Η μεταλαβιά

 

 

Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία/ διήγημα
Η μεταλαβιά*
"...Όλοι ροχάλιζαν. Κανένας δεν κατάλαβε την άνοιξη που ανθοβόλησε στη χαμοκέλα. Κανείς δεν είδε την Ανάσταση που ευωδίαζε στο καλυβάκι. Όλοι ροχάλιζαν ως την αυγή, που βγήκε η έρμη, η φτωχή ν' απλώσει πάλι την ψυχή της στ' ακροκλώναρα της πασχαλιάς ν' αεριστεί, να μεταλάβουν φως τα σωθικά της..."
*
👉Το Πάσχα έπεφτε αργά εκείνη τη χρονιά, αρχές του Μάη. Η φύση όλη ευωδίαζε, μοσχοβολούσε Ανάσταση. Ανθοβολούσαν στα χωράφια τ' αγριολούλουδα, στα περιβόλια οι λεμονιές, οι νεραντζιές και οι πορτοκαλιές, στις ρεματιές οι κερασιές, οι γλάστρες στα μπαλκόνια και στους ανθόκηπους οι φορτωμένες πασχαλιές. Μεγαλοβδόμαδο ντυμένο στο Μεγάλο Πένθος των ανθών. Η Πασχαλιά που ερχόταν με τα μύρα της σκορπούσε απλόχερα τη λήθη στις καρδιές και την ελπίδα.
Τότε, μέσα στην τόση ομορφιά της φύσης, τής ήρθε βολικά κο εκείνης να γιορτάσει, να δει κι εκείνη άνοιξη, ανάσταση στα σωθικά της, μιας κι άλλο τίποτα δεν ήταν βολετό να αλλάξει τ' άθλιο ριζικό της. Ολοστρόγγυλα τριάντα χρόνια η έρμη χηρευάμενη και μαυροφορεμένη βολόδερνε με κάθε τρόπο να τα βγάλει πέρα, να θρέψει και να ντύσει τα ορφανά και να 'χει κι από πάνω την καταλαλιά του κόσμου. Ωστόσο, κανένα από τα τέσσερα παιδιά που της έδωσε ο Μεγαλοδύναμος δεν έφερε στον κόσμο αφότου έχασε τον άντρα της.
"Ο φτωχός κι η μοίρα του..." Αυτό μονάχα ήξερε να λέει.
*
Εκείνη τη χρονιά, ένιωσε τη μοσχοβολιά της πλάσης που αναγεννιόταν. Και μια σταγόνα δρόσου στάλαξε μέσα της.
-Θα πάω να μεταλάβω! Μονολόγησε. Κι έφτυσε τρεις φορές στον κόρφο της μη λάχει και τήνε ματιάσουν και το μετανιώσει.
Μέρα γελούμενη, απαλή, ξημέρωσε το Μέγα Σάββατο. Άνοιξε κι η Πανώρι; το καλύβι της και βγήκε ν' ανασάνει η ψυχή της. Απ' τα χαράματα σήκωσε και ξετείναξε τα παλιοσκούτια τους και τα σκεπάσματα, ασβέστωσε τη χαμοκέλα: τρία επί τρία η βάση κι ένα και μισό μέτρα το ύψος, χώμα κάτω, αστράκι, τσίγκος από πάνω η στέγη, αυτό όλο κι όλο το κονάκι της, μετάνιζες να μπεις και να βγεις από κει. Συγύρισε σαν όλες τις νοικοκυρές και τις καλές γειτόνισσες, τις παστρικιές, τις ακριμάτιστες, άπλωσε και τη μνήμη της ν' αεριστεί απάνω στα κλαδιά της πασχαλιάς που ευωδίαζε πλάι στου γείτονα τον κήπο με το δίπατο... Άνοιξε το μοναδικό έπιπλο, το παλιό φορτσέρι κι έβγαλε κι άπλωσε ν' αερίσει τα νυφιάτικά της...
"Τα κρίματά μου είναι πολλά. Μα θα τ' αμπόξω. Θα πάω να μεταλάβω", μονολόγησε. Έδωσε μια κλοτσιά στο γάτο που τυλίχτηκε στα πόδια της: "Άι καταδιαόλ' κι εσύ"! Χούγιαξε τις κότες της γειτονιάς που κακαρίζαν περιπαιχτικά θαρρείς, σταυροκοπήθηκε τρεις φορές και χώθηκε μες στο καλύβι άλλος άνθρωπος.[...]
Πώς της ήρθε να πάει να μεταλάβει ανήστευτη κι αξομολόγητη; Αν είχε νηστέψει... Τι άλλο να νήστευε; Όλη της η ζωή Μεγάλη Σαρακοστή ήταν. Όλο το χρόνο νήστευε η έρημη τη φτώχεια της και την ανέχεια. 'Έριξε μαύρη πέτρα' πίσω της κι έκαμε κρυφά στον κόρφο το σταυρό της.Έξω είχε πέσει το σκοτάδι. Είχε σκεπάσει κάθε ρύπο. Στην εκκλησιά έμενε ακόμα η ευωδία από τα επιτάφια μοιρασμένα άνθη λυτρωτική, γλυκιά, ολοκάθαρη...
*
Σήμαναν τα μεσάνυχτα καμπάνες αναστάσιμα, γιορταστικά. Πετάχτηκε αγουροξυπνημένο το χωριό. Ντύθηκε και στολίστηκε ο κόσμος, έβαλε ο καθένας τα καλά του, φόρεσε την καθαρή συνείδησή του και ξεχύθηκαν στους δρόμους.
Χαρδάκισε κι αηδόνισε και της Πανώριας η καρδιά, φτερούγισε πιο μέσα κι η ψυχή της. Πετάχτηκε ανάλαφρη από το στρώμα, φόρεσε ασιδέρωτα τ' αερισμένα της νυφιάτικα και βγήκε ήσυχα στη λαμπροφορεμένη νύχτα, που ευωδίαζε λυτρωτικά, να πάει στην εκκλησιά να μεταλάβει σώμα και αίμα του Χριστού...
"Δεύτε, λάβετε φωωωως εκ του ανεσπέρουουου φωωωωτός!"
Η στεντόρια φωνή του Ιερέα συντάραξε το εκκλησιαζόμενο πλήθος μέσα κι έξω από την εκκλησία. Φτερούγισε ξανά και της Φανάρας η καρδιά. Πρώτη φορά σάλεψε κάτι μέσα της γλυκό και τρυφερό. Χάιδεψε την ψυχή της ένα άγιο φως. Άπλωσε τρέμοντας το χέρι και πήρε φως ανέσπερο κι εκείνη με το λαμπροκέρι το λιγνό της:
"Άι σιχτίρ ούλοι σας, τι με κοιτάτε!" φασκέλωσε με μια κοφτή ματιά την αδέκαστη καταφρόνια που την κυνηγούσε ανελέητα ίσαμε εκεί μέσα στον ιερό ναό.
Και συμμαζώχτηκε σε μιαν ακρούλα, θέση δεν είχε πουθενά για κείνη. Δεν πήγαινε ποτέ στην εκκλησία. Με τόσα πλήθια μύρια κρίματα πού να χωρούσε! Μπορεί και που δεν είχε ποτέ άλλοτε θυμηθεί να βγάλει απ' το φορτσέρι εκείνα τα νυφιάτικα τα μουχλιασμένα, τ' άτυχα, τ' αχαϊρευτα. Περίμενε τρεμάμενη ως τα κατάβαθά της την ώρα, τη στιγμή να βγει ο ιερέας στην Ωραία Πύλη και να πει:
"Μετα φόβου Θεού..."
Α, πόσα χρόνια είχε να τ' ακούσει! Πώς περίμενε να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων...
Και ήρθε η αναμενόμενη στιγμή. Οι χριστιανοί, άλλος πολύ, άλλος λίγο, άλλος καθόλου, συναισθανόμενοι το πλήθος των πταισμάτων του ο καθένας, μπήκαν στην ουρά να κοινωνήσουν. Σε λίγο βγήκε στην Ωραία Πύλη ο ιερέας μεγαλοπρεπής, απαστράπτων μέσα στα ολόχρυσά του άμφια, βαστάζοντας τα Τίμια Δώρα, ωσάν το Μωυσή, όταν κατέβαινε από το θεοβάδιστο Σινά φέρνοντας τις πλάκες με τις Δέκα Εντολές, κι απευθυνόμενος στο ευλαβές εκκλησίασμα:
"Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπηης Προοοσέεεθλετε!" κραύγασε.
Η φωνή του ιερέα απάλυνε όταν άρχισε να κοινωνεί τους πιστούς. Και σε κάθε έναν πρόφερε σιγά:
"Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού…" και ο μεταλαμβάνων ψιθύριζε ευλαβώς το όνομά του.
Και σε κάθε ατομική περίπτωση ο ιερέας συμπλήρωνε:
"Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον..."
Ήρθε τελευταία και η σειρά της Πανώριας. Πλησίασε η έρμη τρέμοντας κι άπλωσε να πιάσει το άγιο ύφασμα, που μ' αυτό σπογγίζουν τα χείλη τους οι μεταλαμβάνοντες. Ο ιερέας εκείνη τη στιγμή ετοίμαζε το δικό της μεράδι από το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Κι ευθύς πρόφερε:
"Μεταλαμβάνει η δούλη του Θεού..." Και περίμενε να πει το όνομά της η πιστή δούλη.
"Αφού ξέρ’ς πώς μι λένε, παπά μ', τι μι ρωτάς;" μουρμούρισε.
Δεν πρόφτασε να πει παρακάτω. Ο ιερέας ανασήκωσε τα γυαλιά και σαν την αναγνώρισε, τράβηξε απότομα από τα χέρια της το άγιο πανί.
"Μα, παπά μ'..." έκαμε να πει κάτι, να δικαιολογηθεί, να δηλώσει ίσως μετάνοια εκειδά μπροστά σ' όλο τον καθαρό, τον αναμάρτητο κόσμο.
Δεν πρόφτασε. Ο ιερέας μάζεψε τα Άγια των Αγίων και σήκωσε ψηλά το Άγιο Δισκοπότηρο:
"Ορθοί οι μεταλαβόντες των Θείων, Αγίων και Αχράντων Μυστηρίων!" αντιφώνησε και μπήκε στο ιερό ικανοποιημένος που έπραξε το καθήκον του χωρίς καν να προσέξει τα νυφιάτικα της χριστιανής, τη λαχτάρα που τρέμιζε στα δειλά μάτια της, την Ανάσταση που χάραζε στο μέτωπό της εκείνη την ιερή νυχτιά.
Ο ιερέας, ο ευλογημένος, καλός άνθρωπος ήταν, τη βοηθούσε, λέγανε μετά, κρυφά. Μα έμεινε στη μιζέρια, στη χαμοκέλα, στο καλύβι... Έβλεπε μόνο κρίματα και μύριζε τη μπόχα. Μπορεί και να φοβόταν την κακογλωσσιά. Ποιος ξέρει. Ποιος μπορεί να ξέρει. Η θλιβερή παράσταση έκλεισε με τον επίλογο της αμαρτωλής.
"Άι σιχτίρ κι εσύ κι η μεταλαβιά σ' παπά! Κι εγώ θα ιδείς, ξέρω τι θα κάμω!" μουρμούρισε τρίζοντας τα τρία μοναδικά της δόντια.
Και βγήκε τρέχοντας και τρέμοντας από την εκκλησία. Φασκέλωσε τα νυφιάτικα που φορούσε, την εκκλησιά με όλους τους αγίους της, τον παπά και την Ανάστασή του και χάθηκε μέσα στη νύχτα τη θολή που την περίμενε απέξω.
*
Σαν πήγε στο καλύβι της, έβγαλε κι έθαψε στο φορτσέρι τ' άχαρα τα νυφιάτικα φασκελώνοντάς τα. Φόρεσε πάλι τα καθημερνά της μαύρα, τ' αλειτούργητα. Δίπλωσε, ξαναδίπλωσε τη μνήμη στην καρδιά της, την πασπάλισε με θλίψη, την απίθωσε κι εκείνη στο φορτσέρι και βγήκε ν' ανασάνει λίγο καθαρό αέρα. Μπήκε ξανά στη χαμοκέλλα. Άρπαξε το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί, απ' τους γειτόνους δώρο πασχαλιάτικο ήταν, γέμισε ένα κουτάλι, έριξε μέσα μια ψίχα απ' το δικό της το λαμπρόψωμο με τα κεντίδια, που είχε ζυμώσει με τα χέρια της αποβραδίς για την Ανάσταση και μετάλαβε! Ευφράνθηκε η ψυχή και η καρδιά της. Βγήκε πάλι μετά κι άδειασε το υπόλοιπο κρασί στη ρίζα της ανθισμένης πασχαλιάς του γείτονα, δικό του ήταν το κρασί, το Άγιο Ανάμα...
"Αι σιχτίρ κι ισύ, από κει πού 'ρθες!" μουρμούρισε οργισμένη.
Έπειτα στάθηκε ολόρθη με ισιωμένη ράχη και περίμενε. Και μόλις βρήκε την κατάλληλη στιγμή που γύριζαν ο καλός ο κόσμος, οι πιστοί, οι αναμάρτητοι στα σπίτια τους:
"Αμ τι νόμισες, παπά! Εγώ μεταλαβαίνω όπως ξέρω γώ, όχι όπως θέλ’ς εσύ! Άι σιχτίρ! Με κόλασες λαμπριάτικα!" φώναξε να την ακούσουν οι περαστικοί γείτονες.
Την άκουσαν και σταμάτησαν από περιέργεια.
"Κρασί κι ψουμί μιταλαβαίν’ αυτός, κρασί κι ψουμί μιτάλαβα κι γω!" Είπε και σφίχτηκε στον κόρφο της.
Όρμησε μετά μέσα στη χαμοκέλα.[...] Κλειδαμπαρώθηκε στη μνήμη και στο έλεος του καιρού με τη μεταλαβιά που δεν ευδόκησε να πάρει, να κρυφοκαίει στα σπλάχνα της, να ευωδιά, να ευφραίνει το ξερακιανό κορμί της.
Μετά έριξε ξύλα στη μικρή φωτιά και κάθισε εκειδά στο παραγώνι. Σταύρωσε τότε την ψυχή μέσα στα χέρια της κι απόμεινε αμίλητη και χολιασμένη να συμπάει τα ξύλα, να μη σβηστεί η φωτιά. Σκάλιζε ολονυχτίς την ανθρακιά, μετρώντας κι αναθεματίζοντας τις συμφορές, τη φτώχεια, την ανέχεια, την ορφάνια και την καταφρόνια που την έζωναν ολοζωής από παντού. Κι έχωνε μες στη χόβολη τις πίκρες της και τους καημούς, τα βάσανά της.
Και σαν κόντευε να φέξει, τα βλέφαρά της βάρυναν. Σίμωσε, σήκωσε τα σκεπάσματα και πλάγιασε κι εκείνη όπως όλο το χωριό τ' αγρυπνισμένο στην Ανάσταση, πού λούφαζε στην ξεγνοιασιά και στη υπόληψή του...
Όλοι ροχάλιζαν. Κανένας δεν κατάλαβε την άνοιξη που ανθοβόλησε στη χαμοκέλα της Πανώριας. Κανένας τους δεν είδε την Ανάσταση που ευωδίαζε στο καλυβάκι.
Όλοι ροχάλιζαν ως την αυγή, που βγήκε η έρμη, η φτωχή ν' απλώσει πάλι την ψυχή της στ' ακροκλώναρα της πασχαλιάς ν' αεριστεί, να μεταλάβουν φως τα σωθικά της.
*
* Απόσπασμα. Το διήγημά μου "Η μεταλαβιά", ανήκει στη συλλογή διηγημάτων μου "Ένα μοναχικό ποδήλατο στο Χάμερσμιθ". Εξώφυλλο: Το σχέδιο κολλάζ φιλοτέχνησε Μάριον Χωρεάνθη Εκδόσεις: Φιλιππότη, Αθήνα 2003.
*
Σημείωση: Στο ποίημα της συλλογής ποιημάτων μου "Φρουροί της νύχτας" και στο τραγούδι, ο τίτλος έγινε "Η αμαρτωλή".
Μουσική σύνθεση/ ερμηνεία Γιώργος Τάμογλου
*
*Αν θέλετε να ακούσετε και το τραγούδι, πατήστε εδώ:👇


Σχόλια