7 ΝΕΑ ΨΗΦΙΑΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ


 

 

 

 

Ελένη Χωρεάνθη, 1. 1. 2025, Παλαιό Φάληρο
👉Απόχαιρετώντας τον παλιό χρόνο👈
καλωσορίζω τον καινούριο χρόνο 2025 με την ευχή να είναι:
         Ευτυχισμένος ο καινούριος Χρόνος
και τον υποδέχομαι με // 7 ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ μου// σε ψηφιακή μορφή και πρώτη δημοσίευση (6 πεζογραφία,1 ποίηση) τα οποία διατίθενται δωρεάν από τον //ιστότοπο Archive.org //. Ένα απόσπασμα από το ΝΕΟ μου μυθιστόρημα: ΓΙΑ ΕΝΑ ΧΑΛΚΙΝΟ ΝΟΜΙΣΜΑ
                                                      Ένα χάλκινο νόμισμα
👉"...Στην αρχή δεν τους έδωσε σημασία. Μάλλον προσποιήθηκε τον αδιάφορο για να δημιουργηθεί το ανάλογο ανακριτικό κλίμα. Έτσι κάνουν οι έξυπνοι αστυνομικοί όταν θέλουν να οδηγήσουν τα πράγματα εκεί που είναι αναγκαίο. Τους έδειξε μόνο τον καναπέ απέναντί του να καθίσουν τείνοντας τον δείκτη του δεξιού του χεριού. Με το αριστερό, καθότι αριστερόχειρας, έκανε πως κάτι έψαχνε ξεφυλλίζοντας αδέξια ένα μεγάλο βιβλίο που είχε μπροστά του.
«Πώς φτάσατε ως εκεί;» έκανε μουρμουρητά σαν να μονολογούσε. «Πώς σας πήγε στο νου; Εκεί δεν πατάει άνθρωπος! Πού να φανταστεί κανείς πως εκεί μπορούσε να συμβαίνουν τέτοια πράγματα! Ποιος σας έβαλε στο μυαλό αυτή την ιδέα, ήθελα να ήξερα…», συνέχιζε το μουρμουρητό κάτω από τα μουστάκια του. Κι άξαφνα, στρεφόμενος στα παιδιά: «Τι γυρεύετε εσείς εδώ, ποιος σας κάλεσε;» ρώτησε ο κύριος διοικητής του Χ΄ αστυνομικού τμήματος της επαρχιακής πόλης.
Έσκυψε πάλι τάχα αδιάφορα πάνω στα χαρτιά του κι έκανε πως κάτι έψαχνε.
«Εμάς ρωτάτε, κύριε…Διοικητά;» ρώτησε ο Αντώνης ο Τίγρης.
«Ναι, βέβαια! Δεν έχω άλλον μπροστά μου!»
«Ειδικότητά μας, κύριε Διοικητά!»
👉 «Τι θα πει αυτό; Ειδικότητά μας! Δηλαδή τι σημαίνει ‘ειδικότητά σας’;» ρώτησε πάλι προσποιούμενος τον αυστηρό ο αστυνομικός, ενώ με δυσκολία προσπαθούσε να μην γελάσει.
«Δηλαδή…», έκανε να μιλήσει ο Αλέκος ο Γάτος.
«Σώπα συ, ένας μιλάει», του έδωσε μια γερή αγκωνιά στο στομάχι ο Τίγρης και πήρε πάλι τον λόγο. «Να, είμαστε μια ομάδα που φροντίζει το περιβάλλον, κύριε. Πώς το λένε… να δεις... Είμαστε οικολόγοι και φροντίζομε το περιβάλλον. Να, αυτό σημαίνει ειδικότητά μας!» απάντησε θαρρετά.
👉 «Και τι κάνετε; Εσείς, πέντε νιάνιαρα φροντίζετε το περιβάλλον! Μπας και διαβάσατε κανένα βιβλίο κι ήρθατε εδώ και θέλετε να πιστέψω το παραμύθι σας;»
«Μας προσβάλλετε, κύριε Διοικητά μας! Εμείς ‘νιάνιαρα;’»
Πετάχτηκαν και τα πέντε παιδιά σαν κουρδισμένα. Όρθωσαν το ανάστημά τους.
«Καθίστε κάτω! Εδώ είναι Αστυνομία…Είπα: καθίστε!» πρόσταξε.
«Παραμύθι; Παραμύθι το λέτε αυτό;» έφριξαν τα παιδιά.
👉 «Καθίστε κάτω, είπα!» επανέλαβε με πιο αυστηρό ύφος ο κύριος Τούντουρας.
«Καθόμαστε, κύριε διοικητά!» είπαν όλα μαζί τα παιδιά σαν σπασμένη συγχορδία και προσγειώθηκαν στον καναπέ. «Εμείς παίξαμε κορώνα γράμματα το κεφάλι μας, κύριε, κι εσείς…», πήγε να πει ο Τίγρης, αλλά δεν πρόφτασε.
Τον σταμάτησε ο κύριος διοικητής.
👉«Ήθελα να ΄ξερα ποιος σας έβαλε στο κεφάλι αυτή την ιδέα…» μουρμούρισε κάτω από τα μουστάκια του ο κύριος Τούντουρας λες και δεν ήξερε. «Ποιος σας έστειλε εκεί πέρα στο στόμα του λύκου;» πρόσθεσε χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του.
«Ο…ο όξω από δω…», είπε μια ψιλή, κοριτσίστικη φωνή.
👉 «Ποιος ‘οξω από δω;’», έκανε πως αγρίεψε ο κύριος Τούντουρας, ο Διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Ροδόκλειας και εκτινάχτηκε πάνω σαν ελατήριο, «εδώ είναι Αστυνομία. Δεν παίζουμε».
«Να, καλέ θείε, ήθελα να πω, εκείνος ο …, εκεί έξω είναι, ο θείος Αβαίος», το ξεστόμισε με δυσκολία η Όλγα, έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
👉Ο κύριος Τούντουρας μετακίνησε τα μυωπικά γυαλιά του προς την άκρη της μύτης κι έριξε το βλέμμα του έξω από το τζάμι του παραθύρου. Ύστερα από ελάχιστα δευτερόλεπτα σιωπής, μια σύσπαση των χειλιών του άφησε να ξεμυτίσει από τα πυκνά μουστάκια του ένα γελάκι στις άκρες τους.
«Τι σας έκανε να πάτε με βάρκα εκεί;», ρώτησε αλλάζοντας εντελώς ύφος και τόνο στη φωνή του.
👉 Τα παιδιά είδαν έναν άλλο άνθρωπο, χαμογελαστό, με το καλό του πρόσωπο, το ανθρώπινο, όπως τον ήξεραν πριν βρεθούν στο γραφείο του. Έξω στην αγορά με τον κόσμο ο κύριος Τούντουρας ήταν όπως ένας απλός, συνηθισμένος, καλοπροαίρετος καθημερινός άνθρωπος που κάνει καλά και τίμια τη δουλειά του. Πήραν θάρρος.
«Η περιέργεια, κύριε, να δούμε τους φίδους», είπε ο Τίγρης.
«Και να ξεδιαλύνουμε το μυστήριο», πρόσθεσε θαρρετά ο Γάτος.
👉«Ποιους φίδους; Ποιο μυστήριο να ξεδιαλύνετε; Τι μου λέτε τώρα; Βρε παιδιά, στον Τούντουρα μιλάτε. Ποιος σας έβαλε στο μυαλό τέτοιες ιδέες; Είναι επικίνδυνα πράγματα αυτά». Είπε σαν να μονολογούσε.
👉«Θα σας εξηγήσω εγώ, κύριε», είπε θαρρετά υψώνοντας το δάκτυλό του ο Πατάτας που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε ανοίξει το στόμα του. «Ο όξω από δω! Ο κύριος που ξέρετε, ο φίλος σας, με τις ιστορίες για αγρίους που μας λέει. Εκείνος που είναι έξω θα σας εξηγήσει!», συμπλήρωσε και κάθισε στον καναπέ σαν κάθε νομοταγή πολίτη της Ροδόκλειας.
👉 «Καααλώς!», έκανε ο κύριος Τούντουρας. «Και τι ανακαλύψατε, λοιπόν; Είδατε κανένα θηρίο εκεί;» ρώτησε μαλακά.
👉«Δεν έχετε παρά να δείτε, να το διαπιστώσετε! Με τα ίδια σας τα μάτια. Εμείς διακινδυνέψαμε τη ζωή μας κύριε! Κι εσείς αμφισβητείτε το κύρος της ομάδας μας; Απαράδεκτο!» ‘διέρρηξε τα ιμάτιά του’, το τρικό θαλασσί μπλουζάκι του δηλαδή, φανερά πειραγμένος ο Γάτος. Και γυρίζοντας στον Αντώνη τον Τίγρη: «Δείξε το ‘έπαθλο’ στον κύριο Διοικητά!», πρόσταξε.
👉Αυτή τη φορά ο Τίγρης δεν τον σκούντηξε. Σηκώθηκαν από τον καναπέ όλα τα παιδιά. Ο Τίγρης τους έσπρωξε ελαφρά με τα χέρια του προς τα πίσω, προχώρησε, πλησίασε το γραφείο του κυρίου Διοικητή και άδειασε πάνω όλο το αμμοχάλικο από τη μια τσέπη του παντελονιού του που είχε κουβαλήσει από το νησί, το «έπαθλο» του εγχειρήματος.
👉Το αμμοχάλικο σκορπίστηκε σε όλη την επιφάνεια του γραφείου μπροστά στον κύριο Διοικητή και τον άφησε άναυδο.
«Ορίστε, κύριε Διοικητά. Αυτό το πράγμα που γυαλίζει δεν είναι από εκείνα τα χρυσά, τα ασημένια γουρουνάκια που λένε πως…;» είπε.
Και πίσω πατώντας, πήγε και στάθηκε σιμά στην Ομάδα Δράσης.
«Εσύ, μιλιά, δεν έχεις τίποτα πάνω σου», είπε στο αφτί του Γάτου.
👉Ο κύριος Τούντουρας δεν πίστευε στα μάτια του. Ίσαμε εκείνη τη στιγμή νόμιζε πως τα παιδιά μιμούνταν τα έργα που βλέπουν στην τηλεόραση, πως παρασέρνονται κι από τα παραμύθια του Αβαίου και πλάθουν φανταστικές ιστορίες. Σοβαρεύτηκε, σήκωσε λίγο παραπάνω το μανικέτι του υπηρεσιακού πουκαμίσου του και με τον δείχτη του αριστερού του χεριού παραμέρισε το χώμα και τα χαλίκια, έπιασε το στρογγυλό αντικείμενο με τα δυο του δάχτυλα, τον δείχτη και τον αντίχειρα, το σήκωσε ψηλά κόντρα στο φως και αφού το περιεργάστηκε μερικά δευτερόλεπτα κι από τις δυο όψεις, το άφησε πάνω σ’ έναν μεγάλο χαρτοφύλακα. Με μια άλλη κίνηση πάτησε ένα κουμπί.
«Χωροφύλαξ υπηρεσίας!» είπε μόνο και ξαναπάτησε το κουμπί.
👉Εκείνο έκλεισε χωρίς να δώσει απάντηση. Ο κύριος Τούντουρας πήρε ξανά με τα δυο του δάχτυλα το στρογγυλό αντικείμενο και συνέχισε να το περιεργάζεται προσεχτικά από όλες τις μεριές.
👉«Μοιάζει με χάλκινο νόμισμα», μουρμούρισε κι έριξε μια διφορούμενη ματιά στα παιδιά που περίμεναν με αγωνία την απάντησή του. Η αγωνία τους μεγάλωνε όσο εκείνος κρατούσε μια αινιγματική στάση απέναντί τους.
👉Έπιασε ξανά το χάλκινο νόμισμα με τα δυο του δάχτυλα, ξερόβηξε, το τίναξε νευρικά και το άφησε πάλι πάνω στον ίδιο χαρτοφύλακα. Σήκωσε το φλιτζάνι, τράβηξε μια ρουφηξιά από τον βαρύ γλυκό ελληνικό του κι άλλη μια από την πίπα του, άφησε κι έναν αναστεναγμό αμηχανίας. Από ένα συρτάρι του γραφείου του έβγαλε ένα μεγεθυντικό φακό κι εξέταζε το χάλκινο αντικείμενο πολύ προσεκτικά. Κι εντελώς αναπάντεχα, έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης τρίβοντας συγχρόνως τα χέρια του.
👉«Λες να μου έπεσε σαν το «μάννα» από τον ουρανό η ευκαιρία που περίμενα;» αναρωτήθηκε σιγά. «Είναι παλιό νόμισμα. Κοίτα οι μπόμπιρες τι ανακάλυψαν…Φτου μας! Ορίστε κατάσταση! Ορίστε κατάντημα! Μας έβαλαν τα γυαλιά οι πιτσιρικάδες. Τι κάνουμε εμείς; Ορίστε, αρχαιοκάπηλοι κάτω από τη μύτη μας… Λες να λύσω και το δικό μου πρόβλημα; Αν όντως πρόκειται για…», μουρμούρισε.
👉Αλλά δεν συνέχισε, να μιλάει με τον εαυτό του. Σκέφτηκε λίγο, χαμογέλασε πονηρά. και πάτησε ξανά εκείνο το κουμπί που εκτελούσε τις εντολές του.
«Χωρ/ λαξ υπηρεσί…» έκανε πως τσιρίζει προφέροντας μισές τις λέξεις και χτυπώντας το πόδι στο σανιδένιο πάτωμα.
👉Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, ένας υφιστάμενός του φάνηκε στην πόρτα, όχι ένας, μία αστυνομικός, ντυμένη όπως και οι άντρες της αστυνομίας, και με πολύ σοβαρό, υποτακτικό ύφος είπε:
«Στις διαταγές σας, κύριε Διοικητά μου!»
👉«Πανωραία, παιδί μου», άρχισε τρυφερά κι αμέσως διόρθωσε το ύφος του, φόρεσε το υπηρεσιακό του πρόσωπο: «Αρχιφύλαξ Πιτσιμίτση…»,
«Μμμ μάλιστα, κύριε Διοικητά!»
👉«Το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό. Τα παλικάρια από δω», είπε κραδαίνοντας το χάλκινο νόμισμα, «έπιασαν μεγάλο ψάρι. Πήγαινε τώρα να τακτοποιήσεις το ζήτημα, εννοείς, τι εννοώ;»
«Μμμμάλιστα, Διοικητά μου, εννοώ και κατανοώ!»
👉 «Πήγαινε, κι έλα αμέσως πάλι να περιποιηθείς τους λεβέντες μου», συμπλήρωσε και της έδειξε την πόρτα. «Να δούμε πώς θα τα βγάλουμε πέρα με τους «ήρωες του…Δεκαπενταύγουστου…», ψέλλισε αγκαλιάζοντας τα παιδιά με διφορούμενο βλέμμα.
👉Η Αρχιφύλαξ Πανωραία Πιτσιμίτση βγήκε πισωπατώντας με μια υποτυπώδη υπόκλιση στον προϊστάμενό της κι άφησε μισάνοιχτη την πόρτα του γραφείου.
«Μιλάει σοβαρά; Τι θα μας κάνει εμάς;» ρώτησε η Όλγα ψιθυριστά τον Αλέκο. «Έχει γούστο να μας κλείσουν μέσα… Αυτό σημαίνει στη γλώσσα των αστυνομικών εκείνο που είπε», συμπλήρωσε μουδιασμένα το κορίτσι.
«Όχι, καλέ! Περίμενε», τη σκούντησε ελαφρά με τον αγκώνα ο Αλέκος, ο Γάτος, «σοβαρά μιλάει, δεν εννοεί εμάς, όμως. Κάτι άλλο, πολύ σοβαρό τρέχει εκεί πέρα…»
👉 Η αστυνομικός, η ωραία Πανωραία, ξαναγύρισε, πήγε σιμά στο γραφείο του κυρίου Τούντουρα, αντάλλαξαν μερικά συνθηματικά νοήματα, κάτι της ψιθύρισε κρυφά στο αφτί εκείνος κι αμέσως εκείνη έστριψε να φύγει ρίχνοντας μια ματιά δυσπιστίας στους πέντε συνομιλητές του κυρίου διοικητή, έκανε μια περίεργη γκριμάτσα.
👉 «Μμμμάλιστα! Έγινε! Όπως διατάξατε, κύριε Διοικητά μου! Είπε με κάποια εύλογη ειρωνεία.
Υποκλίθηκε υποτακτικά, έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών δεξιά προς την πόρτα και βγήκε κλείνοντάς την σιγά χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω της.
👉 «Εγώ, αυτή την ωραία κυρία όταν μεγαλώσω θα την παντρευτώ», είπε στο αυτί του Τίγρη ο Γάτος.
«Πάψε, μη λες ανοησίες. Τότε αυτή θα είναι γριά εκατόν πενήντα χρονών και βάλε…», ψέλλισε μες από τα δόντια του ο Τίγρης κρατώντας με δυσκολία τα γέλια.
👉 «Σσσσσς! Ήρθαμε για δουλειά εδώ. Σωπάστε, θα μας διώξει», τους είπε τρίβοντας τα χέρια της η Σοφία, ως υπεύθυνη για την οργάνωση και πειθαρχία της Ομάδας Δράσης.
👉 Ο κύριος Διοικητής, ωστόσο, είχε δυνατές κεραίες λήψης στα αυτιά του, μέρος της δουλειάς του ήταν, έπιασε τι έλεγαν μεταξύ τους, γέλασε κάτω από τα μουστάκια του και όχι μόνο δεν τους μάλωσε, αλλά το χαμόγελό του έκανε μια πορεία ίσαμε τα παιδιά και τους έκανε νόημα να καθίσουν. Με το μπες και βγες της ωραίας Πανωραίας, είχαν σηκωθεί κι εκείνα και περίμεναν. Δεν κατάλαβαν ότι σ’ εκείνα είπε να καθίσουν. Στο Αστυνομικό Τμήμα βρίσκονταν, όσο να ‘ναι ήταν λιγάκι συνεσταλμένα.
👉 Ο κύριος Τούντουρας, σοβαρός, άνοιξε πάλι το μεγάλο βιβλίο που είχε πάνω στο γραφείο μπροστά του και το είχε κλείσει όταν μπήκε η αστυνομικός. Το ξεφύλλιζε σαν να έψαχνε να βρει κάτι κάνοντας δυσανάγνωστους μορφασμούς σιγοψάλλοντας:
«Τιριρί, τιριρί, τιριρέμ…, τιριρέμ…ρεμμμ!.» Κι άξαφνα; «Εσείς γιατί είστε όρθιοι;» έκανε αυστηρά δήθεν, «καθίστε κάτω!»
👉 Τα παιδιά αλληλοκοιτάχτηκαν. Πετάχτηκαν πάνω. Ο κύριος Τούντουρας, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από τα χαρτιά, παίζοντας με τα δάκτυλά του τύμπανο πάνω στο τραπέζι,
«Καθίστε, είπα!» πρόσταξε.
«Καθόμαστε, κύριε…», απάντησαν μονοκοπανιά εκείνα και προσγειώθηκαν στον καναπέ.
👉Έπεσε βαθιά σιγή. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν μιλούσε κανείς, «δεν κουνιόταν φύλλο. Που λέει ο λόγος. Πού να κουνιόταν φύλλο, αφού δεν υπήρχε χλωρασιά εκεί μέσα; Εκτός, βέβαια, από τα πράσινα μάτια του κυρίου Διοικητή..."👈
(Απόσπασμα)
Τα βιβλία κατεβαίνουν από εδώ:
Σημείωση:
Κυκλοφορουν //ΔΩΡΕΑΝ// σε Ψηφιακή επεξεργασία, γραφιστική επιμέλεια όλων και εξώφυλλα: Μάριον Χωρεάνθη
*
Παλαιό Φάληρο. 31 Δεκεμβρίου 2024.
ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

 

Σχόλια