Σύγχρονη ελληνική πεζπγραφία
Ελένη Χωρεάνθη: Ο κύριος Φαίδων/ το 4ο ψηφιακό μυθιστόρημά μου
Η αδερφή του Πέτρου
1
Την ιστορία μου τη διηγήθηκε η ίδια η Μαρία, η αδερφή του Πέτρου. Είχε πιάσει τη θέση Οικονομολόγου στην Α. Ε. Μπενέτος, ύστερα από διαγωνισμό. Την πρώτη μέρα που ήρθε στην Εταιρία, μπήκε με τον αέρα της πρωτιάς στο γραφείο. Κρατούσε έναν χαρτοφύλακα γεμάτο τίτλους: πτυχίο με άριστα, μεταπτυχιακά, διδακτορικό και με τη χρυσή βέρα να αστράφτει στον παράμεσο του δεξιού χεριού της
Έτυχε να χρησιμοποιούμε το ίδιο γραφείο και να είμαστε συνέχεια μαζί. Νωρίς ανακαλύψαμε πως είχαμε αρκετά κοινά διαφέροντα και, όπως ήταν επόμενο, αυτό και η καθημερινή συνάφεια μας έφερε πολύ κοντά, κάναμε παρέα και γίναμε φίλες.
Μια μέρα με κάλεσε στο σπίτι της για φαγητό. Τότε ήταν που γνώρισα τον Πέτρο. Τον είχε καλέσει κι εκείνον για φαγητό, τυχαία τους είχε επισκεφτεί, δεν ξέρω. Και δεν το θεώρησα ευγενικό να ρωτήσω. Μου έφτανε και μου περίσσευε που γνώρισα τον Πέτρο. Ο σύζυγός της, μου εξήγησε, έλειπε στο εξωτερικό. Είχε λάβει μέρος σε ομαδική έκθεση ζωγραφικής κι έπρεπε να παραστεί ο ίδιος στα εγκαίνια, χωρίς να μου πει ότι επρόκειτο για τον διάσημο ζωγράφο Κύριο Φαίδωνα Φιλίππου.
Είχαμε τελειώσει το φαγητό, ο Πέτρος έφυγε γιατί είχε δουλειά, σχετικά νωρίς και μας άφησε “να τα πούμε οι δυο μας”. Στην πόρτα κοντοστάθηκε, γύρισε κι έκανε νόημα στη Μαρία πως ήθελε να της πει κάτι. Διακριτικά έστρεψα το πρόσωπό μου κι έβλεπα στον απέναντι τοίχο μια σειρά από κορνιζωμένους πίνακες. Από μακριά ξεχώρισα την υπογραφή, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν συνειδητοποίησα για ποιον πρόκειται. Είχα το νου μου στον Πέτρο. “Τι να ήθελε να πει ιδιαίτερα στην αδερφή του...”
Με τη Μαρία καθίσαμε και κουβεντιάζαμε διάφορα. Όταν Κόντευε να νυχτώσει, σηκώθηκα κι ετοιμαζόμουν να φύγω. Ξαφνικά εμφανίστηκε ο Αίας, ένα χαριτωμένο σκυλάκι ράτσας, Χάσκι. Περπατώντας αργά πήγε κοντά στη Μαρία και κουλουριάστηκε χάμω με ακουμπισμένη τη ράχη στα πόδια της.
«Έχετε ένα τόσο ωραίο σκυλί και δεν μου είπες τίποτα;», παραπονέθηκα.
«Δεν έτυχε να το φέρει η κουβέντα», μου δικαιολογήθηκε. «Αίας!, φίλα το πόδι της κυρίας!», τον πρόσταξε η Μαρία.
Το χαριτωμένο ζώο, άφησε ένα σιγανό γρύλισμα δυσφορίας, αλλά εκτέλεσε την εντολή με ένα παραπονιάρικο βλέμμα καρφωμένο στα μάτια της κυράς του.
«Α, μπα, έχει καλούς τρόπους και όνομα σπουδαίο, ηρωικό, μυθικό το τετράποδό σας. Το ξέρει άραγε κι ο ίδιος ο Αίας;» ειρωνεύτηκα.
«Α, Βέβαια! Είναι σπουδαγμένος. Αυτός ο κύριος που βλέπεις, κοντολογίς, είναι πριγκιπόπουλο, η μάνα του η πριγκηπέσα μας η Ιζαμπώ, κρατάει από ευγενική γενιά, ‘έλκει την καταγωγήν από το Βυζάντιον’», μου απάντησε σε τόνο τόσο αστείο η Μαρία που δεν μου άφηνε περιθώρια να αντιδράσω διαφορετικά.
«Ό, τι πεις», γέλασα νικημένη από την ετοιμότητα της φίλης μου. «Μα, αυτό το ‘έλκει την καταγωγήν από το Βυζάντιον, γιατί το ξεφούρνισες και μάλιστα σε τόνο αστείο; Πού την έχετε την πριγκηπέσα; Πού τη βρήκατε;»
«Είναι μεγάλη ιστορία, συναρπαστική ιστορία. Εμείς τη ζήσαμε οικογενειακώς εδώ και κάποια χρόνια. Θα σου την πω καμιά φορά», είπε κι άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο κενό.
Κατάλαβα πως κάτι θυμήθηκε που την έκανε να μελαγχολήσει. Έτσι νόμισα τότε. Προτού αποχαιρετιστούμε, η Μαρία έβγαλε από την τσέπη της και μου έδωσε την κάρτα του αδερφού της.
“Ο ‘μικρός’ τα ‘παιξε μαζί σου’”, μου είπε μισό αστεία, μισό σοβαρά. “Και θα χαρώ πολύ αν…”, μου έκλεισε με νόημα το μάτι.
Έκανα πως δεν κατάλαβα.
«Τα λέμε αύριο, της είπα για να της δώσω την ευκαιρία να ξεφύγει από κάτι που, ίσως, δεν ήθελε να μου αποκαλύψει.
«Σ’ ευχαριστώ, περάσαμε πολύ ωραία. Μ’ έκανες να θυμηθώ κάποια πράγματα που άλλαξαν ριζικά τη ζωή μου», είπε η Μαρία και με φίλησε σταυρωτά.
Στο γλυκό πρόσωπό της εκείνη την ώρα απλώθηκε το πιο τρυφερό χαμόγελο του κόσμου που δεν έχω δει ποτέ ξανά στη ζωή μου.
Έφυγα. Στο δρόμο του γυρισμού συνδυάζοντας τα γεγονότα και τη συμπεριφορά της Μαρίας, συμπέρανα πως η ιστορία της Πριγκιπέσας είχε άμεση σχέση με τη ζωή τη δική της. Και περίμενα με αγωνία να μου διηγηθεί την ιστορία της πριγκηπέσας τους. Πιθανώς και τη δική της.
*
Εκείνη την άγρια νύχτα
2
“…Εκείνη την άγρια χειμωνιάτικη νύχτα…”, η Μαρία, άλλο που δεν ήθελε! Με την πρώτη ευκαιρία, εκπλήρωσε την υπόσχεσή της.
“... Ήταν ένα πολύ άγριο, ένα παγερό χειμωνιάτικο βράδυ…”
*
Ήταν ένα πολύ άγριο, ένα παγερό χειμωνιάτικο βράδυ. Έβρεχε του σκοτωμού την ώρα που γυρίζαμε στο σπίτι από μια επίσκεψη σε φίλους μας στην εξοχή. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός και πλημμυρισμένος. Καθώς έπεφτε πάνω στα θολά νερά το φως των προβολέων του αυτοκινήτου μας, έμοιαζε με ορμητικό ποτάμι που κατέβαινε αντίθετα προς τη φορά του αυτοκινήτου.
«Πέσαμε σε τρελή καταιγίδα. Βρέχει καρεκλοπόδαρα. Θαρρείς και άνοιξαν οι ουρανοί για να μας πνίξουν. Δεν είναι φρόνιμο να πηγαίνομε κόντρα στο νερό. Θα μας σβήσει τη μηχανή και θα μείνομε στη μέση του δρόμου. Είναι καλύτερα να σταματήσομε κάπου, ώσπου να κοπάσει η νεροποντή», είπε ο πατέρας σιγά στη μητέρα.
Και, χωρίς να περιμένει απάντηση, οδηγώντας σιγά με προσοχή έβγαλε το αμάξι στην άκρη του δρόμου και σταμάτησε δίχως να σβήσει τελείως τη μηχανή...."
*
Σημείωση:
Για να διαβάσετε όλο το βιβλίο πατήστε
https://archive.org/details/fedon Δείτε λιγότερα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου