Ελένη Χωρεάνθη: Επιλέγω/ Παρουσιάζω βιβλίο του ποιητή:
Γιώργος Μαρκόπουλος



Χαίρομαι αφάνταστα που κρατάω στα χέρια μου και γράφω για το βιβλίο του, "Σε πλάγιο φωτισμό/ κείμενα για πρόσωπα, γεγονότα, ημέρες ". Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
*
Υπό μορφήν ημερολογίου, κατά κάποιον τρόπο, αφιερωμένο σε πολύ αγαπημένα του πρόσωπα, το νέο βιβλίο του Γιώργου Μαρκόπουλου με τον ωραίο, συμβολικό τίτλο “Σε πλάγιο φωτισμό”, είναι δομημένο αρχιτεκτονικά σε δεκαετίες, αρχίζοντας από τη δεκαετία 1970 έως και τη δεκαετία 2023. Ωστόσο, εν είδει εισαγωγής, μετά το σύντομο προλογικό σημείωμα, ξεκινάει την περιήγησή του στα άρθρα που επέλεξε να παρουσιάσει στις δεκαετίες από το 1968 με ένα μόνο τετράστιχο, το οποίο εισάγει στο πνεύμα και την κοσμοθεωρία του ποιητή με την απλότητα, την καθαρότητα και την αθωότητα παιδιού. Και δεν το σημειώνω τυχαία αυτό:
*
1968, Ιανουάριος
*
"Πέτρο με λένε. Ιδιο το όνομα του αποστόλου.
Εκείνος είχε παιδιά δύο.
*
Όμως εγώ παιδιά δεν θα κάνω.
Γιατί; Γιατί δεν ξέρω γιατί!"
*
Αφήνοντας έτσι τα ερωτηματικά να αιωρούνται στο κενό ενός οράματος μακρινού και κοντινού. Και πρέπει ο αναγνώστης να έχει υπόψιν του το βιογραφικό του ποιητή, τα δύσκολα παιδικά του χρόνια και την ποίησή του στο σύνολό της για να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τα αινιγματικά "γιατί".
Ως εκείνη την ώρα που γράφει τους αποκαλυπτικούς αυτούς στίχους, ο έφηβος των 17 ετών εχει βιώσει έναν ολόκληρο κόσμο σκληρό κι απάνθρωπο, έναν κόσμο τρομερών αντιθέσεων, πίκρες και βάσανα, φτώχια, ίσαμε την αποκοπή του από το περιβάλλον αυτό που του προκαλούσε πόνο ψυχής και τη ζωή της υπαίθρου με τη μετακόμιση της οικογένειάς του στην Αθήνα, όπου έβρισκε τότε καταφύγιο όλος ο ταλαιπωρημένος, ο κατασπαραγμένος μπληθυσμός της ελληνικής επαρχίας.
*
Από δω και πέρα συστηματοποιεί σε δεκαετίες τα κείμενά του που επιλέγει και παρουσιάζει "Σε πλάγιο φωτισμό", θέλοντας, υποθέτω, να πει έμμεσα, ότι θεωρεί κριτικά πρόσωπα, γεγονότα, πράγματα και καταστάσεις από περιωπής, αντικειμενικά:
1970-1979 // 1980-1989 // 1990–1999 /// 2000 – 2009 // 2010 – 2019 και 2020 – 2023.
Σταχυολογώντας “στα πεταχτά” θα προσπαθήσω να δώσω σε γενικές γραμμές και όσο γίνεται σύντομα και απλά, κατανοητά τις συντεταγμένες και τους συμβολισμούς της αποτυπωμένης σκέψης του ποιητή, δίνοντας χώρο και χρόνο στα ποιήματα που παρεμβάλλονται:
1970
"Διώχνω τα πουλιά,
διώχνω τις γυναίκες,
γιατί τους δείχνω την αγάπη μου,
γιατί ένα πηγάδι είναι η αγάπη μου,
ένα φαράγγι είναι και τρομάζουν
και φεύγουν
οι γυναίκες, τα πουλιά".
***
1974
“...Μ’ αρέσουν οι έρωτες των τραίνων
φευγαλέοι κι ανεκπλήρωτοι
ν’ αφήνουν μια πίκρα στην καρδιά
κάτι σαν πόνο σαν τριαντάφυλλο ή μαχαίρι.
[…]
Οι έρωτες των τραίνων είν’ ο θάνατος. Το ποίημα είν’ ένα σκοινί.
Πεθαίνεις ή σε πεθαίνουν. Το ποίημα είν’ ένα σκοινί
ή θα σε πνίξει ή θα πνιγείς".
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος, όπως φαίνεται, από το ξεκίνημά του στην ποίηση, βρίσκεται μεταξύ φανταστικού και πραγματικού περιβάλλοντος, γιατί από νωρίς έχει συνειδητοποιήσει τη σχέση εξάρτησης της απτής πραγματικότητας και του φανταστικού. Και μεταβαίνει σαν σε ευθεία γραμμή γεφυρώνοντας τα κενά με ξαφνικό χιούμορ:
“Το σύντομο φιλί στο στόμα μιας γυναίκας, που ύστερα από πολλές αναβολές πήραμε εν τέλει, ζεστό, υπέροχο και τρυφερό, τόσο που δεν ξέρεις αν είναι φιλί που υποδηλώνει συνέχεια ή αν είναι, αν είναι ήδη, φιλί αποχωρισμού".
Μέσα σε 222 σελίδες, ο Γ. Μ , με τον δικό του εξομολογητικό, απλό, ποιητικό τρόπο υπαινικτικά, με "πλάγιο φωτισμό" που περνάει μέσα από χαραμάδες σκότους, παραμερίζοντας ή σκιαγραφώντας πρόσωπα που είτε δημιούργησαν γεγονότα είτε επηρέασαν τκαταστάσεις, καταγράφει την ιστορία μιας μακράς περιόδου (1968 -1999 και 2000 - 2023), του δεύτερου μισού του παρελθόντος αιώνα, και των αρχών του παρόντος, ιστορίας του Νέου ελληνισμού μέσα από τα προσωπικά του βιώματα. Ρίχνει φως σε τούτη την πρόσφατη ιστορία μας κι από την πλευρά του ως συμμέτοχος των γεγονότων συμβάλλει στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι μιας ιστορικής περιόδου που ακόμα η Ελλάδα δεν έχει βρει το αληθινό της πρόσωπο, γιατί δεν έχουν ακόμα κλείσει οι πληγές των φανερών και των υφερπόντων εμφυλίων σπαραγμών. Ιούνιος, 2023, γράφει χαρακτηριετικά:
"... Γεννήθηκα στις 8 Ιουλίου του 1951 στη Μεσσήνη της Μεσσηνίας. Ξενιτευτήκαμε με την οικογένειά μου - και αυτό είναι γραμμένο και γνωστό - στις 31 Οκτωβρίου του 1965 και ήρθαμε στην Αθήνα για πολλούς και ποικίλους λόγους.
>>Τα χρόνια όμως που έζησα στη Μεσσήνη, επειδή, παρα τη φτώχεια, ήταν όντως μαγικά, δεν τα ξέχασα και όπως φαίνεται, δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Γι' αυτό εγώ [...] συχνά, πολύ συχνά, μέσω του ονείρου, εκεί γυρνώ πάλι, στη Μεσσήνη και θυμάμαι. [...] Μόλις μεγάλωσα το αποτύπωσα, γύρω στα 1992, αν δεν απατώμαι, στο υπό τον τίτλο 'Η φοβερή πατρίδα μου' ποίημα, γράφοντας:
[...]
Εκείνη που κατέβηκε στον ποταμό
με το λευκό χιτώνα της να βαπτιστεί
έχει τα πόδια της γυμνά κι έχει λαιμό για σφάξιμο
[...]
Ήρθα για να σε πάρω της λέει εκείνος ο άγνωστος,
μα είναι τα μάτια μου μπλέ όπως ο ουρανός
κι όπως αυτός δεν βλέπουν.
[...]
Αυτά αλλά και διάφορα ακόμα παρόμοια κάθε βράδυ σχεδόν ολόκληρου του καλοκαιριού, γυρνώντας μέσω του ονείρου, όπως στην αρχή σας είπα, στην πατρίδα, στον τόπο που γεννήθηκα, αυτά θυμάμαι, πάλι τα βρίσκω και, ήσυχα ήσυχα στη συνέχεια κοιμάμαι στο κρεβάτι, το παιδικό μου κρεβάτι. Και το πρωί ξυπνώντας ξαναγυρίζω [...] στην Αθήνα. Μόνος και ξένος..."
Ξαναγυρίζει στην αρχή του:
*
"Πέτρο με λένε. Ιδιο το όνομα του αποστόλου.
Εκείνος είχε παιδιά δύο.
*
Όμως εγώ παιδιά δεν θα κάνω.
Γιατί; Δεν ξέρω γιατί!.."
*
Και η ζωή συνεχίζει το δρόμο της με φως και με σκοτάδι. Γιατί; Κανένας δεν ξέρει "γιατί".
*
Ελένη Χωρεάνθη
Παλαιό Φάληρο, 16 Ιουνίου 2025
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου