Ιστορία / γλώσσα /ποίηση






 

"Εν αρχή ην ο Λόγος" / το μέγα μυστήριο: Η Ποίηση
🟣Ποίηση, Γλώσσα και Ιστορία*🟣
Αν δεν έχεις μέσα σου ένα χάος πώς θα μπορούσες να
δημιουργήσεις ένα άστρο που να χορεύει; (R. M. Rilke)
👉Εν αρχή ην το Χάος. Σκοτεινό, δυσθεώρητο και ακαταμέτρητο. Από τη σκοτεινή μήτρα του Χάους, κατά τον Έλληνα ποιητή της κοσμογονίας, εξήλθαν όλα τα γεννήματα του σκοτεινού κενού που ο δημιουργός τους ονόμασε: Φως, Σκότος, Έρεβος, Έρωτα, Νύχτα, Ουρανό, Γη, Κύκλωπες, Εκατόγχειρες, Γίγαντες, θεούς... Και με τον τρόπο αυτό η φαντασία του έδωσε όνομα, υπόσταση στα φυσικά φαινόμενα, στα πράγματα, στους φόβους και στα διανοήματά του. Τα έφερε στο φως της ύπαρξης. Και δημιούργησε τον Κόσμο του.
Κατά την Παλαιά Διαθήκη ο Δημιουργός του κόσμου: Είπε και εγεννήθησαν τα πάντα. Και βλέποντάς τα όλα Καλά λίαν ευφράνθηκε η καρδιά του και έδωσε στο καθένα όνομα: "εκάλεσε...", τα φώναξε να εμφανιστούν! Προτού ακουστεί η φωνή της Ποιήσεως ο όμορφος κόσμος ήταν ανύπαρκτος και η γη αόρατος και ακατασκεύαστος.
Ο ευφάνταστος Ευαγγελιστής Ιωάννης, “ο μαθητής ον ηγάπα ο Ιησούς” και ποιητής της Αποκάλυψης δίνει τη δική του διάσταση και πνευματικό, θεολογικό, αν θέλουμε, περιεχόμενο στην παντοδυναμία του Λόγου:
👉 "...Εν αρχή ην ο λόγος/ και ο λόγος ην προς τον Θεόν/ και Θεός ην ο Λόγος/ Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν/ πάντα δι' αυτού εγένετο/ και χωρίς αυτού/ εγένετο ουδε εν ο γέγονεν/ εν αυτώ ζωή ην/ και η ζωή ην το φως των ανθρώπων/ και το φως εν τη σκοτία φαίνει/ και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν..." 👉
(Κατά Ιωάννην ευαγγέλιον, κεφάλαιον Α. 1 έως και 5).
Έτσι αρχίζει το Ευαγγέλιόν του Ιωάννης, ο μαθητής "ον ηγάπα ο Ιησούς", ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Ελληνική Γλώσσα.
Θεολογώντας, από τη σκοπιά του, προλέγει αυτό που υποστηρίζουν οι κατοπινοί του επιστήμονες γλωσσολόγοι. Ότι δηλαδή ο κόσμος υπάρχει από τότε που τα πράγματα, όντα και φαινόμενα, απόκτησαν όνομα, από τη στιγμή που ο αρθρωμένος, ο ένσαρκος λόγος τα ονόμασε.
Ο Λόγος είναι ο ποιητής σύμπαντος του Κόσμου. Είναι η ουσία του κόσμου, είναι η ποίηση. Και η ποίηση έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί τον κόσμο των ορατών αλλά και των αοράτων και ακαταλήπτων πραγμάτων του άνω βυθού. Να διερευνά τα σκοτεινά κατοικητήρια του Άδη, να επικοινωνεί και με τον κόσμο των φθιμένων. Ο ομηρικός ήρωας, "ος πολλά πλάγχθη..." ακολουθώντας τη μοίρα του στους ατέλειωτους δρομους της μυθικής του περιπέτειας σε θάλασσες και σε αφιλόξενες στεριές της ποιητικής γεωγραφίας του δημιουργού του, τιμωρούμενος "επεί Τροίης ιερόν πτολίεθρον έπερσεν", περιπλανιέται πάνω στην άγνωστη επιφάνεια του νερού, φτάνει από την μιαν ίσαμε την άλλη άκρη του κόσμου χωρίς ο ποιητής του να ενδιαφέρεται για την αντικειμενικότητα των γεωγραφικών δεδομένων. Στις περιπετειώδεις περιπλανήσεις του αντιμετωπίζει τέρατα και συμφορές, κατεβαίνει στον Άδη και περιτριγυρίζεται από τις σκιές του πλήθους των νεκρών φθιμένων, συναντάει τη μητέρα του και από το στόμα της πληροφορείται για τα συμβάντα και συμβαίνοντα στον οίκο του...
Ο ποιητής από το Χάος που υπάρχει μέσα του με τη δύναμη του λόγου οραματίζεται, σπονδυλώνει και στήνει τον ποιητικό του κόσμο όπου κι όπως θέλει, όπως τον βολεύει κι όπως επιθυμεί. Κινεί τους ήρωές του στο χώρο του υπέρλογου, αλλά και του παράλογου, ανεμπόδιστα, παίζει μαζί τους το γοητευτικό, όσο και ριψοκίνδυνο, παιγνίδι της φαντασίας. Τους φέρνει αντιμέτωπους με τη μοίρα τους, άλλοτε τους κατευθύνει κι άλλοτε τους αφήνει να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.
Ο αληθινός ποιητής, κι εδώ βρίσκεται το μυστικό της δυναμικής της τέχνης του, κι από όπου απορρέει το κατιτίς ιδιαίτερο ή καινούριο ή ιδωμένο και εκφρασμένο με έναν άλλο τρόπο, που "κομίζει εις την Τέχνην" από τη μεριά του, δεν φωτογραφίζει, δεν αναπαριστά τον κόσμο που είναι γύρω του, όπως ακριβώς είναι. Ο κόσμος είναι αυτός που είναι και όπως είναι. Ο ποιητής δεν αφηγείται τα γεγονότα όπως ακριβώς συνέβησαν ή συμβαίνουν, όπως κάνει ο ιστορικός επιστήμονας. Τον ποιητή δεν τον ενδιαφέρει η σειρά, η αλληλουχία. Ο ποιητής θεάται τα δρώμενα μέσα στην πολυπλοκότητά τους, γι' αυτόν τα πάντα δεν είναι μονοδιάστατα κι ας λέει πως "ο κόσμος είναι απλός". Είναι απλός στα μάτια του γιατί τον εξουσιάζει, κυριαρχεί πάνω του, μπορεί και κινείται μέσα σ' ένα χάος κι από εκεί μέσα εξάγει το απλό και δίνει τη δική του άποψη, μιαν άλλη διάσταση στα πράγματα και στα γεγονότα και μπορεί να δημιουργεί "ένα άστρο που να χορεύει":
Αν δεν έχεις μέσα σου ένα χάος
πώς θα μπορούσες να δημιουργήσεις
ένα άστρο που να χορεύει;
Ο λαός με το δικό του τρόπο δηλώνει την παντοδυναμία του λόγου: "Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει / και κόκαλα τσακίζει. Και με τον ιδιαίτερα απλό, παραστατικό, αποσταγμένο λόγο του, ορίζει τη δυναμική του Λόγου, αποδίδοντας αυτή τη δύναμη στο όργανο του σώματος, στη γλώσσα που μ' αυτό αρθρώνεται η ομιλία, ο νοηματισμένος λόγος.
Η Αντιγόνη στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή με μια άρνηση και μια κατάφαση, με δυο προτάσεις που η κάθε μια έχει τρεις λέξεις μόνο, με σύνολο έξι λέξεις, προβάλλει τη δική της αντίσταση στο κατεστημένο της ανδροκρατούμενης εποχής της:
Ου τοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν
και κατατροπώνει τον παντοδύναμο Κρέοντα. Μέσα από το χάος και τη σκοτεινότητα του αναπότρεπτου θανάτου που έρποντας θα ορμήσει για να της πάρει τη ζωή, αυτό το μοναδικό όπλο έχει για να υπερασπίσει το δικό της κόσμο υψώνοντας το ηθικό της παράστημα μπροστά στο βασίλειο της ύβρης, μπροστά στο κράτος της Εξουσίας και στη δύναμη του τυράννου: το Λόγο, τη φωνή της.
Ο Πλάτωνας σ' ένα θαυμάσιο ερωτικό επίγραμμά του, που αναφέρεται σε πολυαγαπημένο του πρόσωπο να πώς εκφράζει τον εσωτερικευμένο πλούτο των συναισθημάτων του:
Αστέρας εισαθροίς, αστήρ, εμός
είθε γενοίμην ουρανός
ώστε πολλοίς όμμασιν εις σε βλέπειν.
Που θα ερμήνευα:
Τ' αστέρια εσύ ερευνάς, αστέρι δικό μου,
Αχ, ας μπορούσα κι εγώ ουρανός να γινόμουν
για να σε κοιτάζω με πάρα πολλά μάτια...
Η ποίηση είναι κατεξοχήν εργοποιητική τέχνη. Ο ποιητής συνδυάζει το δικό του υποκειμενικό/συναισθηματικό κόσμο και τον εξωτερικό/ αντικειμενικό με τον κόσμο των συμβόλων και τον εκφράζει με τις λέξεις. Μας δίνει έτσι το αποτέλεσμα αυτού του συνδυασμού που δεν είναι άλλο από το ποίημα, από την ποιητική διάσταση του κόσμου και των πραγμάτων.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, (ή όποιος τέλος πάντων είναι ο ποιητής της Αποκάλυψης) αλλού ζωγραφεί με σύμβολα εξόχως ποιητικές εικόνες του δικού του εσωτερικευμένου κόσμου:
Και σημείον μέγα ώφθη εν τω ουρανώ,
γυνή περιβεβλημένη τον ήλιον
και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής.
Καί επί της κεφαλής αυτ’ης στέφανος αστέρων δώδεκα
και εν γαστρί έχουσα έκραξεν ωδίνουσα
και βασανιζομένη τεκείν...(Ιω. Απ., Ιβ' 1-3)
Με αυτούς τους υπερβατικούς στίχους ο Ευαγγελιστής μας εισάγει στην περιοχή του υπέρλογου, στο ποιητικό του "υποσυνείδητο" συνειδός, όπου λαμβάνει χώραν το μέγα μυστήριον της δημιουργίας και συντελείται το θαύμα: το ποίημα.
Εδώ η γυναίκα φοράει τον ήλιο στο κορμί της, λαμπερό ένδυμα, έχει τη σελήνη ως υποπόδιο των ποδιών της, και στο κεφάλι της φέρει στεφάνι από δώδεκα αστέρια. Είναι ετοιμόγεννη, ωδινάται, πονάει τόσο πολύ που ξεφωνίζει και βασανίζεται να γεννίσει, είναι δύστοκη...
Τα στοιχεία/σύμβολα που συνθέτουν την εικόνα: γυναίκα ετοιμόγεννη και δύστοκη, ήλιος, σελήνη, αστέρες, ουρανός, κραυγές πόνου, είναι πραγματικά, αλλά δεν είναι δυνατόν να συνυπάρξουν την ίδια στιγμή στον ίδιο χώρο και στον ίδιο χρόνο. Συνυπάρχουν, ωστόσο, στο ποιητικό γεγονός που συμβαίνει στη φαντασία του ποιητή και υπηρετούν υπερλόγως το γίγνεσθαι της ποιητικής εικόνας, η μαγεία της οποίας κορυφώνεται με την κυκλική διάταξη των δώδεκα αστέρων, αλλά και με την ακουστική εικόνα που δημιουργεί η μουσική καμπύλη των λέξεων, ο κυκλικός ρυθμός των στίχων. Όμως τα χαροποιά στοιχεία, ενώ ιλαρύνουν και φαιδρύνουν το τοπίο, υποχώρησαν αιφνιδίως, καθώς το κυρίαρχο στοιχείο της εικόνας, η απαστράπτουσα κυοφορούσα γυνή, "έκραξεν ωδίνουσα/ και βασανιζομένη τεκείν"!
Η χαρμοσύνη επισκιάστηκε από την οδυνηρή εικόνα και μετεβλήθη σε κατάσταση αγωνίας και αγωνιώδους αναμονής του τοκετού... Και δείχνει, θαρρώ, παραστατικότατα πόσο δύσκολα, πόσο επίπονα, πόσο οδυνηρά συμβαίνει το ποιητικό γεγονός, που είναι μια άλλου είδους γέννα...
Η αντίθεση και η εναλλαγή των εικόνων, οπτικών και ηχητικών, μαζί με το ρυθμό και την αρμονία, που επιτεύχθηκε με τη συγκεκριμένη διάταξη των λέξεων μέσα στους στίχους, έδωσαν με την υποβλητική μαγεία το θαυμάσιο ποιητικό/ αισθητικό αποτέλεσμα/γεγονός. Μια διαφορετική διάταξη των λέξεων μέσα στο στίχο, είναι αμφίβολο αν θα έδινε το ίδιο αισθητικό αποτέλεσμα. Έτσι: "καταντάει, το ύφος ενός κειμένου, το στυλ, να μην διαφέρει από το περιεχόμενό του"*. Ο ίδιος ποιητής της Αποκάλυψης αποκαλύπτει το μυστήριο της "ένσαρκης" λειτουργίας του της γλώσσας με τους παρακάτω καταπληκτικούς στίχους:
" ...Και εκει έστρεψα βλέπειν την φωνήν
ήτις ελάλει μέτ' εμού
...και η φωνή αυτού ως φωνή υδάτων πολλών..."(ό.π., Α"12, 15).
Γύρισε, λέει, να βλέπει τη φωνή, που μιλούσε μαζί του! Η φωνή του Θεού ήταν ορατή, ένσωμη, σαρκωμένη! Και η φωνή έμοιαζε με φωνή υδάτων πολλών! Τι εικόνα, Θεέ μου! Τι σύλληψη! Φωνή ένσαρκη και ύδατα πολλά ομιλούντα...
Τέτοια κατόρθωση μόνο η ποίηση με τη δύναμη και τη δυναμική της ζωντανής γλώσσας μπορεί να πραγματοποιήσει. Τόσο η ποίηση, όσο και η γλώσσα, άλλωστε, είναι γένους θηλυκού, τίκτουν! Ο λόγος σαρκώνεται την ποίηση, γίνεται ποιητής ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων, νοητών και ακαταλήπτων γεγονότων, πραγμάτων, σχημάτων, γεννιέται ποίημα, έργο, γράφεται ιστορία. Και η ιστορία είναι "ποίημα πεζόν", κατά την άποψη του Κοϊντιλιανού. Έχει συγγένεια με την ποίηση. Η ιστορία, όπως και η ποίηση, είναι ανθρωποκεντρική. Με τη διαφορά ότι η ποίηση είναι τέχνη, ενώ η ιστορία είναι επιστήμη.
Ο ποιητής περιγράφει τα συμβαίνοντα όπως υποπίπτουν στην αντίληψή του, ή όπως θα μπορούσαν να συμβούν, ή όπως θα επιθυμούσε να είχαν συμβεί. Αναπλάθει και αναπαράγει το παρελθόν σύμφωνα με την εσωτερική λογική ή σύμφωνα με την ηθική αναγκαιότητα και με τον τρόπο αυτό προσδίδει στη διήγησή του καθολικότητα. Έχει την ευχέρεια, δεν είναι προσκολλημένος σ' αυτό καθαυτό το συμβάν, να εισχωρεί στο γεγονός και να το διερευνά, να βλέπει σε βάθος τα συμβάντα και όχι σταματημένα σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Τα αντιμετωπίζει φιλοσοφικότερα, βλέπει πίσω από αυτά την αλήθεια που τα διαπερνά, που ενσωματώνεται τα πράγματα. Βλέπει το παρελθόν στις διαστρωματώσεις του φωτός του μέλλοντος ποιητικού χρόνου. Δεν είναι υποχρεωμένος να ερευνήσει τις αιτιώδεις σχέσεις και να αναζητήσει τις στρατηγικές, που εφαρμόστηκαν και οδήγησαν στην έκβαση ενός γεγονότος, δεν επιμένει στις λεπτομέρειες, στην ακριβή διατύπωση και στην αντικειμενική έκθεση των γεγονότων βάσει των νόμων της εμπειρίας.
Ο Τρωικός πόλεμος, για παράδειγμα, είναι ένα ιστορικό γεγονός που έλαβε χώρα μια συγκεκριμένη εποχή, σ' έναν συγκεκριμένο τόπο και για συγκεκριμένο σκοπό. Το ίδιο και όλοι οι πόλεμοι που έχουν καταγραφεί από την ιστορία. Όμως ο Όμηρος έδωσε τεράστιες διαστάσεις στο ίδιο το γεγονός. Θεώρησε και ερμήνευσε τα γεγονότα ανθρωποκεντρικά και σε σχέση με το παρελθόν και το μέλλον. Και τα εκόσμισε με τα αμάραντα άνθη της ποιήσεως. Όπως εποίησε και ο Θουκυδίδης τον ύμνο στη Δημοκρατία, συνθέτοντας τον "Περικλέους επιτάφιό" του, που αρχίζει ως νεκρολογία και δεν λέει τίποτα για τον πόλεμο και την ερήμωση της Ελλάδας, αυτά ήταν τελειωμένα, υμνεί το πολίτευμα που δίνει στα άτομα το δικαίωμα να είναι ελεύθερα, να ενεργούν ελεύθερα, να σκέπτονται ελεύθερα, να δημιουργούν ελεύθερα.
Ο ποιητής δεν υποτάσσεται σε νόμους μηχανικούς, λειτουργεί με αξίες, κατευθύνεται από τις πανανθρώπινες, αιώνιες αξίες και υποτάσσει τα πράγματα στην ψυχή και μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε τα πράγματα όπως θα ήταν καλύτερα να είναι. Δεν υποτάσσει την ψυχή στα πράγματα. Ο ποιητής είναι ελεύθερος να δημιουργήσει και μπορεί να συμπληρώνει τα κενά της μνήμης, να συνδυάζει το πραγματικό με το φανταστικό, να τροποποιεί τα όποια δεδομένα και να απομονώνει τα στοιχεία που θεωρεί σημαντικά και θέλει να προβάλει. Δεν στηρίζεται στην εμπειρία και δεν τον ενδιαφέρει η χρονική αλληλουχία των γεγονότων, αντίθετα, έχει την ευχέρεια να κινείται στον υπερβατικό χρόνο/χώρο και να χρησιμοποιεί το υπέρλογο στοιχείο, που ξεπερνά την εμπειρία και τη δύναμη, να αγγίζει και να δημιουργεί το θαύμα.
Τον ποιητή απασχολεί το ξεχωριστό άτομο, το πρόσωπο, ο ήρωας μιας ιστορίας, δεν τον ενδιαφέρουν τα ελατήρια, αλλά οι πράξεις των ηρώων. Τον τραγικό ποιητή στους "Πέρσες", για παράδειγμα, τον απασχολεί η υπέρβαση του μέτρου των ανθρωπίνων δυνατοτήτων, η "ύβρις", όποιου τολμά να αναμετρηθεί με τα στοιχεία της φύσης, να υπερβεί με τα έργα της μωρίας του τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία του σύμπαντος. Μετουσιώνει την ιστορική πραγματικότητα και την ανάγει σε υψηλή τέχνη, προσθέτει επεισόδια, ολοκληρώνει κατά το δοκούν την αφήγησή του, ακυρώνοντας ώς ένα βαθμό την εμπειρική πραγματικότητα, και πλησιάζει την αλήθεια. Φτάνει στην ουσία των γεγονότων. Δημιουργεί αληθινή και ουσιαστική τέχνη, απαλλαγμένη από κάθε συμβατικότητα και υπολογισμό, που δίνει χαρά, τέρψη, που είναι απόλαυση, ηδονή, και λειτουργεί ως καθαρτήρια τέχνη με τον "έλεο, το φόβο και τη μίμηση".
Ο υπόδουλος Ελληνισμός ζώντας τετρακόσια ολόκληρα χρόνια στη σκλαβιά, επιβίωσε ηθικά και διατήρησε την ιστορική του μνήμη με το να τραγουδάει αλληγορικά και να εξωτερικεύει με το τραγούδι τον πόνο, την πίκρα, την καταφρόνια, τους καημούς της δουλοσύνης, αλλά και την ελπίδα, τον πόθο, την αγάπη, τον έρωτα, και την ακλόνητη πίστη στην ηθική, την εθνική, τη θρησκευτική και την κοινωνική του αποκατάσταση, ξεγελώντας έτσι και τον εαυτό του και τον κατακτητή, όπως εύγωττα πιστοποιούν τα άσματα του ανώνυμου ποιητή/λαού:
Όλα τα λάφια βόσκουνε κι όλα δροσολογιούνται
μόν' μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τ' άλλα...
γιατί ύστερα από δώδεκα χρόνους στειρότητας απόκτησε λαφάκι, αλλά
δυστυχώς δεν πρόλαβε να το χαρεί και να το δει να μεγαλώνει, γιατί:
κι εκεί που βγήκ' ο βασιλιάς να λαφοκυνηγήσει
βρίσκει το λάφι πο 'βοσκε, ρίχνει ακ το σκοτώνει...
Και είναι φανερό πως ο ανώνυμος ποιητής στο "πρόσωπο" της λαφίνας υπαινίσσεται την σκλαβωμένη Ελλάδα και με το "λαφάκι" κάθε κίνημα επαναστατικό που ο "βασιλιάς λαφοκυνηγός", ο Σουλτάνος, έπνιγε στο αίμα.
Η λαϊκή μούσα θέλει τους Κολοκοτρωναίους να μην πατούν στη γη, πάνω από κάθε συμβατικότητα και σκοπιμότητα, ξεχωριστά, ανώτερα όντα, γι' αυτό:
Καβάλα παν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν' αντλιδωρο απ' του παπά το χέρι...
Ακόμα και μπροστά στον παπά, τον εκπρόσωπο του Θεού, και ενώπιον των αγίων, είναι υπερήφανοι, γενναίοι και αγέρωχοι, δεν κατεβαίνουν από τα άλογα, δεν χαμηλώνουν, είναι υπεράνω, "καβάλα προσκυνούν" και "καβάλα παίρν' αντίδωρο απ' του παπά το χέρι". Δε χωράνε συμβιβασμοί στο μυαλό του ανώνυμου ποιητή, και ισοπεδώσεις. Οι ήρωες δεν είναι τυχαίοι, καθημερινοί άνθρωποι. Είναι κάτι άλλο. Ο μύθος δίνει φτερά στους ήρωες, επενδύει σ' αυτούς υπερφυσικές ικανότητες και ιδιότητες, ο ποιητής/λαός τους ανυψώνει πάνω από το μπόι του κοινού ανθρώπου. Τους θέλει και προσκυνητές, ωστόσο, που τιμούν τα ιερά και τα όσια. Με το δικό τους τρόπο.
Σ' ένα από τα πιο παραστατικά κλέφτικο τραγούδι "Του Κίτσου η μάνα", ο λαϊκός ποιητής πήρε το ιστορικό γεγονός που είναι η καταδίκη του κλέφτη, κι από κει και πέρα η δημιουργική του φαντασία το πλούτισε με τα στοιχεία που αυτός ήθελε, για να του προσδώσει περισσότερη έμφαση και να το καταστήσει τραγικότερο μέσα στη συναισθηματική του φόρτιση με κεντρική ηρωίδα τη μάνα, που ωστόσο δε θρηνεί τα νιάτα και την ομορφιά του νέου ανθρώπου, αλλά που τον βλέπει ξαρμάτωτο. Κι αυτό γιατί δεν μπορεί και δε θέλει να παραδεχτεί πως ο γιος της θα πεθάνει όπως ένας κοινός θνητός. Χρησιμοποιεί ο ποιητής του όλον αυτό τον ποιητικό διάκοσμο για να δώσει στο έργο του καθολικότητα και να το καταστήσει διαχρονικό.
Το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, ένα αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, στη φαντασία του ανώνυμου ποιητή, δε μαυροφορέθηκαν μόνο οι γυναίκες και δεν τον θρήνησαν μόνο οι άνθρωποι, αλλά στο μεγάλο πένθος για το χαμό ενός σημαντικού ήρωα πένθησε και θρήνησε και μαυροφορέθηκε όλη η πλάση, με έναν ξεχωριστό τρόπο μάλιστα:
Το άκουσεν η μαύρη γη, τρεις χρόνους δε χορτιάζει,
το άκουσαν και τα βουνά και κείνα ραϊστήκαν,
το άκουσε κι ουρανός τρεις χρόνους δε χορτιάζει...
Με το μαρτυρικό θάνατο του Διάκου η δημοτική ποίηση είναι πέρα για πέρα ασυμβίβαστη, δίνει τη δική της άποψη, κάθε άλλο παρά συμβατική:
Το Διάκο τον εσούβλιζαν κι αυτός χαμογελούσε...
ειρωνικά, όπως δείχνουν οι παρακάτω στίχοι, ίσως για να ξορκίσει το κακό. Κι όχι μόνο χαμογελούσε περιγελώντας, περιπαίζοντας τον εχθρό και τον ίδιο το θάνατο, αλλά τον θέλει και να τραγουδάει και να λυπάται ή να απορεί που πεθαίνει την πιο όμορφη εποχή, όταν όλη η φύση ανθοβολάει ζωή και δημιουργία:
Για ιδές καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει
τώρα π' ανθίζουν τα κλαριά και βγάζ' η γης χορτάρι...
Λυπάται γιατί είναι άδικο που πεθαίνει τόσο νέος, όπως κι ο κλέφτης Κίτσος, γιατί η ζωή είναι "το μέγα καλό και πρώτο", όπως αναλογίζεται ο Διονύσιος Σολωμός.
Τον ποιητή τον ενδιαφέρει και τον προκαλεί ο ψυχισμός του ήρωα. Συμμετέχει, συλλειτουργεί, συμπάσχει και συμπορεύεται με τον ήρωα που τον θεωρεί ως αναπόσπαστο μέλος της φύσης ολόκληρης που κι εκείνη συμμερίζεται το μαρτύριο και τα πάθη, και συμμετέχει στο πένθος της ψυχής του ήρωα, ο οποίος εγκαταλείπει βίαια και τόσο πρόωρα το σώμα του για τα νιάτα, για τη ζωή που χάνονται, για την άνοιξη που μοσχοβολάει ολόγυρα, για τον ήρωα που πεθαίνει.
Στους "Ελεύθερους πολιορκημένους" του ο Σολωμός, την ώρα που το Μεσολόγγι αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να κρατηθεί στην έπαλξη, ενώ πεθαίνει από την πείνα, τις στερήσεις και τις αρρώστιες που θερίζουν τη ζωή μέσα στο αποκλεισμένο Μεσολόγγι, οραματίζεται μια άλλη εικόνα έξω από το "τειχί", δίνει μια άλλη διάσταση στο δράμα του πολιορκούμενου λαού, βλέπει με τα μάτια των ηρώων τη ζωή που συνεχίζει το δρόμο της, τη φύση που οργιάζει μέσα στην ερωτική της μέθη, τη ζωή στη φύση που σφύζει από ερωτική ανοιξιάτικη χαρά:
Ο Απρίλης με τον έρωτα χορεύουν και γελούνε...
Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη
κι η φύσις ήβρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα...
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι...
Έξω αναβρύζει κι η ζωή ΄σ γη, σ' ουρανό, σε κύμα...
με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει...
Κι όμως δεν παρασέρνονται από αυτή την ενδόμυχη λαχτάρα για ζωή και δεν παραδίνονται, αλλά προτιμούν να κρατηθούν ολόρθοι στην έπαλξη, κατακυρώνοντας την ηρωική τους πράξη με μια ρήση αθανασίας:
Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει.
Η φύση, το ίδιο κι ο ποιητής, αδιαφορεί ξορκίζοντας τον πόλεμο και εξακολουθεί να αγωνίζεται για την επιβίωση, την ανανέωση και τη διαιώνιση των ειδών, αντιμέτωπη στην καταστροφική μανία του πολέμου με τον ίδιο το θάνατο, που στη συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται δωρεά, συμβάλλει στη διαχρονικότητα του ποιητικού μορφώματος/γεγονότος.
Ο Καβάφης εμπνέεται από την εποχή της παρακμής των Αλεξανδρινών και των ελληνιστικών χρόνων και εκεί επενδύει τις ιδέες και τις ποιητικές του προσεγγίσεις. Ιδού πώς περιγράφει σκηνές από τον ιστορικό βίο των Πτολεμαίων:
Μαζεύτηκαν οι αλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα και τα μικρά του αδέρφια,
Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,
εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξη των στρατιωτών.
.................................................................
Κι οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κι ενθουσιάζονταν κι επευφημούσαν
.............................................................
μ' όλο που ήξεραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες...
Ο τελευταίος στίχος: Τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες... μας ξαναγυρίζει στην αφετηρία, για να διαπιστώσουμε πόση δυναμική έχει και πώς λειτουργεί η ποιητική γλώσσα. Ο ποιητής αφού δίνει το σκηνικό, εγνωσμένα σαφώς, αποκαλεί τις βασιλείες "κούφια λόγια", ευτελίζει έτσι με το μοναδικό του τρόπο το θεσμό αυτό, που διαιωνίζεται με παράτες για δημόσιο θέαμα, χρησιμοποιώντας ένα επίθετο, δυο ουσιαστικά, ένα βοηθητικό ρήμα και δυο αντωνυμίες! Επτά όλες κι όλες λέξεις. Μέσα δε από τη συμπεριφορά των ηρώων του στο ποίημα "Καισαρίων" δίνει το σαπρό κλίμα της εποχής πάλι των Πτολεμαίων:
Οι άφθονοι έπαινοι κι οι καλακίες
εις όλους μοιάζουν. Όλοι είναι λαμπροί,
ένδοξοι, κραταιοί, αγαθοεργοί
κάθ' επιχείρησίς των σοφωτάτη.
αν πεις για της γυναίκες της γενιάς, κι αυτές
οι Βερενίκες κι οι Κλεοπάτρες θαυμαστές...
Ο υψιπέτης Σικελιανός, ανεβαίνει στον Όλυμπο και συναντιέται και συλλειτουργεί με το μυθικό θεό κι από τις κορυφές του ποιητικού του Ολύμπου θεάται την Ελλάδα και με στίχους μεγαλοδύναμους αγκαλιάζει τον Ελληνισμό σύμπαντα. Υμνεί την Ελλάδα, τη θέλει ορθή, μεσούρανη και να κρατά της λευτεριάς τη δάδα. Τη βλέπει να προβάλει ενώπιόν του, εκθαμβωτική: ως γυνή περιβεβλημένη τον ήλιον". Εικόνα εξόχως βιβλική. Ο ποιητής έχει την αίσθηση πως βρίσκεται μαζί με τους θεούς, αλλά και με τους νεκρούς στον Άδη. Και με κείνους που μάχονται στο Αλβανικό Μέτωπο. Και με τους καταπιεσμένους της γερμανικής Κατοχής. Και είναι αυτός που θα σταθεί μπροστά στο σκήνωμα του Κωστή Παλαμά και θα εκφωνήσει το τρομερό εγερτήριο σάλπισμα:
Ηχήστε οι σάλπιγγες. Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα.
Βόγκα, παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές
της λευτεριάς, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
...........................................................
σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
Αψηφώντας τα κανόνια και τα πολυβόλα που ήταν στραμμένα κατά πάνω στον ταλαίπωρο λαό που είχε πλημμυρίσει τους αλαφιασμένους δρόμους της σιωπηλής Πρωτεύουσας, και τις χιλιάδες λαού που είχαν μαζευτεί για ν' αποχαιρετήσουν τον Εθνικό τους ποιητή που από κείνη τη στιγμή είχε γίνει σύμβολο, και βοήθησε τον Ελληνισμό να ξαναβρεί το δρόμο και τη δύναμη να διεκδικήσει ό, τι του ανήκει και πάντα του το αρπάζουν είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο.
Αργότερα θα συμπορευτεί με τους αντάρτες του βουνού και θα πει:
Η Ελλάδα σέρνει το χορό ψηλά με τους αντάρτες
κι είναι οι νεκροί στο ξάγναντο πρωτοπανηγυριώτες!
και θα φτάσει, θεωρώντας τη συγκαιρινή του πραγματικότητα μέσα από το φάσμα του φασισμού και της χιτλερικής φρίκης, στην πιο γενναία ποιητική κατόρθωση, στο "Πνευματικό εμβατήριο", το μεγαλόπνοο εγερτήριο σάλπισμά του, που καταλήγει αισχυλικά, διθυραμβικά σε εικόνες ιλαρές μεγαλείου και δόξας:
Ομπρός, αδέρφια, να σηκώσουμε τον ήλιο
πάνω από την Ελλάδα!
Βοηθάτε, αδέρφια, να σηκώσουμε τον ήλιο
πάνω από τον κόσμο!
να αποκατασταθεί η Ελλάδα, να λάμψει το μεγαλείο και η δόξα της στα μάτια του αποχαυνωμένου κόσμου, του αδιάφορου πολιτισμένου κόσμου, που ανέχεται τη βαρβαρότητα του κάθε κατακτητή ατόμου/ λαού...
Ο Ελύτης στα μεγάλα πατριωτικά του έργα: "Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας" που είναι ένα ελεγείο μοναδικό, όπως και στο " μεγαλειώδες "Άξιον εστί" του, κατακυρωμένες κορυφώσεις ποιητικές, τον απασχολεί αποκλειστικά σχεδόν ο ψυχισμός των ηρώων και οι αντιδράσεις τους πέρα και έξω από τον πόλεμο. Δεν περιγράφει μάχες, αλλά συμπεριφορές ηρώων και κάνει τις δικές του εκτιμήσεις και αποτιμήσεις, υμνώντας ουσιαστικά την ομορφιά και την αξία της ζωής με το δικό του χαρακτηριστικό και ιδιάζοντα τρόπο. Το ίδιο και ο Σεφέρης στα πιο ολοκληρωμένα και αντιπροσωπευτικά ποιητικά του δημιουργήματα. Αναφέρω ενδεικτικά τα: "Κύπρον ου με θέσπισεν", Οι γάτες του Άη Νικόλα" , "Ο βασιλιάς της Ασίνης", "Ελένη", όπου τον απασχολεί η μοίρα του Ελληνισμού στο σύνολό της. Χωρίς ωστόσο να αγγίζει τις λυρικές κατορθώσεις, ανυψώσεις, τις τρυφερές αναδιπλώσεις του Σολωμού, τα πετάγματα του Κάλβου, τις ολόφωτες εξάρσεις του Ελύτη και τη στιβαρότητα του ουρανοβάμονα, εκρηκτικού Σικελιανού.
Ο χαμηλότονος, γλυκύτατος, ο γήινος και μειλίχιος Νικηφόρος Βρεττάκος πλούτισε τη νεοελληνική μας ποίηση με τους τρυφερούς, πολύ ανθρώπινους, μελωδικούς του στίχους, έδωσε τη δική του διάσταση στο δράμα, ζώντας τη σκληρή μοίρα του Ελληνισμού, χωρίς να χάσει ούτε στιγμή από τα μάτια του τον άνθρωπο με τα βάσανά του, με την ομορφιά και τη ζωή που του αξίζει και δεν τον αφήνουν να τη χαρεί. Ανιχνεύει τον ιστορικό βίο του λαού του με τον ήπιο, χωρίς μεγαλόστομες εξάρσεις, αλλά απαλό ποιητικό του τρόπο. Στα 1940, ανάμεσα σε πολλά άλλα γράφει:
................................κι η Ελλάδα
τώρα, σαν ένα φεγγάρι από κιμωλία,
φέγγει αμυδρά, στης μνήμης το διάστημα.
και στη "Συνάντηση με τη θάλασσα" κάνει ένα σύντομο απολογισμό των ημερών και των έργων του μέσα στον ποιητικό του χρόνο και χώρο μια συμμαζεμένη στιγμή έτσι απλά, έτσι γλυκά, έτσι ήρεμα, στοργικά και τίμια, όπως ένας καλός και ευσυνείδητος, ακάματος δουλευτής:
Ό, τι μπόρεσα να διασώσω
-στον κόσμο που πήγα-
το διέσωσα, θάλασσα.
η Ψυχή μου ένα σμήνος
μυριάδων πουλιών
που τ' αλώνιζε η θύελλα.
Όσα διασώθηκαν
βρήκαν το δρόμο τους,
φτερούγισαν κι έμειναν
μέσα στις λέξεις.
Το σύνολο μπορεί να πει κανείς των μεγαλόπνοων συνθέσεων του πολυγραφότατου και πάντα ολόρθου στην έπαλξη, σε κάθε ιστορική στιγμή και περιπέτεια του Έθνους και του Λαού, του αμετακίνητου από τις ιδεολογικές θεωρήσεις και θέσεις, συνεπέστατου, παρά τις ατελείωτες δοκιμασίες και ταλαιπωρίες, του πιο σημαντικού, κατά την ταπεινή μου γνώμη, από τους σημαντικούς μη ζώντες ποιητές που κάλυψαν με την παρουσία τους τον εικοστό αιώνα, του Γιάννη Ρίτσου, έχει ως υπόβαθρο το μύθο και την ιστορία. Πίσω από τα αρχαία προσωπεία στα τραγικά πρόσωπα που τον απασχολούν, είδε τον κόσμο και τον Ελληνισμό στις τρεις διαστάσεις και ταύτισε εκείνα τα τραγικά προσωπεία με τα σύγχρονά του και σύγχρονά μας. Τα έβαλε μπροστά μας, ανάμεσά μας, ενδεδυμένα με τα δικά τους σαρακοφαγωμένα φορέματα, με το ένδυμα ενός κόσμου που ολοένα φθίνει, που ολοένα βουλιάζει στην άβυσσο της φθοράς και του βέβαιου θανάτου, ενός κόσμου καταδικασμένου που ελάχιστα διαφέρει από το δικό μας. Μπορεί και να μη διαφέρει καθόλου από τον κόσμο που πήρε το δρόμο προς τον εικοστό πρώτο διαστημικό αιώνα...
Στον ασυναγώνιστο "Επιτάφιο" θρήνο του, ένα από τα θαυμασιότερα και αρτιότερα μέλη του ποιητικού κατορθωμένου έργου του, ο ποιητής μοιρολογάει για λογαριασμό της χαροκαμένης μάνας με άψογους μουσικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους, που όμοιούς τους μόνο στο Δημοτικό τραγούδι και στο Σολωμό συναντάμε:
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου!
Βασίλεψες, αγόρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση...
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο το φέγγος του έχει χάσει...
Να ‘χα τ' αθάνατο νερό, ψυχή καινούρια να ‘χα
να σούδινα, να ξύπναγες για μια στιγμή μονάχα...
Ο ποιητής θεάται μιαν άλλη, εσωτερική πραγματικότητα, εστιάζει την προσοχή του και τη συγκίνηση που τον δονεί στον άνθρωπο, μάνα και στον ψυχικό της πόνο. Βλέπει καταστάσεις και ζωγραφεί ψυχικά τοπία που για τον ιστορικό είναι άγνωστα, αδιάφορα, προφανώς, και απρόσιτα.
Η ποίηση είναι η βαθύτερη ουσία του ιστορικού, θρησκευτικού, κοινωνικού και πολιτισμικού γίγνεσθαι, αντίδοτο στην καταστροφική μανία του πανδαμάτορα χρόνου. Συμπληρώνει τα κενά της ιστορικής μνήμης, εμπλουτίζει, επεκτείνει και εξυψώνει, φωτίζει και εξανθρωπίζει, συντηρεί και διαφυλάττει την ιστορική πραγματικότητα. Είναι το άνθος του έντεχνου λόγου, η κορυφαία ανάσα στις Καλές Τέχνες, η κορωνίδα στην πυραμίδα των γραπτών μνημείων. Η δε γλώσσα, ο λόγος, οι λέξεις,
είναι το μέσο, οι ψηφίδες που αρθρώνονται και λειτουργούν τα νοήματα, τα προϊόντα της διανοίας και οι συλλήψεις των αισθήσεων και στελεχώνεται ο νοηματισμένος λόγος και μας γνωρίζει, μας μαθαίνει τον κόσμο των ορατών και των αοράτων πραγμάτων...
Εν αρχή ην ο λόγος...
Εν αρχή ην το μέγα μυστήριον, η ποίηση!
*
Κείμενο ομιλίας μου (καταλλήλως διαμορωμένο για δημοσίευση), το οποίο διαβάστηκε στο "Σεμινάριο για τη Γλώσσα", που έγινε στη Ναύπακτο το 19....
............................................
Σημείωση: Είχα υπόψη μου, εκτός από τα πρωτότυπα έργα:
Α. ΒΙΒΛΙΑ/δοκίμια
Αριστοτέλους "Περί ποιητικής", μετ. Σίμου Μενάνδρου, Ερμής....
Ανωνύμου "Περί ύψους", μετ. Κ. Χωρεάνθης, Ευθύνη, τ. 56, 1991.
Δημητρίου "Περί ερμηνείας", μετ. Κ. Χωρεάνθης, Πατάκης 1999.
Μανόλης Ανδρόνικος, "Ιστορία και ποίηση", Ερμής, Αθήνα 1982.
Μανόλης Ανδρόνικος : Κείμενα για την τέχνη, Εταιρεία Ελλήνων τεχνοκριτικών AICA HELLAS 2001.
Β. Κριτικές/ άρθρα σε περιοδικά
Κώστα Χωρεάνθη, 1."Τα τραγικά προσωπεία ενός ποιητή" Διαβάζω, τ. 205.
2. "Η σιωπή του Κάλβου", Διαβάζω, τ. 140.
3. "Ο καθωσπρεπισμός της ποίησης", Διαβάζω, τ. 157.
4. "Η ένταση της Σολωμικής αγρύπνιας", Διασβάζω, τ. 213.
5. "Η λεπτουργική πληρότητα της πινδαρικής ποίησης", τ. 294.
6. Ρίτσας Φράγκου- Κικίλια, Άγγελου Σικελιανού "Ιερουσαλήμ, 'Ανέκδοτο ημερολόγιο'", Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 2001.

Σχόλια