Ο θησαυρός του Διαμαντή


 
 

Ο θησαυρός του Διαμαντή
*
👉Πάνε πολλά χρόνια από τότε που ο Διαμαντής ο γόης, ο λεφτάς, το πλουσιόπαιδο, βρέθηκε ολομόναχος στους πέντε δρόμους της Αθήνας και απένταρος. Όλα του τα πήραν. Ακόμα και την αξιοπρέπεια και την υπόληψή του έχασε μαζί με την περιουσία του πατέρα του.
👉Το νησί δεν τον κρατούσε πια. Κανείς δεν του έδινε σημασία από τότε που έχασε τα πάντα κι έγινε μπατίρης. Έπαιξε και έχασε. Έπαιξε με τη ζωή. Κι εκείνη του το ανταπέδωσε και με το παραπάνω. Κατέληξε ρακοσυλλέκτης. Καλά που βρέθηκε κι αυτή η δουλειά και βγάζει το ψωμί του. Και το άχτι του. Τραγουδάει κι αποξεχνιέται.
👉Του αρέσει που γυρίζει ανέμελος στις γειτονιές και διαλαλεί τον πόνο του και τη χαρά του. Τον καημό του. Να ήταν ένας! Τόσους καημούς έχει στοιβαγμένους μέσα του σε μια απόκρυφη γωνιά της καρδιάς του. Είναι ο θησαυρός του. Ποιος μπορεί να ξέρει τι θέλει να πει τραγουδώντας. Και ποιος γνοιάζεται για τους καημούς των άλλων. Αλλά εκείνος δεν το βάζει κάτω. Από τα χαράματα ξυπνάει τον κόσμο με την κελαριστή φωνή του:
*
Ο παλιατζής, ο παλιατζής
ο Διαμαντής! Έβγα να δεις,
κυρά, που μες στα πλούτη ζεις.
Όλα τα παλιά αγοράζω!
Τη ζωή εγώ σπουδάζω,
μη θαρρείτε και πώς βγάζω
τίποτις πολύ σπουδαίον!
Ο ντορής, ο Ναπολέων,
ξέρει τι ιδρώτα χύνω
και τι πίκρες καταπίνω.
Ει, Ντορή, μ‘ ακούς; Πεζή
θα γεράσουμε μαζί
μες στους δρόμους. Στη ζωή
αχ, καημένε μου Ντορή,
να μας νιώσει ποιος μπορεί;
*
👉«Άι, άι, Ντορή μου, άι, καμάρι μου, άι δουλευτή μου, εμείς οι δυο τραβάμετο ίδιο κουπί. Άι, λεβέντη μου, ο μόχτος ετούτος δεν τελειώνει ποτέ, Ο καημός που καίει τα σωθικά είναι μεγάλος κι αγιάτρευτος, λίγες οι απολαβές. Ό,τι μας μένει σταθερό είναι η ψυχή μας, ώσπου να πετάξει κι αυτή. Κι ετούτα τα μαζώματα, ο θησαυρός μας, λέω, η πραμάτεια που σέρνεις αγόγγυστα, σύντροφέ μου, ψυχή μου, αγόρι μου, αγαπούλα μου, χαϊδεμένο μου, καρδιά μου, ακατάβλητε Ναπολέον!»
👉Πόσα επίθετα του Ντορή δεν αραδιάζει ο κυρ Διαμαντής ο παλιατζής όταν είναι στα κέφια του ή στις μεγάλες λύπες. Παραμιλάει ή κουβεντιάζει με το ζώο, κανείς δεν ξέρει. Οι δυο τους συνεννοούνται, πάντως, μια χαρά. Οι δυο τους και το κάρο, η μοίρα τους. Γυρίζουν στους δρόμους της μεγάλης πολιτείας, στα στενά και στα καλντερίμια των χωριών του λεκανοπεδίου. Πουλούν, αν τύχει, φρεσκαρισμένο με το μεράκι καλλιτέχνη και λαμπικαρισμένο ό,τι χρήσιμο αντικείμενο ξεδιαλέγει ο κυρ Διαμαντής από τα πεταμένα στους σκουπιδοτενεκέδες και στις χωματερές. Αγοράζει κι ό,τι οι άλλοι θεωρούν παλιό, άβολο, ξεπερασμένο, άχρηστο, για πέταμα οι άλλοι.
👉Ο Ντορής είναι ο σύντροφός του, ο φίλος που δεν κουράζεται να τον ακούει, όταν του ανοίγει την ψυχή και την καρδιά του. Ο κυρ Διαμαντής χαϊδεύει τα μάγουλα του ζώου και του μιλάει.
👉«Μαζί θα γεράσουμε, Ντορίκο, μ‘ ακούς, μωρό μου; Εσύ, αγάπη μου, θα πας στον παράδεισο, είσαι αθώος κι άκακος. Ε, τι λες για μένα; Θα βρεθεί καμιά γωνίτσα και για την πάρτη μου εκεί που έχει ετοιμάσει ο Θεός για τους καλούς και τους δίκαιους; Μ‘ ακούς, μωρέ Ντορή μου; Εσένα η θέση σου είναι σίγουρη εκεί, ψυχούλα μου, εσύ δεν άπλωσες χέρι ποτέ σου σε τίποτα, εκτός από καμιά χαψιά χορταράκι αν πρόλαβες ν‘ αρπάξεις στο διάβα μας. Ε, και μ‘ αυτό το παράπτωμα, δεν είσαι κλέφτης, δεν φτάνει ως εκεί η δικαιοσύνη του Θεού.
👉Αν πεις για μένα, εδώ που τα λέμε μεταξύ μας, δεν είμαι και τόσο σίγουρος αν θα με δεχτεί ο καλός Θεός, έχω κάνει τσαπατσουλιές. Θα πεις: Θα λογαριάσει ο Θεός όσα ψεματάκια έχω πει και λέω για να τα βγάλω πέρα με τις ιδιοτροπίες του καθενός, θα φτάσει ίσαμε κει ο Θεός; Κι ο ιδρώτας που έχω χύσει, και το βρισίδι που έχω φάει κι η καζούρα που μου έχει έρθει κατάμουτρα, δεν λογαριάζονται αυτά;
👉Αχ, Ντορή μου, μ‘ ακούς ε; Ολομόναχος τις αργίες δεν έχω άλλον από σένα να του πω τα βάσανά του, να εξομολογηθώ, η ανάσα σου μου απαντάει, με παρηγορεί, μου δίνει ελπίδα. Και, ξέρεις, ετούτα τα μαζώματα πολλές φορές νιώθω πως με εκλιπαρούν να τα λυπηθώ, με παιδεύουν, με βασανίζουν, είναι σαν ζωντανά, σου λέω, μα την αλήθεια! Εκεί που πάω να κλείσω τα μάτια, ν‘ αφήσω κι εγώ την ψυχή μου λεύτερη να βγει από το καβούκι της, να ονειρευτεί, να πετάξει μακριά ίσαμε την Αμερική, ν‘ αφήσω τη σάρκα μου ν‘ αναπαυτεί, να σου κι έρχονται όλα ετούτα τα μουτράκια ορεξάτα και με τσιγκλούν:
👉«Λοιπόν, τι κέρδισες, κυρ Διαμαντή;»
«Μια ζωή καλντερίμια κι ανηφοριές…»
«Πού ‘ναι τα πλούτη σου, κυρ Διαμαντή;»
«Τι θα γίνει με μας; Πάλι στις χωματερές θα καταλήξουμε;»
👉«Θα πεθάνεις μια μέρα, Διαμαντή! Το συλλογίστηκες; Σε λυπάμαι, φουκαράκο, όταν θυμάμαι πώς βουτούσες στο σωρό των σκουπιδιών, με τι λαιμαργία να ψαρέψεις ένα ποδηλατάκι ολοκαίνουργο, έναν κούκλο, ένα έπιπλο και, ξέρεις, εγώ ζήλευα, δεν φανταζόμουν πως ένα παγοψυγείο με τη δική μου αναπηρία θα σου τραβούσε την προσοχή. Κι όμως, με πήρες, πήρες εμένα, με φόρτωσες στο κάρο και μ‘ έφερες εδώ, με διόρθωσες, με φρεσκάρισες, μου έδωσες ζωή, μ‘ έκανες ξανά χρήσιμο, ήμουν ό,τι σου έλειπε. Και δεν ήμουν αχάριστο. Τόσα χρόνια σε δουλεύω», νιώθω να μου λέει το ψυγειάκι μου.
«Τι παράπονο έχεις από μένα δουλευτή μου;» το ρωτώ, «απάντησε!»
*
*Για να μάθετε όλη την ιστορία του Διαμαντή και τις άλλες ιστορίες του βιβλίου, πατήστε👇
https://archive.org/details/diamantis Δείτε λιγότερα

Σχόλια