνω από όλο τον κόσμο. Είναι όλα τα μέσα συγκοινωνίας. Είναι όλοι οι δρόμοι. Μ’ ένα μπαλόνι κατακτάς το σύμπαν. Ταξιδεύεις σε όλο τον κόσμο, πας και κάτω από τη γη. Συναντάς τον ήλιο τα μεσάνυχτα, πας και παίζεις κρυφτούλι με τ’ αστέρια στη σελήνη”.
Η Ασπασία τον άκουγε και στο κορμί της ένιωθε πως περπατούν χίλια μυρμήγκια.
“Μην πάμε άλλο, φτάνει”, παρακάλεσε κι αγκάλιασε τον αδερφό της.
“Μη φοβάσαι, έλα να χαρούμε το ταξίδι μας. Μη φοβάσαι τίποτα. Το μπαλόνι είναι το πιο σίγουρο μέσο για να πλησιάσεις τον κόσμο, ν’ αγγίξεις όλα τ’ αστέρια. Φτάνει μόνο να κρατάς το σχοινί γερά. Το σχοινί που είναι δεμένο στη γη δεν πρέπει να σπάσει”.
“Αυτό το καταλαβαίνω, είπε το κορίτσι. Είναι το μόνο που καταλαβαίνω. Αλλά θέλω να μου πεις τι βλέπεις εσύ από κει πάνω.
Ο Αγαπητός άνοιξε διάπλατα τα μεγάλα του μάτια.
“Βλέπω ένα πολύ μεγάλο χάος κι ένα ατέλειωτο σκοτάδι και πολλά αστέρια. Χμ… Α, βλέπω και τη μικρή μας Γη από την άλλη μεριά του Ήλιου. Ξέρεις, μικρή μου, από τη μεριά του Ήλιου είναι τόσο ωραία να βλέπεις τη Γη. Λάμπουν τα νερά και το σκοτάδι πρασινίζει στις κοιλάδες. Κοίτα κι εσύ. Να, από τούτη τη μεριά δες την πολιτεία την άλλη, τους μεγάλους δρόμους, τα βουνά, το χώμα εκεί μοσχομυρίζει”, και σώπασε απότομα.
“Δεν έχει άλλον κόσμο;”
“Έχει. Λέω να σταματήσουμε τώρα. Μην πάμε παραπέρα. Δεν θέλω να δεις τι γίνεται πιο κει.
“Α, γι’ αυτό… Ξέρω τι γίνεται πιο πέρα από την όμορφη πόλη. Ξέρω. Γίνονται πόλεμοι, έχει πείνα, δεν έχει νερό…”
“Φοβάσαι;”
“Όχι, τώρα δεν φοβάμαι. Τώρα βλέπω κι εγώ. Θέλω να ταξιδεύω με τον πύραυλό μας, μη σε νοιάζει”.
Ο Αγαπητός αγκάλιασε την αδερφή του και την έσφιξε πάνω του με αγάπη.
“Έλα, πάμε, είναι ώρα να προσγειωθούμε. Θα ‘χουν γυρίσει κι η μαμά θα μας ψάχνει”, είπε.
Κι άρχισε να μαζεύει το σχοινί.
*
Αθήνα, 1985/86
//* Στον αείμνηστο αδερφό μου το Σπύρο,
που μαζί σκαρώναμε τις σκανταλιές.//
*
*Από τη συλλογή διηγημάτων μου για παιδιά “ο άλλος κόσμος”
Εικονογράφηση: Υβέτ Παπαδοπούλου
Εκδόσεις: “σύγχρονη εποχή”. Αθήνα 1986
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου