Περιοδεύων θίασος

 



Ελένη Χωρεάνθη: ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ / ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΠΕΡΙΟΔΕΥΩΝ ΘΙΑΣΟΣ*
👉Τρεις ευχάριστες-και μία όχι και τόσο- καλοκαιρινές ιστορίες👈
Γραφιστική επιμέλεια έκδοσης: Μάριον Χωρεάνθη
Κυκλοφορεί δωρεάν σε ψηφιακή μορφή👇
Α
Ελεύθερος και ωραίος
*
👉Οι διακοπές ήταν το απωθημένο μου. Από τα δεκαπέντε τους, οι περισσότεροι συμμαθητές μου καυχιόνταν πως πήγαιναν διακοπές με φίλους. Μερικοί μάλιστα έλεγαν πως τους επέτρεπαν οι γονείς τους να πάνε μόνοι τους. Για μένα, δεν υπήρχε περίπτωση να μου κάνουν τέτοιο χατίρι. Δεν τολμούσα καν να το αναφέρω.
👉Ανήκω σε παραδοσιακή ελληνική οικογένεια που λειτουργεί με αυστηρούς κανόνες, με «πρέπει» και «δεν πρέπει». Κι εγώ, από τότε που κατάφερα να ξεπορτίσω και να απαλλαγώ από τη βασανιστική κηδεμονία της μητέρας μου, ο μόνος τρόπος να πηγαίνω «διακοπές» ήταν τα σόγια, οι συγγενείς μας «πρώτου βαθμού». Αποκλειστικοί προορισμοί, η Κως, στο σόι της μητέρας και η Αίγινα, στην αδερφή του πατέρα μου.
👉Τώρα, καθώς θυμάμαι τα πρόσωπα και κρίνω τα πράγματα από απόσταση, διαπιστώνω πόσο έχει αλλάξει ο χαρακτήρας μου και η ζωή μου από τότε και πώς είχα βιώσει την εφηβική μου ηλικία. Κυρίως, εκείνο το πρώτο καλοκαίρι που άρχισα να πηγαίνω διακοπές στους συγγενείς μας, φυσικά. Και κάθε φορά γύριζα «φορτωμένος αναμνήσεις», που λέει κι ένα τραγούδι που άκουγα να σιγοτραγουδάει η θεία Κούλα, η υστερότοκη αδερφή της μητέρας μου, το στερνοπαίδι της γιαγιάς Αδαμαντίας.
👉Η θεία Κούλα έμεινε ανύπανδρη για χάρη του Νικόλα, του αρραβωνιαστικού της. Την παράτησε ο «ανεπρόκοπος» για μια ξένη. Ξέμπαρκος στο Μεξικό, γνώρισε μια μιγάδα, τον πάντρεψαν νύχτα μεθυσμένο, λησμόνησε την αρραβωνιαστικιά, έριξε μαύρη πέτρα πίσω του, παράτησε και τη θάλασσα κι έμεινε για πάντα ξέμπαρκος στο Μεξικό με τη μιγάδα.
👉Κι όμως, η θεία Κούλα δεν τον απαρνιέται, δεν το βάζει κάτω. Ελπίζει πως θα γυρίσει μετανιωμένος μια μέρα ο καπετάνιος της να την παντρευτεί και ψιθυρίζει το αγαπημένο της παλιό, νοσταλγικό τραγούδι:
*
Ένας φίλος ήρθε απόψε απ’ τα παλιά
φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις.
Είχε γκρίζα τα σγουρά του τα μαλλιά
και μου είπε πως απόψε θα γυρίσεις.
*
Στην ιστορία μας ο φίλος αυτός
είχε ένα ρόλο παίξει τελευταία
κι όπως με κοίταζε στα μάτια σκυφτός
μ' έκανε, αγάπη μου, κι εμένανε να κλαίω.
*
👉Την ακούει η γιαγιά Αδαμαντία και μαραζώνει από τη στενοχώρια της.
«Τραγουδάει κρυφά και φανερά το κοριτσάκι μου. Ζει με τις θύμησες και με τις όμορφες αναμνήσεις. Και περιμένει μια είδηση, ένα κατιτίς να έρθει από εκείνον», λέει κι αναστενάζει με πόνο.
👉 Για τη γιαγιά η θεία Κούλα είναι «το κοριτσάκι» της, η μικρή της κόρη που δεν θα μεγαλώσει ποτέ. Και δεν μπορεί να το χωνέψει πως η χαϊδεμένη μικρή της κόρη, το στερνοπούλι της, ολόκληρη καθηγήτρια φιλολογίας, θα μείνει στο ράφι για το χατίρι του κάπ’τεν Νικολή, εκείνου του τζαναμπέτη καπετάνιου που την παράτησε «για μια μιγάδα μάγισσα, μακροπόδαρη».
👉Την ιστορία της θείας την άκουγα συχνά από τη μητέρα και την ήξερα απόξω κι ανακατωτά. Όταν συναντιόνταν με τις φίλες της, δεν παρέλειπε να αναφέρεται στον επεισοδιακό γάμο του κάπ’τεν Νικολή με τη μιγάδα σ’ ένα Δημαρχείο στο Μεξικό. Εκεί, όπως έλεγαν άλλοι γνωστοί ναυτικοί που ήταν μάρτυρες στο γάμο του, συνηθίζουν να τραγουδάει ο γαμπρός τον Εθνικό ύμνο της πατρίδας του. Ζήτησαν κι από τον κάπ’τεν Νικολή να πει τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας. Εκείνος δεν τον θυμόταν και τραγούδησε τσάτρα πάτρα, φαλτσαδούρα «Τα παιδιά του Πειραιά», του Μάνου Χατζιδάκι:
*
…νανά να νανά να νανά να...
ας ήτανε να είχα κι ένα και δύο
και τρία και τέσσερα παιδιά
νανά να νανά να νανά να
κι όταν θα μεγαλώσουν
να γίνουν λεβέντες για χάρη του Πειραιά1
ναά να νανά να νανά να
για χάρη του Πειραιά…
*
👉Πολλές πικάντικες ιστορίες άκουγα από τη μητέρα μου για την πατρική της οικογένεια και είχα την περιέργεια να γνωρίσω τη θεία μου και προπαντός τη γιαγιά Αδαμαντία, τη Σμυρνιά, την «τσαούσα καπετάνισσα». Και μόλις μου δόθηκε η ευκαιρία, το 'σκασα από το πνιγμένο στο καυσαέριο, άλλοτε ποτέ «κλεινόν, ιοστεφές άστυ» και πήγα μόνος μου διακοπές στην Κω, στους συγγενείς μας, βέβαια.
👉Πρώτη φορά οι γονείς μου συναίνεσαν να πάω μόνος μου διακοπές και με άφησαν ελεύθερο να επιλέξω εγώ το μέρος των διακοπών μου. Και τους έκανα το χατίρι, τρόπος του λέγειν, βέβαια, και πήγα όπου ήθελα. Τρόπος του λέγειν! Γιατί τα είχαν κανονίσει πίσω από την πλάτη μου και με τον τρόπο τους με είχαν προδιαθέσει να επιλέξω το νησί με τον πλάτανο του Ιπποκράτη. Η γιαγιά μου η Αδαμαντία και η Μαντώ, η ξαδέρφη μου η λαογράφος, ήθελαν σώνει και καλά να με δουν. Έτσι κι εγώ, «επέλεξα αυτοβούλως» να πάω στην Κω. Ήμουν μεγάλος. Μαθητής Λυκείου, ολόκληρος άντρας. Κι αποφάσιζα μόνος μου. Λέμε τώρα!
👉Κατέβασα από το πατάρι τον ταξιδιωτικό μου «σάκο», ένα συρόμενο βαλιτσάκι ήταν για τις ελάχιστες αποσκευές, οι καλοκαιρινές διακοπές δεν απαιτούν να κουβαλάς πολλά πράγματα μαζί σου, έχωσα μέσα δυο τρία σορτσάκια, μερικά μακό μπλουζάκια, αρκετά εσώρουχα, δυο μπανιερά, ένα ζευγάρι σαγιονάρες κι ένα σκούφο, τα περισσότερα ήταν για τη θάλασσα. Είχα υπολογίσει πόσες αλλαξιές θα χρειαζόμουνα όσο θα έμενα εκεί, όχι πάνω από δέκα μέρες, για να μην σέρνω στο νησί περιττά βάρη. Ένιωθα και ήθελα να είμαι πραγματικά ελεύθερος, απαλλαγμένος από όλα όσα κάνουν δύσκολη και βαρετή τη ζωή στην Αθήνα. Και ωραίος, φυσικά.
👉Ταξίδευα για Κω το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου, ώρα 17 και κάτι λεπτά, για να είμαι στο νησί χαράματα, γύρω στις έξι το πρωί. Είχαμε κλείσει καμπίνα πρώτη θέση, η μητέρα τα κανόνισε όλα για τον μοναχογιό της ώστε να προφτάσω να κοιμηθώ πέντε με έξι ώρες για να είμαι φρέσκος στο νησί, όχι με χασμουρητά. Στη γιαγιά έπρεπε να παρουσιαστώ έτσι όπως με ήθελε η μητέρα μου: ωραίος! Υποθέτω. Διαφορετικά, γιατί τόση πρεμούρα να είναι όλα στην εντέλεια.
👉Ντυμένος σπορ από τις δώδεκα, έριξα πάνω στο βαλιτσάκι μου ένα καλοκαιρινό μπουφάν να το έχω πρόχειρο, όπως απαιτούσε η χάρη της, για να μην χαλάσω το χατίρι της μάνας μου, για το ταξίδι με πλοίο τις περισσότερες ώρες νύχτα, και περίμενα με αγωνία ένα ολόκληρο στρογγυλό, τετράωρο καταμεσήμερο 12 με 4 πότε θα λαλήσει τέσσερις φορές το πτηνό, ο κούκος του ρολογιού σημαίνοντας την ώρα που θα φεύγαμε από το σπίτι για να είμαστε μια ώρα πριν την αναχώρηση του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά.
«Κούκου, κούκου, κούκου. Κού…», κάνει επιτέλους αυτός.
👉 Δεν προφταίνει να ολοκληρώσει τη φράση του με την τελευταία συλλαβή, μένει στον αέρα το μισό το τέταρτο λάλημα, κουτσό το σύνθημα της αναχώρησης, αρπάζω το βαλιτσάκι μου και είμαι στο γκαράζ πρώτος και καλύτερος. Η μάνα μου επέμεινε να με πάει η ίδια με το αυτοκίνητό της στο λιμάνι, να με δει να ανεβαίνω τη σκάλα και να μείνει εκεί ώσπου να ξεκινήσει το καράβι. «Έπρεπε» να είναι σίγουρη πως όλα πήγαν καλά. Να επικοινωνήσει με τη θεία Κούλα, την αδερφή της στο νησί, να βεβαιωθεί πως θα περιμένει στο λιμάνι για να με παραλάβει, θαρρείς και ήμουν ασυνόδευτο δέμα, και μετά να αποφασίσει επιτέλους να γυρίσει στο σπίτι. Και στη συνέχεια, να κάθεται με το κινητό στο χέρι ώσπου να γυρίσει ο μοναχογιός της, «το καμάρι της», εγώ δηλαδή, από την…. ξενιτιά!
👉 Μπορεί να ήμουν υπερβολικός, ίσως είναι τραβηγμένη από τα μαλλιά αυτή η τελευταία μου εκτίμηση. Αλλά, πώς να εξηγήσω διαφορετικά την εμμονή της να ρυθμίζει, μπορεί ακόμα και τώρα κι από μακριά, τη ζωή μου. Ήταν κολλημένη πάνω μου σαν βδέλλα και μερικές φορές με έκανε να νιώθω πως μου ρουφάει το αίμα, δηλαδή, μου αφαιρούσε κάθε δικαίωμα ελευθερίας και επιλογής, με θεωρεί κτήμα της, εξάρτημά της. Ενώ ο πατέρας μου με αντιμετώπιζε «ως άντρα». Και μου συμπεριφερόταν «σαν άντρας προς άντρα». Στα φανερά, υποθέτω.
👉Αλλά η μάνα μου δεν εννοούσε να με αφήσει να ενεργήσω έξω από τον κύκλο επιρροής της. Απορώ πώς μου επέτρεψε να πάω μόνος μου διακοπές. Ίσως είχε έρθει η ώρα να της τα κόψω όλα αυτά με το μαχαίρι. Δεν πήγαινε άλλο. Ήταν η τελευταία φορά που με κηδεμόνευε. Εκείνο το καλοκαίρι επρόκειτο να γίνουν πολλές αλλαγές στη ζωή μου. Στήθηκα ευθυτενής μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη και είδα τον εαυτό μου «ολόκληρο άντρα».
«Ας το πάρουν απόφαση όλοι τους, μεγάλωσα πια, δεν είμαι το μωρό τους να με νταντεύουν», μουρμούρισα κλείνοντας το μάτι στο είδωλό μου με νόημα.. Είχε έρθει η ώρα μου να επαναστατήσω. Το ταξίδι στην Κω ήταν η αρχή των όσων ανατρεπτικών θα ακολουθούσαν, όπως τα είχα δρομολογήσει στο μυαλό μου.
👉Ταξίδευα με το πλοίο της γραμμής, το ΑΠΟΛΛΩΝ, πρώτη φορά για το νησί των γονιών της μητέρας μου κι αρμένιζα γι’ αλλού με τη σκέψη μου. Το νησί το φανταζόμουν τεράστιο, με νερά τρεχούμενα, ποτάμια και βουνά ατελείωτα. Ώσπου να φτάσει το πλοίο στο λιμάνι, με τη βοήθεια του ονείρου που με ταξίδευε τις ώρες του ύπνου στην καμπίνα πολυτελείας τα είχα όλα τακτοποιήσει στην εντέλεια. Ίσαμε την παραμικρή λεπτομέρεια. Όλα ρόδινα, παραδεισένια.
👉 Πού να φανταζόμουν, όμως, ότι θα βρισκόμουνα σε μια στενόμακρη λουρίδα επίπεδης στεριάς η οποία και στα δύο άκρα της καταλήγει σε τεράστιους, για την επιφάνεια του νησιού, όγκους βουνών. Σαν «παλάντζα», σαν παλιά ζυγαριά μοιάζει. Τεράστιοι δασωμένοι όγκοι βουνών στο βόρειο άκρο που καταλήγει σε επίπεδη έκταση, όπου είναι και η Κως, η πανάρχαια ομώνυμη πρωτεύουσα του νησιού και με χαμηλότερη βλάστηση υπερυψωμένοι χωμάτινοι κώνοι δυναμώνουν αισθητικά το νότιο άκρο της νήσου, όπως μου φανερώθηκε μετά στις πραγματικές της διαστάσεις.
👉Το ΑΠΟΛΛΩΝ, αδιάφορο για τη δική μου εσωτερική περιπέτεια, τραβούσε τον υγρό δρόμο του φορτωμένο ένα σμάρι πολύχρωμους επιβάτες, αυτοκίνητα, βαλίτσες, κιβώτια χάρτινα γεμάτα εμπορεύματα, όνειρα καλοκαιρινής νύχτας, οράματα, καημούς, ελπίδες, δάκρυα, γράμματα ναυτιλλομένων, όλες τις προσδοκίες και τα όνειρα των ανθρώπων του νησιού.
👉Γεμάτες όλες οι καμπίνες ηλικιωμένους και μωρά. Στο κατάστρωμα, ίσαμε τότε που έσβησε και η τελευταία αχτίδα από του ήλιου το φως, μεσήλικες κυρίες και μοντέρνοι κύριοι είχανε καταλάβει τα παγκάκια λες κι ήτανε δικά τους, ιδιοκτησία τους. Μερικά ζευγάρια τουριστών είχαν ξαπλώσει κάτω στο κατάστρωμα αδιάφορα, απαλλαγμένα από έγνοιες, κοίταζαν το ρολόι τους συνέχεια, βιάζονταν, φαίνεται, να φτάσουν στον προορισμό τους. Αραδιασμένα ολόγυρα στα κάγκελα παιδιά κάθε ηλικίας, αγόρια και κορίτσια, όλα στο θαλασσινό δρόμο των θερινών διακοπών, κατά τα φαινόμενα, μιλούσαν αδιάκοπα, διαφορετικές γλώσσες, χειρονομούσαν έντονα τη μια στιγμή και την άλλη σώπαιναν απότομα σαν να υπάκουαν σε κάποιο σύνθημα. Όπως κάνουν τις καλοκαιρινές νύχτες τα τζιτζίκια, όταν η ζέστη είναι αφόρητη.
👉Πρώτη φορά ήμουνα μόνος, ελεύθερος και ωραίος, «ολόκληρος άντρας» πια, εννοείται, ψηλός και δυνατός όπως ένιωθα τότε, και μου το επιβεβαίωσε ξανά κι ένας μεγάλος καθρέφτης που δέσποζε στον τεράστιο χώρο, κολλημένος στην απέναντι από την καφετέρια πλευρά του σαλονιού του ΑΠΟΛΛΩΝ. Είχα την αίσθηση, μάλλον, την ψευδαίσθηση πως ήμουν ικανός για τα πάντα. Και σίγουρος ότι θα μπορούσα να κάνω όλο τον κόσμο του νησιού να με θαυμάσει, ότι θα καταπλήξω το συγγενολόι που θα περίμενε σύσσωμο στην αποβάθρα να παραλάβει το «ασυνόδευτο βρέφος» της ατελείωτης μάνας μου. Η δαιμόνια, είχε φροντίσει δεόντως και γι’ αυτό. Αν δεν είχε μιλήσει στο τηλέφωνο και την τελευταία στιγμή με τη θεία Κούλα, την αδερφή της, δεν θα με άφηνε να μπω στο πλοίο, ο Θεός ο ίδιος να κατέβαινε, όχι που της φώναζε ο πατέρας:
«Έλεος, βρε γυναίκα! Ζωή μου, δεν είναι μωρό. Ο Ιπποκράτης μεγάλωσε. Κατάλαβέ το! Ξεκόλλα! Άσε το παιδί να ανασάνει ελεύθερα. Θα γελάει ο κόσμος μαζί μας…»
👉Πάντα προσπαθούσε ο πατέρας μου να την κάνει να σταματήσει να με πιλατεύει με τις φροντίδες της. Αλλά η μάνα μου, πού να πάρει από λόγια. «Αγύριστο κεφάλι». Με το κινητό κολλημένο στο αυτί. Ίσαμε που σάλπαρε το πλοίο μιλούσε συνέχεια με τη θεία Κούλα. Ήμουνα σίγουρος. 👈
(Απόσπασμα)*
*
Σημείωση: Γραφιστική επιμέλεια έκδοσης
//Μάριον Χωρεάνθη//
*
Κυκλοφορεί δωρεάν σε ψηφιακή μορφή.👇
*
Παλαιό Φάληρο, 9 Δεκεμβρίου 2024

Σχόλια