Ελένη Χωρεάνθη: ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ
Το 7ο ψηφιακό μυθιστόρημά μου
*
Αναζητώντας το ΑΣΤΡΟ των ΜΑΓΩΝ*
*
Ο Αλέξανδρος είχε μεγάλη περιέργεια. Ήθελε να είχε φτερά να πετάξει με τα πουλιά, να φτάσει ψηλά στον ουρανό, να γίνει αστεράκι για να βλέπει από εκεί τον κόσμο τον πλατύ, το μεγάλο, τον απέραντο κόσμο. Κάθε νύχτα καθόταν με τις ώρες στα γόνατα της γιαγιάς του σιμά στο παράθυρο και μετρούσε με τα δάκτυλά του τ' αστεράκια.
Μα, πού να του έφταναν τα δέκα όλα κι όλα δάκτυλα να μετρήσει τόσα πολλά αστέρια κι αστεράκια; Πάντα μπερδευόταν και χανόταν, γινόταν αστεράκι κι ο ίδιος ανάμεσα σε όλα τα μεγάλα αστέρια και τα αστεράκια. Ανέβαινε στο μαγικό σύννεφο που έφερνε ο γλυκός ύπνος στο όνειρό του, έκλεινε τα βλέφαρά του γερμένος στη ζεστή αγκαλιά της γιαγιάς και ταξίδευε, πετούσε...
Πετούσε. Πότε πάνω στο σύννεφο του ονείρου, πότε μέσα από τα παραμύθια που του έλεγε πάντα η γιαγιά μαζί με τους ήρωες των παραμυθιών.
Αγαπούσε πολύ τα παραμύθια ο μικρός Αλέξανδρος. Αλλά και η γιαγιά Κλειώ άλλο που δεν ήθελε! Όταν ο εγγονός της κουλουριαζόταν στα γόνατά της σαν χαδιάρικο γατί, άρχιζε να του διηγείται όσα παραμύθια ήξερε κι όσα η ίδια σκάρωνε στη στιγμή με την αχαλίνωτη φαντασία της.
Άλλες φορές άνοιγε ένα ωραίο βιβλίο με όμορφες ζωγραφιές και του διάβαζε. Και δεν έλεγε να τελειώσει αν δεν έκλειναν τα βλέφαρά του από τη νύστα. Και τότε...
Τότε, η γιαγιά Κλειώ μεταμορφωνόταν σε καλή νεράιδα του παραμυθιού και μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ταξίδευαν όπου ήθελαν. Κι άρχιζε η μεγάλη νυχτερινή περιπέτεια μέσα από τις σελίδες του βιβλίου με τις υπέροχες ζωγραφιές. Το βιβλίο αυτό του το είχε χαρίσει η γιαγιά πριν ανοίξουν τα σχολεία, την ημέρα των γενεθλίων του.
«Αυτό το δώρο μου είναι μαγικό, σου δίνει φτερά και πετάς, μπορείς να ταξιδέψεις παντού, να φτάσεις ακόμα και στ αστέρια», του είπε και του έκλεισε με νόημα το μάτι.
Αλλά ο Αλέξανδρος την ημέρα εκείνη δεν είχε καιρό να ασχοληθεί με τα δώρα. Ήταν υποχρεωμένος να υποδέχεται και να περιποιείται τους επισκέπτες, τους φίλους του, τους συμμαθητές και τα ξαδέρφια του. Τον βοηθούσαν, φυσικά, και οι αδερφές του, η Λήδα και η Ρωξάνη, έναν αδερφό τον είχαν και ήταν ο χαϊδεμένος της οικογένειας, κυρίως η αδυναμία της γιαγιάς. Εκτός που ήταν ένα αγόρι ανάμεσα σε δυο κορίτσια, είχε και το όνομα του παππού Αλέξανδρου! Μπορούσε να μην του έχει ιδιαίτερη αδυναμία η γιαγιά;
*
Είχαν περάσει τρεις ολόκληροι μήνες από τα γενέθλιά του. Τρεις μήνες μαθητής της Δευτέρας Δημοτικού ο Αλέξανδρος. Μπορούσε να διαβάζει άνετα. Πολλές φορές είχε ξεφυλλίσει μόνος του το μαγικό βιβλίο.
Ευχαριστιόταν να βλέπει τις εικόνες με τα ζωηρά χρώματα, διάβαζε τις λεζάντες κάτω από τις εικόνες, αλλά ένα τόσο μεγάλο βιβλίο τον τρόμαζε, φοβόταν πως δεν θα κατάφερνε ποτέ να το διαβάσει όλο μόνος του. Τόσες τεράστιες σελίδες και τόσες πολλές λέξεις πώς να τις έκανε καλά! Το άνοιγε, λίγο, χάιδευε τις εικόνες και το έκλεινε.
«Άλλη φορά, την κατάλληλη στιγμή, θα συνεχίσουμε», έλεγε στο βιβλίο και το άφηνε πάνω στο τραπέζι.
Ήξερε τι εννοούσε, όταν του έλεγε «την κατάλληλη στιγμή», και την περίμενε. «Όπου να είναι θα έρθει», συμπλήρωνε κι έριχνε λοξές ματιές στη γιαγιά.
Η γιαγιά έκανε πως δεν καταλάβαινε και συνέχιζε να περνάει θηλιές στις βελόνες της λες και την ενδιέφερε μόνο πόσο μεγαλώνει το πλεκτό της. Μάλλον περίμενε κι εκείνη να έρθει «η κατάλληλη στιγμή».
*
Εκείνη την κρύα χειμωνιάτικη βραδιά της αφέγγαρης Παρασκευής ο ουρανός δεν είχε σύννεφα. Όλοι οι εργαζόμενοι άνθρωποι είχαν γυρίσει από τις δουλειές τους και είχαν κλειστεί στα σπίτια τους. Εκτός από εκείνους που ήταν αναγκασμένοι από τη δουλειά τους να είναι στους δρόμους και στα εργοστάσια κάνοντας νυχτερινή βάρδια. Ο πατέρας του είχε βάρδια ως τις δώδεκα και η μητέρα σιδέρωνε μια στοίβα ασπρόρουχα.
Ο Αλέξανδρος δεν νύσταζε. Είχε τελειώσει τις δουλειές με τα μαθήματά του για τη Δευτέρα και χουχούλιαζε κουλουριασμένος στην αγκαλιά της γιαγιάς. Οι αδερφές του ήταν κολλημένες στον καναπέ του καθιστικού και παρακολουθούσαν με τις ώρες κάτι ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση.
Ο Αλέξανδρος είχε βαρεθεί να βλέπει, δεν καταλάβαινε και πολλά πράγματα, γιατί δεν προλάβαινε να διαβάζει τις λεζάντες, οι εικόνες έφευγαν πολύ γρήγορα. Η αστραπιαία διαδοχή των εικόνων τον κούραζε πολύ.
Προτίμησε, όπως συνήθως, να λουφάξει στην αγκαλιά της γιαγιάς και να την ακούει να λέει παραμύθια ή να του διαβάζει ιστορίες από κανένα βιβλίο. Εκείνη πάλι, άλλο που δεν ήθελε! Ήξερε τι περίμενε ο εγγονός της κάθε φορά που τρύπωνε σαν χαδιάρικο γατί στην αγκαλιά της.
Καθόταν στην αγαπημένη πολυθρόνα της σιμά στο παράθυρο. Είχε βολέψει και τον Αλέξανδρο πάνω στα γόνατά της και περίμενε «την κατάλληλη στιγμή». Μέσα από το κλειστό τζάμι έβλεπαν τον ουρανό γεμάτο αστεράκια. Άλλα πιο φωτεινά κι άλλα που τρεμόσβηναν σαν φοβισμένα.
Ο Αλέξανδρος έψαχνε με το βλέμμα κάμποση ώρα να δει το φεγγάρι. Αλλά το φεγγάρι δεν φαινόταν πουθενά λες και το είχε καταπιεί το σκοτάδι. Και δεν άντεχε άλλο τη σιωπή της γιαγιάς. Ξερόβηξε μια δυο φορές, χασμουρήθηκε άλλες τόσες, αλλά δεν κρατήθηκε.
«Το φεγγάρι πάει να κοιμηθεί, γιαγιά;» τη ρώτησε, όπως πάντα και κοίταξε λοξά το μεγάλο βιβλίο.
Η γιαγιά του έγνεψε «ναι» με μια κίνηση του κεφαλιού και χαμογέλασε ικανοποιημένη γιατί κατάλαβε πως ήταν «η κατάλληλη στιγμή».
«Ξέρω τι θέλει το μωρό μου», είπε γελώντας. Έγειρε πλάι, πήρε το μεγάλο βιβλίο στα χέρια της, και το ακούμπησε ανοιχτό στην ποδιά του Αλέξανδρο. «Τώρα, αγορίνα μου, θα ταξιδέψουμε στον απέραντο νυχτερινό ουρανό, θα περιπλανηθούμε σαν τον Οδυσσέα στον άγνωστο κόσμο των άστρων».
Ο Αλέξανδρος προσποιήθηκε πως δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήθελε να πει η γιαγιά. Πετάχτηκε σαν αγουροξυπνημένος από το χουζούρι του.
«Λες αλήθεια, γιαγιά; Πώς θα ταξιδέψουμε στον ουρανό; Δεν έχομε πύραυλο!» είπε.
Και λούφαξε πάλι στη ζεστή φωλίτσα του. Η γιαγιά χάιδεψε το βιβλίο, ύστερα έπιασε το κεφαλάκι του μικρού και το ακούμπησε στο σαγόνι της.
«Πόσα ξέρεις εσύ, κατεργάρη! Ξέρω εγώ πού το πας. Μη μου κάνεις τον κουτό», είπε και του έσκασε ένα ηχηρό φιλί στο μέτωπο.
«Έλα, καλέ γιαγιά, πες μου!» κλαψούρισε όσο μπορούσε πιο αθώα.
«Θα πετάξουμε ψηλά, πολύ ψηλά! Αυτό δεν θέλεις, πονηρούλη; Θα διαβάσουμε μαζί. Πότε εγώ, πότε, εσύ, σύμφωνοι; Και σιγά θα απογειωθούμε. Έτσι φρουτ και οοόπ Θα βρεθούμε στο διάστημα. Νομίζω πως θέλεις να αρχίσεις εσύ. Αρχίζομε;»
«Μμμ…» κούνησε το κεφαλάκι του ο μικρός. «Προτιμώ να διαβάζεις εσύ, διαβάζεις πιο ωραία από μένα», είπε και με τα δακτυλάκια του χάιδευε τις δυο ανοιγμένες σελίδες.
«Εντάξει. Δεν θα μαλώσουμε τώρα. Αρχίζω εγώ, ένα δύο τρία, πάμε!»
*
*(Απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου
"Αναζητώντας το άστρο των Μάγων"
*
Παλαιό Φάληρο, 24 Δεκεμβρίου 2024
*
Για να διαβάσετε όλο το μυθιστόρημα, πατήστε
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου