Ο θησαυρός του Διαμαντή
Το πλήρες ψηφιακό βιβλίο είναι διαθέσιμο εδώ: https://archive.org/details/diamantis
Πάνε πολλά χρόνια από τότε που ο Διαμαντής ο γόης, ο λεφτάς, το πλουσιόπαιδο, βρέθηκε ολομόναχος στους πέντε δρόμους της Αθήνας και απένταρος. Όλα του τα πήραν. Ακόμα και την αξιοπρέπεια και την υπόληψή του έχασε μαζί με την περιουσία του πατέρα του.
Το νησί δεν τον κρατούσε πια. Κανείς δεν του έδινε σημασία από τότε που έχασε τα πάντα κι έγινε μπατίρης. Έπαιξε και έχασε. Έπαιξε με τη ζωή. Κι εκείνη του το ανταπέδωσε και με το παραπάνω. Κατέληξε ρακοσυλλέκτης. Καλά που βρέθηκε κι αυτή η δουλειά και βγάζει το ψωμί του. Και το άχτι του. Τραγουδάει κι αποξεχνιέται.
Του αρέσει που γυρίζει ανέμελος στις γειτονιές και διαλαλεί τον πόνο του και τη χαρά του. Τον καημό του. Να ήταν ένας! Τόσους καημούς έχει στοιβαγμένους μέσα του σε μια απόκρυφη γωνιά της καρδιάς του. Είναι ο θησαυρός του. Ποιος μπορεί να ξέρει τι θέλει να πει τραγουδώντας. Και ποιος γνοιάζεται για τους καημούς των άλλων. Αλλά εκείνος δεν το βάζει κάτω. Από τα χαράματα ξυπνάει τον κόσμο με την κελαριστή φωνή του:
Ο παλιατζής, ο παλιατζής
ο Διαμαντής! Έβγα να δεις,
κυρά, που μες στα πλούτη ζεις.
Όλα τα παλιά αγοράζω!
Τη ζωή εγώ σπουδάζω,
μη θαρρείτε και πώς βγάζω
τίποτις πολύ σπουδαίον!
Ο ντορής, ο Ναπολέων,
ξέρει τι ιδρώτα χύνω
και τι πίκρες καταπίνω.
Ει, Ντορή, μ‘ ακούς; Πεζή
θα γεράσουμε μαζί
μες στους δρόμους. Στη ζωή
αχ, καημένε μου Ντορή,
να μας νιώσει ποιος μπορεί;
«Άι, άι, Ντορή μου, άι, καμάρι μου, άι δουλευτή μου, εμείς οι δυο τραβάμετο ίδιο κουπί. Άι, λεβέντη μου, ο μόχτος ετούτος δεν τελειώνει ποτέ, Ο καημός που καίει τα σωθικά είναι μεγάλος κι αγιάτρευτος, λίγες οι απολαβές. Ό,τι μας μένει σταθερό είναι η ψυχή μας, ώσπου να πετάξει κι αυτή. Κι ετούτα τα μαζώματα, ο θησαυρός μας, λέω, η πραμάτεια που σέρνεις αγόγγυστα, σύντροφέ μου, ψυχή μου, αγόρι μου, αγαπούλα μου, χαϊδεμένο μου, καρδιά μου, ακατάβλητε Ναπολέον!»
Πόσα επίθετα του Ντορή δεν αραδιάζει ο κυρ Διαμαντής ο παλιατζής όταν είναι στα κέφια του ή στις μεγάλες λύπες. Παραμιλάει ή κουβεντιάζει με το ζώο, κανείς δεν ξέρει. Οι δυο τους συνεννοούνται, πάντως, μια χαρά. Οι δυο τους και το κάρο, η μοίρα τους. Γυρίζουν στους δρόμους της μεγάλης πολιτείας, στα στενά και στα καλντερίμια των χωριών του λεκανοπεδίου. Πουλούν, αν τύχει, φρεσκαρισμένο με το μεράκι καλλιτέχνη και λαμπικαρισμένο ό,τι χρήσιμο αντικείμενο ξεδιαλέγει ο κυρ Διαμαντής από τα πεταμένα στους σκουπιδοτενεκέδες και στις χωματερές. Αγοράζει κι ό,τι οι άλλοι θεωρούν παλιό, άβολο, ξεπερασμένο, άχρηστο, για πέταμα οι άλλοι.
Ο Ντορής είναι ο σύντροφός του, ο φίλος που δεν κουράζεται να τον ακούει, όταν του ανοίγει την ψυχή και την καρδιά του. Ο κυρ Διαμαντής χαϊδεύει τα μάγουλα του ζώου και του μιλάει.
«Μαζί θα γεράσουμε, Ντορίκο, μ‘ ακούς, μωρό μου; Εσύ, αγάπη μου, θα πας στον παράδεισο, είσαι αθώος κι άκακος. Ε, τι λες για μένα; Θα βρεθεί καμιά γωνίτσα και για την πάρτη μου εκεί που έχει ετοιμάσει ο Θεός για τους καλούς και τους δίκαιους; Μ‘ ακούς, μωρέ Ντορή μου; Εσένα η θέση σου είναι σίγουρη εκεί, ψυχούλα μου, εσύ δεν άπλωσες χέρι ποτέ σου σε τίποτα, εκτός από καμιά χαψιά χορταράκι αν πρόλαβες ν‘ αρπάξεις στο διάβα μας. Ε, και μ‘ αυτό το παράπτωμα, δεν είσαι κλέφτης, δεν φτάνει ως εκεί η δικαιοσύνη του Θεού.
Αν πεις για μένα, εδώ που τα λέμε μεταξύ μας, δεν είμαι και τόσο σίγουρος αν θα με δεχτεί ο καλός Θεός, έχω κάνει τσαπατσουλιές. Θα πεις: Θα λογαριάσει ο Θεός όσα ψεματάκια έχω πει και λέω για να τα βγάλω πέρα με τις ιδιοτροπίες του καθενός, θα φτάσει ίσαμε κει ο Θεός; Κι ο ιδρώτας που έχω χύσει, και το βρισίδι που έχω φάει κι η καζούρα που μου έχει έρθει κατάμουτρα, δεν λογαριάζονται αυτά;
Αχ, Ντορή μου, μ‘ ακούς ε; Ολομόναχος τις αργίες δεν έχω άλλον από σένα να του πω τα βάσανά του, να εξομολογηθώ, η ανάσα σου μου απαντάει, με παρηγορεί, μου δίνει ελπίδα. Και, ξέρεις, ετούτα τα μαζώματα πολλές φορές νιώθω πως με εκλιπαρούν να τα λυπηθώ, με παιδεύουν, με βασανίζουν, είναι σαν ζωντανά, σου λέω, μα την αλήθεια! Εκεί που πάω να κλείσω τα μάτια, ν‘ αφήσω κι εγώ την ψυχή μου λεύτερη να βγει από το καβούκι της, να ονειρευτεί, να πετάξει μακριά ίσαμε την Αμερική, ν‘ αφήσω τη σάρκα μου ν‘ αναπαυτεί, να σου κι έρχονται όλα ετούτα τα μουτράκια ορεξάτα και με τσιγκλούν:
«Λοιπόν, τι κέρδισες, κυρ Διαμαντή;»
«Μια ζωή καλντερίμια κι ανηφοριές…»
«Πού ‘ναι τα πλούτη σου, κυρ Διαμαντή;»
«Τι θα γίνει με μας; Πάλι στις χωματερές θα καταλήξουμε;»
«Θα πεθάνεις μια μέρα, Διαμαντή! Το συλλογίστηκες; Σε λυπάμαι, φουκαράκο, όταν θυμάμαι πώς βουτούσες στο σωρό των σκουπιδιών, με τι λαιμαργία να ψαρέψεις ένα ποδηλατάκι ολοκαίνουργο, έναν κούκλο, ένα έπιπλο και, ξέρεις, εγώ ζήλευα, δεν φανταζόμουν πως ένα παγοψυγείο με τη δική μου αναπηρία θα σου τραβούσε την προσοχή. Κι όμως, με πήρες, πήρες εμένα, με φόρτωσες στο κάρο και μ‘ έφερες εδώ, με διόρθωσες, με φρεσκάρισες, μου έδωσες ζωή, μ‘ έκανες ξανά χρήσιμο, ήμουν ό,τι σου έλειπε. Και δεν ήμουν αχάριστο. Τόσα χρόνια σε δουλεύω», νιώθω να μου λέει το ψυγειάκι μου.
«Τι παράπονο έχεις από μένα δουλευτή μου;» το ρωτώ, «απάντησε!»
Ακουμπάω το αυτί πάνω του ν‘ ακούσω τη φωνή του. Το χαρχάλεμα που κάνουν τα σωθικά του, αυτή είναι η μιλιά του, αυτή η βουβή γλώσσα των αντικειμένων που ζουν μαζί μου και μοιράζονται το χρόνο μου. Εμένα μου μιλούν τα πράγματα, τ‘ ακούει το μυαλό, η καρδιά και η ψυχή μου. Κι εκείνο μου λέει:
«Εγώ, κανένα, ίσα ίσα σου χρωστάω ευγνωμοσύνη. Αν δεν μ‘ έπαιρνες εσύ από εκεί, ποιος θα πρόσεχε εμένα; Ένα σκουριασμένο σιδερικό θα είχα καταντήσει, θα με είχαν ίσως ανακυκλώσει, και πάλι καλά αν είχα γίνει κάτι χρήσιμο, ποιος ξέρει όμως πού και πώς θα είχα καταλήξει…»
Τι του λες, τι του απαντάς, φίλε μου; Τι απαντάς σ‘ ένα ποδήλατο όταν σου λέει την ιστορία του; Κάθε πράγμα έχει να διηγηθεί τη δική του ιστορία.
«Καινούριο μ‘ έκανες, κυρ Διαμαντή, και είμαι το καμάρι του θησαυρού σου. Με κράτησες για τον εαυτό σου, με χρησιμοποιείς για τα τρεχάματά σου», μου ψιθυρίζει το ποδήλατό μου. Και πού ν‘ ακούσεις, Ντορή μου, τι μου λέει η Πριγκίπισσά μου, θα σου φύγει το καφάσι!»
«Είμαι το στολίδι του Θησαυρού σου», μου κάνει συνωμοτικά, «πολλοί θέλουν να μ‘ αποκτήσουν, έγινα αντίκα περιζήτητη. ‘Προπολεμικό αμάξι πρώτης, αντίκα‘ δενείμαι;Έχω μεγάλη αξία. Όσα κι αν ζητούσες θα σου έδιναν. Εσύ αμετάπειστος, ούτε ν‘ ακούσεις για πούλημα δεν θέλεις. Δέθηκες μαζί μου. Σαν βδέλλα κόλλησες πάνω μου. Έγινες ένα μαζί μου. Μπορείς να κάνεις χωρίς εμένα; Ποιον άλλο φίλο έχεις, εκτός από εμένα, τόσο πιστό κι αφοσιωμένο; Κάποτε όμως με είχες για πούλημα, σε γαργαλούσε ο παράς, και λογάριαζες να κερδίσεις πολλά. Γι‘ αυτό με κρατούσες και δεν με πουλούσες τότε, όχι πως δεν ήθελες να με αποχωριστείς. Μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου. Τώρα κι εσύ τι άλλο είσαι από μια παλιωμένη περιπέτεια; Για το μουσείο είσαι κι εσύ, Διαμαντή! Με ήθελαν για έκθεμα στο Μουσείο, για την ιστορία, όχι πως είχαν ανάγκη εμένα, ένα σκουριασμένο παλιοσίδερο. Δεν το έκαμες. Στην πορεία, βέβαια, μ‘ αγάπησες, δέθηκες μαζί μου και με κράτησες κοντά σου, μ‘ έκανες κούκλα ζωγραφιστή, Πριγκίπισσά σου».
Φυσικά για να το μοσχοπουλήσει το είχε κουβαλήσει το παλιό αμάξι ο Διαμαντής ο παλιατζής, από τη Δράμα το έσερνε μέρες και νύχτες ολόκληρες. Κατάλαβε πως άξιζε, πως θα ερχόταν καιρός να είναι δυσεύρετο ένα προπολεμικό σιδερένιο αμάξι. Ύστερα το αγάπησε, δέθηκε μαζί του, έγινε η αγάπη του, η ερωμένη που δεν είχε ποτέ.
Ο κυρ Διαμαντής φέρνει την πραμάτεια της κάθε μέρας στη μάντρα που περιβάλλει το σπιτικό του. Τακτοποιεί ένα ένα τα αντικείμενα σε σειρές ανάλογα με τον προορισμό και τη χρήση: Είδη οικιακής χρήσης, μηχανήματα, παιχνίδια, σιδερικά, τενεκεδένια κουτιά, εικονίσματα. Ακόμη και παλιά εικονίσματα, μεγάλης αξίας έχει ψαρέψει μέσα από τα σκουπίδια. Έπαψαν να είναι οικογενειακά κειμήλια, είναι για ξεπούλημα ή για πέταμα… Ολόκληρο βιος, άχρηστο, πεταμένο στο δρόμο, ούτε να τα πουλήσουν δεν καταδέχονται οι τωρινοί κάτοχοί τους.
Τι κι αν είναι παλιατζής, έχει μάτι και νιώθει. Είναι καλλιτέχνης, ποιητής, ξέρει να κάνει σωστά τη δουλειά του, την αγαπάει. Από πολύ νέος την ξεκίνησε.Άλλα όνειρα είχε, αλλά η ζωή δεν ξέρει από όνειρα, μόνο ανάγκες κι έγνοιες δημιουργεί. Έπρεπε να βρει κι ο Διαμαντής μια δουλειά.
Ξεκίνησε από τους σκουπιδότοπους.
Ήταν η εποχή που η ζωή είχε πάρει τ‘ απάνω της κι ο κόσμος πετούσε τα παλιά κι αγόραζε καινούρια, γυαλιστερά πράγματα. Αποστρεφόταν κάθε παλιό αντικείμενο που του θύμιζε τη μίζερη ζωή, τη χιλιομπαλωμένη. Ήθελε ν‘ αλλάξει. Να πετάξει από πάνω του ό,τι τον βάραινε, να ξεριζώσει τις μνήμες, ν‘ απαλλαγεί από το παρελθόν, από τον κόσμο που κουβαλούσε πάνω και μέσα του, βάρος περιττό: Αντικείμενα, συνήθειες, σύμβολα, αξίες, πολιτισμό, πίστη, πατρίδα… Και ξερίζωνε, πετούσε κι αντικαθιστούσε, αδιάφορο με τι, τον κουρασμένο, τον αποκαμωμένο κόσμο.
Χρόνια και χρόνια μέρες, μια ολόκληρη ζωή, οργώνει τους δρόμους και τις γειτονιές του κόσμου ο φτωχός ο Διαμαντής ο Παλιατζής. Ξέρει απέξω κι ανακατωτά με το μικρό τους όνομα όλες τις πελάτισσές του, όπως κι όλες τις χαρακιές από τις ροδιές στην άσφαλτο και στα καλντερίμια, τις αυλακιές στους χωματόδρομους και στα στενά σοκάκια.
Πότε με ήλιο καυτερό, πότε με κρύο τσουχτερό και παγωνιές, πάντα με το χαμόγελο και το γλυκό τραγούδι στα ξεραμένα χείλη, κι ένα λουλούδι γιασεμιού στ‘ αριστερό του αυτί ο Παλιατζής εκεί, στο μεροκάματο, στη δουλειά. Ποτέ δεν σταματάει. Δεν ξέρει από γιορτή και καθημερινή. Μόλις χαράζει η μέρα του Θεού ως τη στιγμή που σουρουπώνει για καλά, τραβώντας τον Ντορή, το «Ναπολέων», είναι ακόμα στους δρόμους. Τους ποτίζει μετον ιδρώτα του κορμιού και τους γεμίζει με τα χαμόγελα της ψυχής και το τραγούδι του που κάθε φορά ακούγεται κάπως διαφορετικό, ανάλογα με τα κέφια του:
Μες στους δρόμους τριγυρίζω,
με ιδρώτα τους ποτίζω…
Μίλα, βρε Ντορή, κι εσύ
που οργώνουμε μαζί
της ζωής τα καλντερίμια,
αγοράζοντας συντρίμμια.
Ο Διαμαντής! Ο Παλιατζής
κι ο Ναπολέων ο Ντορής!
Τον ξέρει όλος ντουνιάς. Άλλοι τον λένε τρελό, άλλοι φιλόσοφο, άλλοι τον περνούν για ονειροπαρμένο, και κάποιοι άλλοι για ποιητή. Μπορεί και να είναι όλα αυτά μαζί. Σίγουρα είναι. Ο κόσμος δεν έχει ιδέα τι κουβαλάει μέσα βαθιά στην ψυχούλα και στην ανύσταχτη καρδούλα του ο φτωχός μεροκαματιάρης, ο δουλευτής, ο σπουδαστής της ζωής κι ο Ντορής του. Αγοράζει και μεταπουλάει ό,τι έχουν οι νοικοκυρές για πέταμα κι ό,τι τους περισσεύει.
Άλλοτε, όταν έχει αναδουλειά στους δρόμους, πηγαίνει στις χωματερές και σκαλίζει τα σκουπίδια ψάχνοντας για αντικείμενα που μπορεί να ξαναγίνουν χρήσιμα, να πάνε σε άλλα χέρια και να καλύψουν άλλες ανάγκες. Πετάει ο κόσμος ο χορτασμένος. Πετάει ή ξεπουλάει τα παλιά, αγοράζει καινούρια, λαμπεράκι ανανεώνεται. Ο κόσμος θέλει αλλαγή.
Ο Διαμαντής ο δουλευτής έχει πείρα, το ξέρει πολύ καλά αυτό. Κουνάει το κεφάλι σε κάθε ευκαιρία και μονολογεί πικρογελώντας στον Ντορή του, το «Ναπολέων», τον πιστό του φίλο ή μιλώντας με καμιά πελάτισσα ψυχοπονιάρα εκεί που κάνουντις συναλλαγές και λένε τα βάσανά τους, όπως με την κυρά Φανή που κάθεται και μιλάει μαζί του:
«Άι χάι, μια αγοραπωλησία, κερά Φανή μου, είναι τ‘ ανθρώπου η ζωή. Τι θαρρείς, ένα πάρε δώσε, ένα δώσε πάρε, όπως θες πες το».
«Πώς τα λες, κυρ Διαμαντή μου, πώς τα λες! Τον κυνηγάς όμως τον παρά, κατεργάρη, έχεις τον τρόπο σου. Ξέρεις εσύ από αυτά τα κόλπα για να μαζεύεις τον παρά…»
«Χε! Κερά Φανίτσα, τι τα θες, τι τα γυρεύεις, ο παράς, το χρήμα, αρχόντισσά μου, τη σήμερον ημέρα είναι το εισιτήριο που σε πάει τσιφ! στην κόλαση, αυτό κυβερνάει τον κόσμο. Δε βαριέσαι! Τι αξία έχει το χρήμα μπρος στην τιμιότη; Από τότε που επινοήθηκε το χρήμα χάλασε ο κόσμος. Μασκαρεύτηκε η ζωή μας…»
«Έλα τώρα, άσε τις φιλοσοφίες και πες μου πόσα δίνεις για τούτη την κασέλα; Αυτή η κασέλα που βλέπεις είναι κειμήλιο, είναι της προγιαγιάς μου. Μην τη βλέπεις έτσι, είναι αξίας πράμα, σκαλιστή, η γιαγιά μου ήταν Πολίτισσα, αρχόντισσα, μεγάλη κυρά».
«Τότε… γιατί την πουλάς; Δεν έχεις συναισθηματικούς δεσμούς, κερά Φανίτσα;»
«Ο ξεριζωμός, κυρ Διαμαντή, δεν ξέρει από συναισθηματικούς δεσμούς που λες, και τέτοιες πολυτέλειες. Αυτός μας αναγκάζει να ξεπουλάμε τώρα τις περιουσίες μας για πενταροδεκάρες. Τι περιουσίες δηλαδή, ό,τι καταφέραμε να πάρουμε μαζί μας με τα χίλια ζόρια… Έλα τώρα, άσε τις τσιριμόνιες, πόσα δίνεις;»
«Πόσα δίνω; Τι, πόσα δίνω; Τι, είμαι εγώ, κανένας παραλής, κανένας μεγιστάνας; Μην και θαρρείς πως έχω εγώ χρυσωρυχείο; Εγώ, ένας ρακοσυλλέκτης είμαι. Ένας φουκαράς μεροκαματιάρης παλιατζής είμαι, κερά Φανή. Όσο αξίζει ένα πολυκαιρισμένο πράμα του πεταμάτου, τόσα σου δίνω, όσα δύναμαι δηλαδή…»
«Έλα τώρα, κυρ Διαμαντή! Άρχισες τις κλάψες πάλι, βάλε το χέρι στην τσέπη. Πόσα μου δίνεις;» επιμένει εκείνη.
«Σας είπα, κερά Φανίτσα, όσο κάνει. Εγώ δεν είμαι κανένας λεφτάς. Ένας φτωχός ρακοσυλλέκτης είμαι, ένας φτωχούλης άνθρωπος του Θεού που κερδίζω το ψωμί της οικογένειας αγοράζοντας και πουλώντας ό,τι είναι άχρηστο. Να είσαι σίγουρη, όμως κερά Φανή, πως θα φροντίσω να πάει το κειμήλιο, άμα είναι όπως τα λες καλό, σε καλά χέρια. Αυτό άστο σ‘ εμένα. Δεν τη χαραμίζει την πραμάτεια του ο κυρ Διαμαντής. Είναι τίμιος άνθρωπος. Έπειτα, εγώ δεν ξέρω από αυτά που λες, τα αρχοντιλίκια, πουλάς μια παλιοκασέλα κι εγώ σου δίνω τον παρά μου. Άχρηστο είδος μου πουλάς, μια κασέλα σαρακοφαγωμένη. Δεν μου πουλάς και κανένα σπουδαίο, έτσι γυαλιστερό αντικείμενο; Τι λες πως θα κερδίσω από αυτό, κανένα θησαυρό;»
«Κόφτο, άφησε κατά μέρος αυτά που ξέρεις, και κατέβαινε, ειδεμή την παίρνω πίσω και φεύγω. Παλιά δεν αγοράζεις; Ε, παλιά σου πουλάω, χριστιανέ μου!» λέει τέλος με νάζι.
Και κάνει πως στρίβει να φύγει.
Εκείνος χαϊδεύει αμήχανα το αξύριστο πιγούνι του, ξεροβήχει, εξετάζει με το μάτι την κασέλα καταπίνει δυο τρεις λέξεις που τις θεωρεί ασύμφορες και μουρμουρίζει:
Όλα τα παλιά αγοράζω,
τι θαρρείτε και πως βγάζω,
τίποτις πολύ σπουδαίον;
μάρτυς μου ο Ναπολέων,
ο Ντορής ο θαρραλέων.
Ξέρει αυτός τι ιδρώτα χύνω
και τι πίκρες καταπίνω.
Με κάτι τέτοια και με κλάψες καταφέρνει να ρίχνει τις τιμές και καταλήγει:
«Άντε, δεν χαλνούμε τις καρδίτσες μας, πόσα θέλεις; Αποφάσισε εσύ την τιμή, εσύ ξέρεις τι αξίζει».
Η κυρά Φανή μένει άναυδη. Δεν περίμενε τέτοια πρόταση. Κι εκείνη κουβέντα μαζί του είχε ανάγκη να κάνει. Όλη μέρα με τις αναμνήσεις κουβεντιάζει, τις αναμασάει και ξεγελάει τον καιρό και τις πίκρες της. Έχει τόσα βάσανα που κουβαλάει στο κεφάλι της. Σε ποιον να τα πει; Και ποιος κάθεται ν‘ ακούει τα δικά της βάσανα; Ο καθένας στην πόλη ζει μόνος του. Καλά που υπάρχει ακόμα ο παλιατζής και κανένας μανάβης με την καρότσα του και ζωντανεύει η γειτονιά, και παίρνει χρώμα ο κόσμος.
«Δώσε ό,τι νομίζεις, ό,τι την εκτιμάς. Μήπως ξέρω κι εγώ από παζαρέματα;» κουνάει το κεφάλι, έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
Κι ο κυρ Διαμαντής δακρύζει από συγκίνηση και κάνει μια καλή τιμή. Η κυρά Φανή παίρνει τα χρήματα με τρεμάμενο χέρι, ρίχνει μια τελευταία ματιά στην κασέλα της προγιαγιάς της προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή που αναστατώνει τα σωθικά της κι απομακρύνεται μ‘ ένα λυγμό να δένει κόμπο στο λαιμό. Και πριν κλείσει την πόρτα πίσω της στρέφει προς τα έξω και λέει βραχνά:
«Ξαναπέρνα και χτύπα μου, αν σε φέρει ο δρόμος, το συμφέρον σου κατά δω. Μην το ξεχάσεις».
«Τι να ξεχάσω… Ξεχνάει ο Διαμαντής τη δουλειά, το συφέρο του; Μα να ξέρεις, κερά Φανίτσα, πως ακριβοπληρώθηκες, δεν άξιζε τόσο, αλλά χαλάλι σου! Και μη θαρρείς πως μπορείς να φτιάξεις μέγαρα με τούτη την παλιοδουλειά. Άντε γεια!» λέει και φορτώνει την αντίκα στον Ντορή του.
Η κυρά Φανή ξαναγυρίζει αλλιώτικη, στέκεται καμαρωτή στην πόρτα, ικανοποιημένη που κατάφερε να πουλήσει ένα ερείπιο, άχρηστο πια για τις σύγχρονες ανάγκες της δικής της οικογένειας, για να αγοράσει ένα έπιπλο γερό και του πετάει και το κουφό της:
«Έλα τώρα, κυρ Διαμαντή! Αντίκα σου πούλησα. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Έχεις χάρη που είσαι συ ένας… Καλή τύχη! Κάνω καλό ποδαρικό εγώ να ξέρεις…»
Ξέρει, πώς δεν ξέρει, άνθρωπος της βιοπάλης είναι. Ρισκάρει πάντα, παίζει στην τύχη κορώνα γράμματα τη ζωή του. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Καταλαβαίνει τι εννοούσε με το «είσαι συ ένας…»
Δεν το είπε, αλλά ο Διαμαντής κατάλαβε τι εννοούσε. Βουίζει στ‘ αυτιά του ο απόηχος και τον πληγώνει. Τα αποσιωπητικά είναι χειρότερα κι από την πιο σκληρή και πικρή κουβέντα. Ακόμα και η βρισιά δεν βαραίνει τόσο όσο τα υπονοούμενα που αιωρούνται.
Ένας καταφερτζής ήθελε να του πει, μα δεν το ξεστόμισε. Δάγκωσε το κάτω χείλι τηςγια να μην κάνει καμιά γκάφα την τελευταία στιγμή και μετανιώσει ο αγοραστής και πάει στράφι το παζάρεμα. Βλέποντας όμως πως εκείνος έδενε γερά το σπουδαίο απόκτημα, ανάσανε με ανακούφιση.
Ανάλαφρη που ξεφορτώθηκε επιτέλους ένα άχρηστο πια έπιπλο που έπιανε άδικα πολύτιμο χώρο, δεν είχε την πολυτέλεια να κρατάει κειμήλια κι αντίκες, μπαίνει και κλείνει πίσω της την είσοδο της παλιάς προσφυγικής πολυκατοικίας, πιο ερειπωμένη η ίδια από την πολίτικη κασέλα και τους προσποιητούς συναισθηματισμούς της.
Κάπως έτσι γίνεται πάντα η αγοραπωλησία. Ξέρει να «ρίχνει» τον πελάτη του ο κυρ Διαμαντής ο παλιατζής. Η ζωή τού έχει μάθει πολλά κόλπα,. Ξέρει ποια γλώσσα θα χρησιμοποιήσει κάθε φορά. Το μάτι του είναι αλάθητο, εξασκημένο, «κόφτει», με μια ματιά ζυγίζει τον απέναντί του.
Από τον καιρό που βγήκε στη δουλειά, τον σπούδασε καλά τον κόσμο. Αγάπησε πολύ την πραμάτεια, το παλιωμένο βιος που βρίσκει πεταμένο στα σκουπίδια και το καθαρίζει, το αξιοποιεί, το τακτοποιεί στο παλιατζίδικό του και το μοσχοπουλάει φρεσκαρισμένο για αντίκα. Η τεχνολογία δεν τον άγγιξε. Εξακολουθεί να γυρίζει με το «παραδοσιακό του όχημα», το κάρο που το σέρνει ο Ντορής, ο επονομαζόμενος Ναπολέων, ένα υπομονετικό γαϊδουράκι. Αλλά για τον κυρ Διαμαντή είναι περήφανο άλογο, φαρί, άτι! Δεν κάνει ούτε στιγμή χωρίς τον Ντορή, τονΝαπολέων.
Ο κυρ Διαμαντής κάθε φορά που πουλάει ή αγοράζει κάτι, ρίχνει μια τελευταία ματιά πίσω του και συνεχίζει το δρόμο της συνηθισμένης του βόλτας κουνώντας το κεφάλι. Αναλογίζεται πώς ξεκίνησε και πώς κατάφερε να ορθοποδήσει ύστερα από τη μεγάλη συμφορά που βρήκε την πατρική του οικογένεια.
Πάει κι αυτή η μέρα, κύλησε με κάποιο όφελος. Μια συναλλαγή τελείωσε ευνοϊκά. Ένας καθημερινός διάλογος είχε θετικό αποτέλεσμα. Άραγε θα του φέρει τύχη; Θα πιάσει η ευχή της πρώτης πελάτισσας;
Γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα ποιος ήταν και ποιος είναι. Δεν είναι κανένας απατεώνας, είναι τίμιος άνθρωπος, ένας μεροκαματιάρης δουλευτής, τι κι αν είναι παλιατζής; Χρόνια στην παλιοδουλειά έμαθε, σπούδασε τον κόσμο από την καλή και από την ανάποδη. Ένας άστεγος, ξεχασμένος από όλους είναι και ζει ολομόναχος σε μια μάντρα όπου έχει στοιβαγμένο τον πολύτιμο θησαυρό του, τα παλιά πράγματα που αγοράζει ή που ψαρεύει στους σκουπιδότοπους.
Είναι άνθρωπος της καθημερινής ζωής, της πιάτσας. Η ζωή και η δουλειά του έχει μάθει πολλά κόλπα, πολλούς δρόμους, αμέτρητα σοκάκια έχει ποτίσει με τον τίμιο ιδρώτα και τα δάκρυά του. Κάθε γωνιά έχει ακούσει τους αναστεναγμούς του. Τι δεν έχει ακούσει, τι δεν έχουν δει τα μάτια του και τι δεν έχει περάσει από τα ροζιασμένα χέρια του. Στα παλιατζίδικα και στις φτωχογειτονιές τον ξέρουν σαν κάλπικη δεκάρα. Είναι ο κυρ Διαμαντής με τ‘ όνομα.
Από τότε που ξεκίνησε ο κυρ Διαμαντής την «παλιοδουλειά», όπως ο ίδιος τη λέει χαϊδευτικά, έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Η ζωή δεν προχωράει περπατητά, πάει με δρασκελιές, με άλματα. Η τεχνολογία κάνει διαρκώς θαύματα.
Όμως ο Διαμαντής ο παλιατζής συνεχίζει το μεροκάματο με τον Ντορή του, γυρίζει μέσα στις σαβούρες, ζει με τις σαβούρες. Η τεχνολογική πρόοδος δεν τον αγγίζει, και δεν τον συγκινεί, τον αφήνει αδιάφορο γιατί, εκτός από τον Ντορή, κρατάει γερό χαρτί, έχει κρυμμένο άσο στο μανίκι του, έχει την Πριγκίπισσά του, το προπολεμικό, παλιομοδίτικο αμάξι που είχε κουβαλήσει από την άκρη του κόσμου. Πού να θυμάται πού το βρήκε, πάει πολύς καιρός από τότε που το αγόρασε. Αλήθεια το αγόρασε ή το ψάρεψε από καμιά ερημιά;
Δεν θυμάται, δεν θέλει να θυμάται θλιβερά πράγματα. Όλα τα ντύνει με όμορφα φορέματα, καρφιτσώνει πάνω τους μνήμες στολισμένες με γιασεμιά και ροδοπέταλα ονείρων που δεν ευοδώθηκαν ποτέ.
Μέρες και νύχτες ολόκληρες το έσερνε ο καημένος ο Ντορής ώσπου να φτάσουν στην Κοκκινιά, στα Μανιάτικα, στην ταπεινή, τη μίζερη φτωχογειτονιά. Και πόση καζούρα είχε μαζέψει στο διάβα τους και πειράγματα:
«Έι, μπάρμπα, τι το κουβαλάς αυτό το σαράβαλο; Πού το πας;» ο ένας.
«Τρελός είσαι; Έδωκες λεφτά γι‘ αυτό το παλιοσίδερο; Πού το πας, τι θα το κάνεις το συντρίμμι που σου φορτώσανε; Πέταξέ το σε καμιά ρεματιά, αυτό είναι άχρηστο πράμα», ο άλλος.
Είδε κι έπαθε ο άνθρωπος ωσότου φτάσει στον προορισμό του. Αλλά δεν άκουγε κανέναν, δεν του καιγόταν καρφί. Αυτός, αντί για οποιαδήποτε απάντηση, και για να μην ακούει και πικραίνεται τραγουδούσε κάποια παραλλαγή του αυτοσχέδιού του άσματος:
Πάμε εμείς, Ντορή, πεζή
Κι ας ιδρώνουμε μαζί.
Μόνο εσύ, μικρό μου, ξέρεις
που μαζί μου υποφέρεις
πόσο ιδρώτα εγώ χύνω
και τι πίκρες καταπίνω.
Ο Παλιατζής! ο Διαμαντής!
Όλα τα παλιά αγοράζω,
Λεπτομέρειες δεν ξετάζω.
Αχ, Ντορίκο μου, Ντορή,
Να μας νιώσει ποιος μπορεί;
Τραγουδούσε για ν‘ αποξεχνιέται και βυθιζόταν στα όνειρα που πλάθει σ‘ όλο το δρόμο του γυρισμού. Κι ας ένιωθε και τη νιώθει ακόμα στο κορμί του την κούραση εκείνης της περιπέτειας, την ατέλειωτη διαδρομή. Ξέρει πόσο αξίζει αυτό το αμάξι, είναι θησαυρός, είναι το στολίδι της περιουσίας του, είναι η Πριγκίπισσα στο μικρό βασίλειο των σιδερικών του, το γούρι, η τύχη, ό,τι σημαντικό απόκτησε για το γήρας του.
Ο Διαμαντής έχει την τρέλα του, αλλά δεν είναι τρελός. Έχει το σκοπό του. Τώρα που δεν έχει πια υποχρεώσεις, είναι καιρός να κοιτάξει λίγο και τον εαυτό του. Κάνει όνειρα. Δεν είναι και τόσο γέρος. Έχει και αμάξι. Καμιά φορά θα του βάλει καινούρια μηχανή και λάστιχα ολοκαίνουργα, το κάσωμα είναι γερό και το σκαρί του πρώτης τάξης ατόφιο σίδερο, ανθεκτικό, και θα το οδηγήσει, όπως οδηγούσε κάποτε, ίσως και τώρα με καμιά ομορφούλα δίπλα του, ποτέ δεν είναι αργά. Αχ, ας μην θυμάται τα δυσάρεστα! Ας είναι καλά όλες κι όλοι τους. Κι ας μην τον νοιάζεται καμιά από τις αδερφές του. Εκείνος έκανε το καθήκον του, στάθηκε δίπλα τους, δούλεψε και τις καλοπάντρεψες. Τι σημασία έχει αν έμεινε σε όλη του τη ζωή παλιατζής. Δουλεύει και το απολαμβάνει. Έχει κι αυτή η δουλειά τις χάρες της. Δεν είναι λίγο να κάνεις τους ανθρώπους να χαμογελούν, να έχεις νταραβέρια με όλο τον κόσμο. Και να έχεις και μια Πριγκίπισσα να ομορφαίνει το βασίλειό σου!
Τώρα πια δεν βγαίνει για δουλειά με τον Ντορή, άφησε τους δρόμους, έχει πια την πολυτέλεια να κάθεται και να πουλάει το εμπόρευμα που έχει στοιβαγμένο μέσα στην παράγκα. Αργά και πού παίρνει το Ντορή και βγαίνουν στις γειτονιές για επαφή με τον κόσμο περισσότερο, για μια καλημέρα. Αλλά οι καιροί της καλημέρας έχουν περάσει. Οι πολυκατοικίες έμπασαν μέσα τους ανθρώπους, χάθηκε η ανθρώπινη επαφή, το χαμόγελο, τα παζαρέματα. Ας είναι. Έχει τουλάχιστο καιρό ν‘ ασχοληθεί με το αμάξι του. Έχει την Πριγκίπισσα, το θησαυρό του.
Όλη του η φροντίδα είναι το αμάξι. Το πλένει, το γυαλίζει, το κάνει να λάμπει. Έπειτα στολίζει με χάντρες τα σιδερένια σκεπάσματα των τροχών, κρεμάει χαϊμαλιά στα δυο παράξενα, προτεταμένα σβηστά φώτα, που μοιάζουν με εξογκωμένα, σαν πεταμένα έξω μάτια προϊστορικού τέρατος, βάζει κι από ένα ημίψηλο πάνω στο καθένα και σκορπάει λουλούδια πάνω στον ατσάλινο ουρανό.
Η Πριγκίπισσα έγινε κούκλα, αληθινή Πριγκίπισσα απέξω. Αλλά και το εσωτερικό δεν θα το αφήσει έτσι. Φέρνει ωραία υφαντά χαλιά από εκείνα που αγόραζε από τις Πολίτισσες πελάτισσές του, κρεμάει στο τιμόνι μια ασημένια εικόνα της Παναγίας και του Αγίου Χριστοφόρου, του προστάτη των οδηγών, αρωματίζει το χώρο και ξαπλώνει σαν στο πιο μαλακό βασιλικό κρεβάτι.
«Εσύ θα είσαι στο εξής η σκέπη και το κραταίωμά μου, η δύναμή μου, η κατοικία και τα όνειρα, περήφανη Πριγκίπισσα, καμάρι μου, θησαυρέ μου ανεκτίμητε. Ποτέ δεν θα σε αποχωριστώ, γλυκιά μου», υπόσχεται και τον παίρνει ο ύπνος.
Ένας ύπνος γλυκός και τρυφερός. Τότε το βασίλειό του μεγαλώνει, γίνεται απέραντο για να χωράει τα όνειρα και τους καημούς, τις πίκρες και τα βάσανά του. Το πρόσωπό του γαληνεύει κι ένα χαμόγελο ανθίζει στα φρυγμένα χείλη του.
Κόσμος πάει κι έρχεται. Άλλοι του πουλούν ό,τι τους είναι άχρηστο ή περιττό, κι άλλοι αγοράζουν ό,τι έχουν ανάγκη. Ο κυρ Διαμαντής είναι καλός και βολικός με όλους. Με όλους τα καταφέρνει. Η αγοραπωλησία είναι η τέχνη που έχει σπουδάσει μέσα στην κοινωνία με όλους τους καιρούς. Όταν όμως πρόκειται για την αγαπημένη του, για την ωραία Αυτοκρατόρισσα, τότε οι διαπραγματεύσεις σταματούν προτού αρχίσουν. Ο κυρ Διαμαντής είναι σαφής και κατηγορηματικός:
«Το αμάξι δεν πουλιέται, είναι καπαρωμένο», απαντάει, «είναι ό,τι έχω και δεν έχω, η αγάπη, τα όνειρα, το αποκούμπι μου. Δεν βγαίνει από τα χέρια μου. Εμένα αγαπάει, κι έχω δώσει όρκο αμοιβαίας αγάπης. Αυτό το αμάξι είναι οι κόποι μιας ολόκληρης ζωής. Όλα τα έχω φορτώσει στην Πριγκίπισσά μου. Δείτε την πώς καμαρώνει!. Δεν πουλιέται, δεν την αλλάζω με το χρυσάφι όλου του κόσμου», απαντάει.
Και το πιστεύει.
Έχει όμως και μια άλλη έγνοια, τον Ντορή το Ναπολέων, έχει κι ο Ντορής μεράδι στην ευτυχία του αφεντικού του. Γι‘ αυτό, και τώρα που είναι κι εκείνος απόμαχος, ο κυρ Διαμαντής εξακολουθεί να τον προσέχει σαν τα μάτια του, τον περιποιείται και τον φροντίζει όπως πάντα. Μαζί δουλέψανε. Από τότε που τον αγόρασε με τις πρώτες του οικονομίες για να σέρνει την καρότσα με το εμπόρευμα, ποτέ δεν χωρίσανε. Ακόμα και τον ύπνο μοιράζονταν όπου λάχαινε να περάσουν τη νύχτα, πότε με κρύο και βροχή, πότε με φεγγάρι ολόγιομο και να κάνουν όνειρα για το μέλλον. Τι θα έκανε χωρίς αυτόν το δουλευτή που δεν αξίωσε ποτέ πληρωμή και μεροκάματο εκτός από σανό και νεράκι; Πώς θα ξεπληρώσει τα χρέη του στον πιστό του δούλο που τον υπηρέτησε τόσα χρόνια χωρίς να βαρυγκωμεί; Ξεπληρώνονται τέτοια χρέη ηθικά; Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο κυρ Διαμαντής για τον Ντορή, ήταν να τον αγαπάει και να τον φροντίζει. Να κάνει τα γηρατειά του ζώου όσο μπορούσε πιο ανώδυνα και ειρηνικά. Να εκπληρώσει το χρέος του σαν τίμιος και σωστός άνθρωπος που ήταν.
Όμως όλα τελειώνουν κάποτε. Και μιαν αυγή φαρμακερή ο κυρ Διαμαντής βρήκε τον πιστό του φίλο βυθισμένο στον αξύπνητο ύπνο. Ο Ντορής τον άφησε μόνο με την Αυτοκρατόρισσα, σίγουρος πως ο κύριός του είχε βρει επιτέλους την ευτυχία.
Ο Ντορής πήγε να ξεκουραστεί μια για πάντα στην αγκαλιά της μάνας γης, η ζωή του πέταξε και πήγε αλλού να κατοικήσει. Πάει καιρός που έφυγε ειρηνικά για πάντα. Όπως ειρηνικά είχε ζήσει. Έχασε τον Ντορή. Μαζί με τον αγαπημένο σύντροφο όμως έχασε και τη μισή από την όμορφη περιπέτεια της ζωής του. Ορφάνεψε ο δουλευτής ο κυρ Διαμαντής για δεύτερη και τελευταία φορά. Έσκυψε πάνω στον άψυχο Ντορή κι έκλαψε πολύ. Και του τραγούδησε το πιο όμορφο λυπητερό τραγούδι που έπλεξε ποτέ:
Εχ, καημένε μου Ντορή,
να μας νιώσει ποιος μπορεί!
Πάρε, βλογημένε φόρα
για να βγει η ανηφόρα,
να σωθεί το καλντερίμι!
Τι ‘ναι η ζωή; Συντρίμμι.
Μην ξιπάζεσαι που κλαίω.
Το παράπονό μου λέω.
Μ‘ άφησες κι εσύ νωρίς
την ανάπαυση να βρεις
κι είμαι τώρα μοναχός
πιο φτωχός από φτωχός.
Είναι οι θύμησες γυρτές
όταν έρχονται γιορτές
μέσα στην πικρή ζωή
που διαβήκαμε μαζί.
Ο Διαμαντής τον έκλαψε. Έβαλε και πένθος στο βραχίονά του. Πένθησε με την καρδιά και με την ψυχή του. Έχυσε άφθονα δάκρυα στο χώμα που αγκάλιασε τον Ντορή του. Και φύτεψε κόκκινες ροδοδάφνες, μυρτιές κι ένα κυπαρισσάκι. Έτσι ο Ντορής του θα περνάει τις μέρες και τις νύχτες του αναπαυμένος κι ευτυχισμένος. Θ‘ ακούει τα πουλιά να κελαηδούν απάνω στα κλαδιά και να στεριώνουνε φωλιές και η ψυχούλα του θα χαίρεται.
Έτσι πίστευε ο κυρ Διαμαντής. Ο Ντορής γι‘ αυτόν ήταν πρόσωπο αγαπημένο. Ήταν όλοι μαζί οι συγγενείς που τον εγκατέλειψαν όταν τους χρειαζόταν. Έπειτα έμεινε με το αμάξι, την πριγκίπισσά του. Ευτυχώς που βρέθηκε στο δρόμο του κι ομόρφυνε τη μονότονη ζωή και γεμίζει με τη μοναξιά του.
Από την ημέρα που έχασε τον Ντορή αφοσιώθηκε στην κυρά του. Τα χρόνια περνούσαν, κυλούσαν σαν το νερό, τα όνειρα για μια δική του οικογένεια με μια όμορφη κοπελιά στο πλάι του μες στο αμάξι, παιδιά, ταξίδια, μια καλύτερη ζωή, με τον καιρό ξεθώριαζαν ώσπου περιορίστηκαν μέσα στο χώρο της πριγκίπισσά του. Λιγόστεψε τις επαφές του με τον κόσμο, με την αγορά, περνούσε τις μέρες και τις νύχτες του χωμένος στην αγκαλιά της σιωπηλής κυράς του. Αυτός όμως είχε τον τρόπο να της μιλάει, να του απαντάει, να έχει επικοινωνία μαζί της.
Καθισμένος στο μαλακό χαλί άφηνε τη σκέψη του ελεύθερη να φτερουγάει στα πέρατα του κόσμου, να χαϊδεύει τρυφερά όλες τις μνήμες του, να περπατάει στους δρόμους και να τριγυρίζει στις γειτονιές όπου είχε περπατήσει σέρνοντας τον Ντορή του. Και τότε να διηγιέται στην καλή του τη συντρόφισσα την ιστορία της ζωής του σαν μια εκ βαθέων εξομολόγηση.
Γυρίζει στο παρελθόν, ξαναζεί τα περασμένα, τ‘ ανιστόρητα. Κι είναι έτοιμος να βγει πάλι στους δρόμους. Παίρνει φόρα, ανεβαίνει νοερά στο κάρο, που φυλάει εκεί στην απόμερη γωνιά του κήπου, ζεύει τον Ντορή, το Ναπολέων με τα κουδούνια και με τα χαϊμαλιά, τα χάμουρα και όλα τα στολίδια που του έχει κρεμασμένα, σηκώνει το καμουτσίκι, δίνει δυο τρεις καμουτσικιές στα πισινά του αλόγου και με όση από τη δύναμη που του έχει απομείνει αρχίζει το αγαπημένο του τραγούδι:
Ο… παλιατζής! Ο Διαμαντής!
Όλα τα παλιά αγοράζω,
τη ζωή εγώ σπουδάζω,
μη θαρρείτε πως πλουτίζω!
Έχω ανθρώπους να φροντίζω.
Τι είναι, κόσμε, η ζωή;
Μια δροσούλα, μια πνοή,
ένα δάκρυ, ένα λουλούδι,
δυο ματάκια, ένα τραγούδι…
Αχ, καημένε μου Ντορή,
να μας νιώσει ποιος μπορεί;
Η φωνή του σπάζει τη σιωπή της νύχτας, τον τρομάζει όπως την ακούει σαν ξένη, απόμακρη, παράξενη μέσα στη μοναξιά, στην άδεια κάμαρη του μυαλού του. Και τότε τον παίρνει το βαρύ παράπονο και κλαίει. Κλαίει δυνατά, χύνει άφθονα τρυφερά δάκρυα και δεν φοβάται μην τον περιγελάσουν, γιατί κανένας δεν υπάρχει γύρω του να τον ακούσει, μήτε καν ο Ντορής ο Ναπολέων. Το ζωντανό αναπαύεται εκεί στη γωνιά του κήπου, όπου άφησε την τελευταία του πνοή ξεπαγιασμένος απ‘ το κρύο ένα άγριο χειμωνιάτικο βράδυ και το χώμα αγκάλιασε με στοργή το κουρασμένο του κουφάρι. Αποχαιρέτησε τον κόσμο όλο κι άφησε το Διαμαντή με την ακαταμάχητη ερωμένη, την όμορφη πριγκίπισσα. Κοιμάται τον αιώνιο ύπνο του δικαίου ο Ντορής, ήσυχος κι αναπαυμένος πως έκαμε το χρέος του και με το παραπάνω.
Ο Ντορής έγινε μυρτιά και ροδοδάφνη, τριανταφυλλιές, γιούλια και γιασεμιά. Μοσχοβολάει ο Ντορής κι ευφραίνεται από μια ευλογημένη ευωδιά η καρδιά του Διαμαντή.
Ο Διαμαντής χαϊδεύει το τιμόνι και συλλογιέται. Χαϊδεύει τα γένια του και τα λιγοστά μαλλιά της κεφαλής του και συλλογιέται. Φέρνει στο νου του την περασμένη του ζωή κι αναθυμάται: Πόσους βοήθησε, πόσους έθρεψε κι ανάθρεψε με τον ιδρώτα του, τις αδερφές που αποκατέστησε, και του γύρισαν την πλάτη, όταν τις είχε ανάγκη,τις που ανιψιές προίκισε. Πόσοι περίμεναν από αυτόν βοήθεια. Πόσοι του φέρθηκαν σκληράή τον εξαπάτησαν, εκείνους που τον εκμεταλλεύτηκαν, τους φίλους που τον πίκραναν, κι εκείνους που πίκρανε, ας ήταν κι άθελά του. Κανείς δεν περνάει από τη ζωή, χωρίς να πικράνει ή να βλάψει ούτε μυρμήγκι. Κανείς δεν είναι άγιος. Η ίδια η ζωή σε αναγκάζει να γίνεις κι άδικος πολλές φορές, είναι πλανεύτρα, ξελογιάστρα η ζωή και η πιάτσα, η αγορά, το αλισβερίσι. Δεν κερδίζεται με ευχολόγια ο παράς.
«Όλα περάσανε, έτσι κι αλλιώς, η ζωή διάβηκε πότε θολό, πότε ποτάμι γάργαρο νερό. Τι μου απομένει τώρα που τα έχω όλα, όσα κατάφερα και μου αρκούν, αφού είμαι ολομόναχος, χωρίς συγγενείς, χωρίς οικογένεια, παιδιά, χωρίς έγνοιες, χωρίς ανάγκες, χωρίς φίλους και χωρίς τον Ντορή το Ναπολέων μου; Κανείς εμένα δεν με θυμάται, όλοι έχουν βολευτεί», συλλογίζεται με συγκατάβαση.
Βγαίνει από το αμάξι, κοιτάζει ολόγυρα, ένας ολόκληρος θησαυρός, πράγματα τακτοποιημένα με τάξη, τα όνειρα, οι κόποι, οι καημοί, τα βάσανα, όλη του η ζωή εκεί συμμαζεμένη, το παρελθόν γίνεται παρόν. Μια ολόκληρη ζωή μάζευε πεταμένα πλούτια, τα στοίβαζε με τάξη και προσοχή. Δεν ήταν πράγματα που μπορούσε κανείς να βρει χιλιάδες ίδια βγαλμένα από τα μπράτσα των μηχανών, προϊόντα εργοστασίου. Ο θησαυρός του κυρ Διαμαντή είναι μοναδικός. Κάθε αντικείμενο έχει ταυτότητα, φυσιογνωμία, είναι ένα! Εκείνος ξέρει να ξεχωρίζει το καλό, το γνήσιο, το κάλπικο. Το εξασκημένο μάτι του παλιατζή φτάνει ως μέσα στην καρδιά κάθε πράγματος. Τα πράγματα γι‘ αυτόν έχουν πρόσωπο, έχουν μιλιά δική τους, αρκεί να ξέρεις τι σου λένε, μιλάει τη γλώσσα τους, γνωρίζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους. Μπορεί να είχαν και όνειρα… Όλοι τον νομίζουν για τρελό.
Όμως ο Κυρ Διαμαντής είχε όνειρα κάποτε.
Ονειρευόταν, αφού θα τελείωνε με τις οικογενειακές υποχρεώσεις, να χτίσει ένα δικό του σπιτάκι σε μια ήσυχη γωνιά, ένα όμορφο σπιτάκι να χωράει μια χαρούμενη, γελαστή οικογένεια. Ένα σπιτάκι με αυλή, παιδιά να τρεχοβολούν, να παίζουν, να μαλώνουν ν‘ ακούει τραγούδια και φωνές παιδιών.
Ο κυρ Διαμαντής είχε έναν καημό, όχι έναν, είχε πολλούς καημούς, αλλά ο ένας τονέκαιγε ως τα βαθιά γεράματα. Ο αγιάτρευτος, ο κρυφός καημός της Ωραίας Ερατώς. Ποτέ δεν είχε ανοίξει την καρδιά του να πει τον πόνο του και σε κανέναν. Φοβόταν το ρεζίλεμα, αν μάθαινε ο κόσμος πως ήταν ερωτευμένος.
Ονειρευόταν παρτέρια με λουλούδια και μυριστικά φυτά να ευωδιάζει ο κόσμος όλος, κι έναν κήπο με κάθε λογής ζαρζαβατικά, μια ελιά, μια λεμονιά, δυο πεύκα φουντωτά να ρίχνουν τη σκιά τους στην αυλή, δυο κυπαρίσσια, έναν πελώριο πλάτανο και μια όμορφη κυρά να τον καλωσορίζει πρόσχαρη και χαμογελαστή στο κεφαλόσκαλο με ανοιχτή την αγκαλιά. Να έχει στρωμένο το τραπέζι, αγιορείτικο γλυκό κρασί, παϊδάκια λαχταριστά στα κάρβουνα κι ένα κρεβάτι μοσχομύριστο χωρίς έγνοιες και καημούς…
Δεν ήθελε πολλά. Δεν ήθελε μεγάλα. Απλά πράγματα ονειρευόταν μια ζωή ο κυρ Διαμαντής. Από τότε που ξενιτεύτηκε η Ερατώ πόσες τούμπες δεν πήρε η σκέψη του, τα όνειρα και η ζωή του. Ώσπου ήρθε η τελειωτική καταστροφή και βρέθηκε αυτός μοναδικός προστάτης οικογένειας!
«Θεέ μου, τι περιπέτεια κι εκείνη!» αναστενάζει ο κυρ Διαμαντής, «τι εφιάλτης!
Πάντα θυμάται τη ζωή του από την αρχή. Περνάει από όλους τους δρόμους, από όλα τα καλντερίμια και τις φτογειτονειές, τον παίρνει το παράπονο κι αρχίζει πάλι το τραγούδι:
Ο Διαμαντής, ο παλιατζής!
Ένας φτωχός βιοπαλαιστής!
Μες στους δρόμους τριγυρίζω,
με ιδρώτα τους ποτίζω.
Μίλα, βρε Ντορή κι εσύ
που οργώναμε μαζί
της ζωής τα καλντερίμια
αγοράζοντας συντρίμμια.
Αχ, Ντορή, μ‘ ακούς; Πεζή
εγεράσαμε μαζί…
Απλώνει τα χέρια να χαϊδέψει τη ράχη του Ντορή, αλλά ο Ναπολέων είναι πια φυτεμένος στη γωνιά του κήπου. Έχει όμως την πριγκίπισσα. Δεν είναι μόνος, έχει την κυρά του. Ακουμπάει το μάγουλό του στο τιμόνι της. Την τυλίγει τρυφερά με τη σκέψη, την αγκαλιάζει νοερά με αγάπη, με πάθος, με έρωτα. Τη μυρώνει με τα δάκρυά του. Σέρνει τα δάκτυλά του σε όλο της το κορμί, τη θωπεύει απαλά, της ψιθυρίζει:
«Εσύ δεν γερνάς ποτέ, δεν θα πεθάνεις, αγαπούλα μου, Εσύ είσαι ωραία, πιστή κι αφοσιωμένη, γλυκιά μου. Δεν σε πιάνει το κακό το μάτι. Είδες τι σου κρέμασα, με τι σε στόλισα, καρδιά μου! Μόνο την ψυχή μου δεν σου απόθεσα, βασίλισσά μου. Θα σου τη δώσω κι αυτήν. Δέξου τώρα το κορμί μου, αγκάλιασέ με. Απόψε έχει γλύκα ο κόσμος, έχει πανσέληνο για τους ερωτευμένους. Σφίξε με, καλή μου. Πόθησε η ψυχή μου να γιορτάσουμε μαζί. Θέλω απόψε ν‘ ακούσεις τα λόγια τα γλυκά, τα ερωτικά που δεν τα είπα σε καμιά ερωμένη, να με νιώσεις, να μ‘ αγαπήσεις, να με ερωτευτείς! Να γίνουμε ένα εσύ κι εγώ. Να μας βρει αγκαλιασμένους η αυγή…»
Περνάει ο κόσμος, τον ακούνε, του ρίχνουν μια λοξή ματιά άλλοτε συμπονετική, άλλοτε περιπαιχτική. Κάποιοι δακρύζουν, άλλοι χαμογελούν με συγκατάβαση, άλλοι τον χλευάζουν. Διασκεδάζουν με την κατάντια του γέρου παλιατζή.
Ο κόσμος δεν ξέρει τον πόνο του, την Ωραία Ερατώ που δεν τη χωρούσε ο τόπος. Έτσι έλεγε, ήταν στενός για τα όνειρά της, άβολος και φτωχός. Ο Διαμαντής την αγαπούσε με ιερό πάθος, την έβλεπε με δέος, του λύνονταν τα γόνατα όταν τη συναντούσε στο δρόμο, όταν χαμογελούσε με νόημα. Αλλά πού να τολμούσε τότε η Ερατώ να κάνει όνειρα για το πλουσιόπαιδο, το γιο του καπετάν Σιδερή!
Όταν μια φορά της έριξε ένα τρυφερό χαμόγελο, η Ερατώ γύρισε το πρόσωπό της αλλού και τον προσπέρασε δήθεν αδιάφορη.
«Θέλεις να παίξεις μαζί μου, Διαμαντή. Όσο κι αν μου χαμογελάς, ροδόφυλλακι αν σκορπάς ολόγυρα για να σε θαυμάζουν τα πλουσιοκόριτσα, εγώ δεν σε πιστεύω», μουρμούρισε κι ας φλογιζόταν το κορμί της από έρωτα, κι ας χοροπηδούσε μέσα στα στήθια η καρδούλα της για τα όμορφα μάτια του Διαμαντή, όχι για τα πλούτη του.
Πού να φανταζόταν όμως ο άμοιρος τι συνέβαινε στην Ερατώ εκείνον τον καιρό. Ο Διαμαντής παραδουλεύτρες πηγαινοέρχονταν μέρα και νύχτα γύρω του. Όσο γ‘ αυτά, ο καπετάν Σιδερής τους τότε δεν ήξερε από στέρηση. Τότε τα είχε όλα. Δουλεύτρες, υπηρετικό προσωπικό και είχε εξασφαλίσει τα πάντα. Ζούσαν πλουσιοπάροχα. Η κυρά Βενετία μόνο ένα καθήκον είχε: Να μεγαλώνει τα παιδιά του, να φροντίζει τη μόρφωσή τους. Τα παιδιά έπρεπε να σπουδάσουν, να γίνουν επιστήμονες, δεν ήθελε να τραβήξει ο μοναχογιός του το δρόμο της θάλασσας. Άλλο τι έκανε εκείνος.
Εκείνος ήταν ερωτευμένος με την καρδιοκλέφτρα, την πλανεύτρα θεά. Από τότε που τον παράτησε η Ζαφειρένια κι έφυγε κρυφά με τον Αργύρη, το φίλο του τον έμπιστο, αυτόν που ήξερε όλα του τα μυστικά, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Τον παρέσυρε το ρεύμα της απελπισίας. Πήρε των ομματιών του και μπάρκαρε να λησμονήσει, να χωνέψει την προδοσία του φίλου του, αυτή τον πόνεσε περισσότερο από τον ψεύτικο έρωτα που του πουλούσε η Ζαφειρένια. Ένας προδομένος έρωτας μπορεί να αντικατασταθεί από άλλον, ίσως, αλλά ένας προδότης φίλος είναι τρις χειρότερος.
Έριξε μαύρη πέτρα πίσω του κι έκανε δέκα και βάλε χρόνια να πατήσει ξανά το πόδι του στο νησί. Τι κι αν ο Αργύρης του έστελνε πύρινα γράμματα μετάνοιας μετά, όταν η Ζαφειρένια τον παράτησε κι έτρεξε στην αγκαλιά του όμορφου περαστικού ηθοποιού; Δεν ωφέλησαν σε τίποτα οι μετάνοιες του. Ο Σιδερής από μιας αρχής τον ξεκόλλησε από τα σωθικά του τον Αργύρη, έχωσε το κουφάρι της ψεύτικης φιλίας στο καλάθι των αχρήστων. Μπάρκαρε μούτσος με το πρώτο καράβι που τον πήρε, έφυγε μακριά και βρήκε παρηγοριά στην ξενιτιά, το απέραντο γαλάζιο των ωκεανών τον γοήτεψε, μαγεύτηκε από την ομορφιά της θάλασσας, την ερωτεύτηκε παράφορα. Λησμόνησε. Λυτρώθηκε από το βάσανο του έρωτα μια για πάντα.
Από τότε που μπάρκαρε για να πνίξει στα βαθιά νερά των ωκεανών δυο καημούς, έναν που τον απάτησε η άπιστη Ζαφειρένια κι ένα μεγαλύτερο, που του την πήρε, που τον πρόδωσε ο Αργύρης, ο μοναδικός του φίλος και να ξεχάσει, δεν είχε τίποτα‘ άλλο στο μυαλό του από το να πλουτίσει και να κάνει όλες τις όμορφες να σέρνονται στα πόδια του. Και τα είχε καταφέρει και τα δυο.
Γεροδεμένος όπως ήταν και πανύψηλος, τον τρέμανε τα κύματα και οι αέρηδες θαρρείς πως τολμούσαν να τα βάλουν μαζί του. Ο Σιδερής δεν φοβόταν τη θάλασσα. Την αγαπούσε. Την ερωτεύτηκε από τη στιγμή που σάλπαρε. Το απέραντο γαλάζιο τον μάγεψε, η θάλασσα τον συνεπήρε, δεν του άφηνε περιθώρια για βασανιστικές σκέψεις. Απλώθηκε μπροστά του ένας απέραντος κόσμος μυστηρίου και αθωότητας που τον καλούσε να τον εξερευνήσει, να τον κυριέψει, να τον κατακτήσει. Η στεριά ήταν πλέον παρελθόν. Η ζαφειρένια δεν υπήρχε πουθενά, σε καμιά γωνιά αυτού του πανέμορφου, άγνωστου κόσμου. Είχε τόσο πολύ ξεθωριάσει κι αμαυρωθεί η εικόνα της. Είχε μεταβληθεί σ‘ έναν ατελείωτο πίνακα εξωτικής ομορφιάς. Είχε χαθεί μια για πάντα. Είχε θαφτεί στον πάτο του σωρού από τα συντρίμμια του μεγάλου έρωτα και της φιλίας μαζί με τον Αργύρη. Ή μήπως όχι; Μήπως υπήρχε και δεν την έβλεπε ή δεν ήθελε να την ανακαλύψει;
Πού να είναι τώρα η Ερατώ; Αναρωτιόταν ο Διαμαντής κι ο νους του πετούσε σαν ελεύθερο, διαβατάρικο πουλί, πάνω από στεριές και θάλασσες ίσαμε την Αμερική μα ξαναγύριζε στα ξέγνοιαστα εφηβικά του χρόνια. Έβλεπε την Ερατώ μέσα στα ρόδα και στα γιασεμιά κι η καρδιά του αναγάλλιαζε από ευτυχία. Έκλεινε τα δακρυσμένα μάτια του να κρατήσει το όραμα, έδινε μια δυνατή βιτσιά στα καπούλια του Ντορή και χανόταν πανευτυχής στο μάκρος ενός δρόμου που ανοιγόταν μπροστά του, στο βάθος του ονείρου, στο χάος μιας υπόσχεσης που δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί ποτέ. Κι άρχιζε να τραγουδά την πιο αγαπημένη του παραλλαγή του αυτοσχέδιου άσματός του, αλλάζοντας κάθε φορά τη σειρά των στίχων, όπως του έρχονταν οι λέξεις στη γλώσσα του ανάλογα με την περίπτωση:
Ο παλιατζής! Ο Παλιατζής!
Αχ, εσύ μπορείς να ζεις;
Την καρδούλα μου κομμάτια
μου έκανες με τα γινάτια.
Είναι η μέρα μου στεγνή
κι όλη η γης είναι στενή.
Κάτι μέσα μου πονάει
και το νου μου τυραννάει
Αχ, καημέ μου, Ερατώ,
θα γυρίσεις σε ρωτώ…
Πονούσε μέσα του από τότε που την έχασε, μια πληγή αιμορραγούσε, θαρρείς κι ένα σκουλήκι μαδούσε τα σπλάχνα του, η αμφιβολία, ο φόβος, η απόρριψη, η παγερή, η καταραμένη μέρα που άνοιξε πανιά και σάλπαρε για το άγνωστο η Ερατώ.
Με τον καιρό παρηγορήθηκε ο Διαμαντής. Αφοσιώθηκε στη δουλειά. Κι όταν ήρθαν οι μεγάλες ανάγκες πού καιρός για μάτια και για φρύδια, για έρωτες και για χωρατά. Τον απασχολούσε η αγοραπωλησία, το αλισβερίσι, το παζάρεμα το κέρδος και η ζημιά. Ν‘ αποκαταστήσει δυο αδερφές, να τις προικίσει… Αδερφός ήταν, η κολόνα του σπιτιού, ο προστάτης!
Αγόρασε οικόπεδα, έχτισε σπίτια, σπούδασε ανίψια, έντυσε κόσμο, όμως καλή κουβέντα δεν άκουσε. Μέρα νύχτα στους δρόμους, στη δουλειά, όλους τους βόλεψε, όλους τους τακτοποίησε, εκτός από τον εαυτό του.
Ένας φίλος του τον έμπασε στη δουλειά, τότε που δεν είχε πού ν‘ αποταθεί.
«Έχει καλό μεροκάματο, έχει ψωμί, φίλε, ξέρεις τι πράματα πετάει ο κόσμος στα σκουπίδια; Δεν πάμε μπας και δούμε κι εμείς μια άσπρη μέρα; Τι έχομε να χάσουμε;»
«Τι έχομε να χάσουμε», ψέλλισε κι ο Διαμαντής και βγήκανε στη βόλτα.
Μαζεύανε κουρέλια, χαρτιά, ρούχα, έπιπλα, ολόκληρη εταιρία έστησαν. Κι αν δεν χαλούσε η δουλειά στην πορεία, κάπου τους χώρισαν οι διαφορές, μπορεί να ήταν και γι‘ αυτόν διαφορετικά. Ο άλλος όμως κράτησε τη μερίδα του λέοντος κι ο Διαμαντής έμεινε πάλι στον άσο, σαν δέντρο άφυλλο στον ξερόκαμπο. Αλλά δεν το έβαλε κάτω. Τη δουλειά την ήξερε καλά, ξεκίνησε από την αρχή. Μια στις χωματερές, μια στους δρόμους αγοράζοντας παλιά πράγματα τα κατάφερε.
Ευτυχώς του έμεινε η μάντρα με το χαγιάτι. Εκεί συγκέντρωνε μόνος πια τους θησαυρούς του. Άρχισε να κάνει πάλι σχέδια, μεγάλα σχέδια. Και όνειρα…Τόσα που γέμισαν όλους τους χώρους της ζωής και της καρδιάς του, χωρούσαν μέσα στο αμάξι, στην πριγκίπισσά του. Οι βλέψεις του περιορίστηκαν στη σιωπηλή μοναξιά που τον συντρόφευε.
Ποτέ και σε κανέναν δεν είχε μιλήσει. Σε ποιον να μιλούσε; Όχι πως είναι τόσο κακός κι αδιάφορος ο κόσμος, αλλά όλη του η ζωή ήταν μια τρεχάλα, περαστικός, πέρα από τα παζαρέματα και τα χαμόγελα, τις φιλοφρονήσεις με τους πελάτες και κυρίως με τις περιστασιακές πελάτισσές του, δεν είχε καιρό να εξιστορήσει τα βάσανα, το μεγάλο πόνο που έκρυβε βαθιά στην καρδιά του από τότε που η ζωή του χαμογελούσε μ‘ ένα πρόσωπο φεγγάρι και δυο όμορφα μάτια γαλαζοπράσινα, το πικρό μυστικό του. Είχε ο κυρ Διαμαντής ο παλιατζής ένα μεγάλο μυστικό, ένα όνειρο γλυκό που φώτιζε το δύσκολο δρόμο της ζωής κι οδηγούσε τα βήματά του. Ήταν η Ερατώ, μια πανέμορφη γειτονοπούλα συμμαθήτριά του. Αλλά η ζωή έχει πολλά πρόσωπα και δεν χαρίζεται σε κανέναν. Μήτε στον κυρ Διαμαντή τον παλιατζή. Του έκανε όμως μια μεγάλη χάρη, όσον κι αν υπόφερε στη ζωή του, όσο κι αν τον απαρνήθηκαν όλοι, η ζωή του δώρισε έναν ωραίο, γλυκό, τρυφερό θάνατο:
να τελειώσει τη βασανισμένη μικρή ζωή του στην αγκαλιά της «πριγκίισσάς» του. Πλάγιασε μόνος, ολομόναχος με τις αναμνήσεις του πάνω στο μαλακό χαλί, σιγοψιθυρίζοντας μια προσευχή, τα βάσανά του και τις προσδοκίες του. Μα...
Μα… σαν έφεξε η αυγή
πέταξε πουλί γυμνό
η ψυχούλα του η αγνή
στον καθάριο ουρανό.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου