Φασκιά

 

 
 
 
 
 
 
 
 

 
 
 

 
 
Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία /διήγημα
Ελένη Χωρεάνθη
  Η φασκιά*
👉Τον πολύ παλιό καιρό, σ’ ένα πολύ μακρινό χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο, και δεν είχε παιδιά. Η γυναίκα στενοχωριόταν πολύ κι ο άντρας της την παρηγορούσε και της έλεγε:
«Γυναίκα, μην κλαις και μη στενοχωριέσαι. Μόνο κάνε την προσευχή σου, κι άμα κάνεις την προσευχή σου, θα έρθει και το παιδί».
👉Από εκείνη την ώρα η γυναίκα έκανε συνέχεια την προσευχή της, αλλά με το κουτό της το μυαλό έκανε και μια φασκιά*, όπως έκαναν οι παλιές μανάδες για να συμπληρώσουν την προίκα των κοριτσιών τους. Τη στόλισε μ’ ένα σωρό πλουμιά, την κρέμασε πάνω από το κρεβάτι τους και περίμενε να έρθει το παιδί.
Περίμενε εννιά μήνες, περίμενε ένα χρόνο, δυο χρόνια, τρία χρόνια, δέκα, πουθενά το παιδί!
Απελπίστηκε η γυναίκα, απελπίστηκε κι ο άντρας, βράδιαζε, ξημέρωνε όλο αχ και βαχ η γυναίκα κι ο άντρας. Κι η φασκιά εκεί κρεμασμένη στον τοίχο μπας και φέρει ο Θεός το παιδί στ’ αντρόγυνο να χαρούν κι αυτοί όπως χαίρεται όλος ο κόσμος που τους δίνει ο Θεός παιδιά.
Αλλά τίποτα…
Λέει μια μέρα ο άντρας:
«Ξέρεις, γυναίκα;»
«Τι να ξέρω;» λέει εκείνη.
«Να ετοιμάσουμε και τα ρουχαλάκια του μωρού. Δεν φτάνει μόνο η φασκιά, και να πάρουμε και μια κούνια…»
«Καλά λες, άντρα μου, πώς δεν το σκεφτήκαμε κι αυτό, χωρίς μωρουδιακά και χωρίς κούνια πώς θα μας στείλει ο Θεός το παιδί;»
Αγόρασαν τα μωρουδιακά, αγόρασαν και μια υπέροχη κούνια, έκανε η γυναίκα την προσευχή της γονατιστή μέρα και νύχτα, έκανε κι ο άντρας, αλλά ο Θεός δεν τους έστελνε παιδί.
Ένα βράδυ, μετά την προσευχή τους στο Θεό, ο άντρας, σαν να φωτίστηκε ο νους της, λέει στη γυναίκα:
«Βρε γυναίκα, ξέρεις κάτι;»
«Σαν τι να ξέρω, άντρα μου;» ρωτάει εκείνη.
«Δεν πάμε, λέω, να ρωτήσουμε το σοφό το δάσκαλο; Αυτός ο καλός άνθρωπος εκατό χρονών είναι κάτι παραπάνω θα ξέρει να μας πει, λέω. Τι λες κι εσύ;»
Η γυναίκα πήρε βαθιά ανάσα.
«Ο Θεός σε φώτισε, άντρα μου. Αυτό πώς δεν το σκεφτήκαμε τόσα χρόνια;»
Με το που άνοιξε τα μάτια της η μέρα του Θεού, κίνησαν από το σπίτι με την ελπίδα πως αυτή τη φορά δεν θα πάει χαμένη η ελπίδα. Και μια και δυο έφτασαν στο σπίτι του δασκάλου. Δεν πρόλαβαν να του χτυπήσουν την πόρτα, βγήκε ο δάσκαλος ακουμπώντας στη μαγκούρα.
«Καλημέρα, σοφέ δάσκαλε!» του λένε.
Απόρησε ο άνθρωπος και τους ρώτησε:
«Τι σας έφερε στην πόρτα μου τέτοια ώρα;»
«Για καλό ήρθαμε, σοφέ δάσκαλε, σώσε μας καλέ μας άνθρωπε», είπαν και οι δυο μ’ ένα στόμα.
«Πώς; Τι πάθατε, καλοί μου άνθρωποι;» ρώτησε ανήσυχος εκείνος.
«Μεγάλη ανάγκη, κυρ δάσκαλε, μας έφερε στην πόρτα σου. Ο Θεός μας φώτισε».
Πήρε τ’ απάνω του ο δάσκαλος. Όρθωσε με κόπο το κυρτωμένο ανάστημά του.
«Τι θέλει ο Θεός να κάμω για σας;»
«Να μας πεις τι πρέπει να κάνουμε για ν’ αποκτήσουμε ένα παιδάκι όπως όλος ο κόσμος, κυρ, δάσκαλε. Αυτό!»
Έβαλε τη μαγκούρα στη μασχάλη ο δάσκαλος, έστριψε το μουστάκι του και τους είπε το σοφό του λόγο.
«Καλά σας έστειλε σ’ εμένα ο Θεός για να σας στείλω στο σωστό άνθρωπο».
«Σε ποιον;» ρώτησαν με αγωνία.
«Μα, στον παπά. Αυτός είναι ο άνθρωπος του Θεού, μιλάει με το Θεό και ξέρει τι να σας πει. Εγώ δεν είμαι αρμόδιος για αυτή τη δουλειά. Πηγαίνετε και …»
Δεν απόσωσε το λόγο του ο δάσκαλος, το αντρόγυνο πήρε δρόμο και πάει ίσια στον παπά του χωριού.
«Το και το…» του λένε με την ελπίδα ζωντανή ακόμα στην καρδιά και στην ψυχή τους.
Ο παπάς, τι να τους πει; Τους παίρνει μέσα στην εκκλησία, τους καθίζει στα γόνατα μπροστά του, στους σκεπάζει με το πετραχήλι του και κάτι ψιθυρίζει μέσα του.
«Μιλάει με το Θεό. Λες να…», λέει σιγά στο αυτί του άντρα της η γυναίκα».
«Λέω πως … », τη σκουντάει χαρούμενος ο άντρας.
Σε λίγο λέει ο παπάς.
«Καλοί μου άνθρωποι, γιατί δεν πάτε στην πόλη να βρείτε τη μαμή; Πήγατε στη μαμή; Εκείνη ξέρει».
«Ο Θεός… αυτό παραγγέλλει ο Θεός, παπά μας;»
«Ναι, αυτό είναι το θέλημα του Θεού! Και μην πείτε τίποτα σε κανέναν. Και θα γίνει αυτό που ζητάτε», είπε με απόλυτη βεβαιότητα ο παπάς και μπήκε σιωπηλός στην εκκλησία.
Το αντρόγυνο πήραν δρόμο χωρίς να γυρίσουν να κοιτάξουν πίσω τους με την ελπίδα να φτερώνει τα κουρασμένα πόδια τους. Κάποια στιγμή λέει η γυναίκα:
«Η μαμή, άντρα μου, ξεχάσαμε το σπουδαιότερο, τη μαμή. Η μαμή ξέρει από αυτά. Μας φώτισε ο Θεός και πήγαμε στον παπά. Τι λες κι εσύ;»
Ο άντρας στάθηκε, έξυσε το κούτελό του, σκέφτηκε κάμποση ώρα και λέει κρυφά στο αφτί της γυναίκας του:
«Καλά λέει ο παπάς, γυναίκα, αφού είναι θέλημα Θεού, η μαμή θα μας δώσει παιδάκι. Έπειτα, τώρα έχουμε όλα τα χρειαζούμενα, μόνο το παιδί μας λείπει.».
«Αυτό λέω κι εγώ», πρόσθεσε η γυναίκα με ανακούφιση.
Και η ελπίδα φώτισε το λυπημένο βλέμμα της.
Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, αυτοκίνητα δεν ήταν τότε, μόνο αργοκίνητα κάρα που τα έσερναν κουρασμένα βόδια, φτάνουν το σούρουπο στην πόλη. Πάνε στη μαμή, της λένε από την αρχή το πρόβλημά τους με κάθε λεπτομέρεια
«Είσαι η τελευταία κι η μόνη μας ελπίδα, κυρά μαμή, εσύ μόνο μπορείς να μας βοηθήσεις ν’ αποκτήσουμε κι εμείς παιδάκι».
«Ποιος σας έστειλε σ’ εμένα; Ο παπάς σας;» ρώτησε η μαμή.
Το αντρόγυνο έγνεψαν «ναι», αφού ήταν μυστικό.
«Έχετε τα χρειαζούμενα για το μωρό;» ρώτησε η μαμή κι έριξε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο κατά την ανατολή του ήλιου.
«Όλα τα έχομε!» απάντησε πρόθυμα η γυναίκα και σκούντησε με τον αγκώνα τον άντρα της.
Η μαμή το βρήκε πολύ λογικό να τους λείπει το παιδί αφού είχαν τ’ απαραίτητα. Όσο για παιδί…
«Ψυχικό θα κάνουν αν... Θέλουν τόσο πολύ αυτό το παιδί. Θα φροντίσω να τους λύσω εγώ το πρόβλημα που τους απασχολεί», είπε με το νου της και χαμογέλασε ικανοποιημένη που βρήκε αμέσως τη λύση.
«Όλα θα γίνουν στην ώρα τους. Έχω τον τρόπο μου να σας βοηθήσω», είπε σχεδόν συνωμοτικά, κάνοντας ένα νεύμα με νόημα στη γυναίκα να πλησιάσει.
Εκείνη κούνησε με νόημα το κεφάλι, έκανε όμως πως δεν κατάλαβε κι απόρησε τάχα που η μαμή βρήκε τόσο απλό το πρόβλημά τους.
«Αφού έχομε τα χρειαζούμενα για το παιδί και δεν έχομε παιδί θα έρθει και το παιδί στην ώρα του. Η μαμή κάποιο μυστικό θα ξέρει», είπε με τη σειρά της κρυφά στο αφτί του άντρα της.
Η μαμή χωρίς άλλες εξηγήσεις τους ξεπροβόδισε.
«Πηγαίνετε στο καλό και στην ευχή του Θεού, καλοί μου άνθρωποι, πηγαίνετε στο σπίτι σας. Εσείς να είστε έτοιμοι να το υποδεχτείτε και να έχετε έτοιμη την κούνια. Το παιδί θα έρθει, τώρα που πλησιάζουν Χριστούγεννα, θα γίνει το θαύμα. Μόνο να μην πείτε σε κανέναν τίποτα. Τσιμουδιά! Να μην το μάθει κανένας, για να γίνει το θαύμα».
«Όσο γι’ αυτό… Ούτε ο Θεός δεν θα το μάθει», ψέλλισε μασώντας τη φράση ο άντρας.
Έφυγαν καταχαρούμενοι και πήγαν στο σπίτι τους. Και περίμεναν κάθε βράδυ με μεγάλη αγωνία τα Χριστούγεννα που θα ερχόταν το παιδί.
Οι μέρες περνούσαν πολύ αργά. Ο ανυπομονούσε. Η γυναίκα του τον καθησύχαζε με λόγια παρηγορητικά:
«Κάνε υπομονή, άντρα μου, τόσα χρόνια περιμέναμε. Η μαμή ήταν σίγουρη πως θα γίνει το θαύμα. Τα Χριστούγεννα θα μας φέρουν το παιδί που περιμένουμε. Μου το λέει η καρδιά μου, θα γίνει το θαύμα… Θα έρθει το παιδί! Τα Χριστούγεννα θα έρθει το παιδί!»
*
👉Πέρασαν μερικές μέρες αγωνίας και αναμονής. Το αντρόγυνο έζησαν μια ακόμα μέρα μοναχοί, ήρθε η νύχτα μακριά και βροχερή. Μια βροχούλα σιγαληνή ένωνε σαν με λεπτές κλωστές πίστης και προσδοκίας τον ουρανό με τη γη, που έμοιαζε σκάλα για να ανεβοκατεβαίνουν οι άγγελοι. Ήταν η πιο μεγάλη ελπιδοφόρα νύχτα για τον κόσμο.
Η γυναίκα ξαγρυπνούσε όλη τη νύχτα σκαλίζοντας τη φωτιά, τα μεσάνυχτα, πήγε και κάθισε πλάι στην κούνια. Κουνώντας την και νανουρίζοντας το αναμενόμενο μωρό, την πήρε ο ύπνος. Ο άντρας πήρε μια κουβέρτα, τη σκέπασε κι αυτός πήγε κι έπεσε στο κρεβάτι. Κι εκεί τον πήρε ο ύπνος, ένας ύπνος τρυφερός και γλυκός, και μακρύς όσο χρειαζόταν για να γίνει το θαύμα
Χαράματα ξύπνησε κι έτρεξε στην κούνια. Και τι να ιδούν τα μάτια του… Μέσα στην κούνια πλάγιαζε ένα κατάξανθο αγγελούδι, ένα μωράκι τυλιγμένο σε κάτασπρες πάνες, χωρίς τη φασκιά και τα σπάργανα που είχαν έτοιμα από τόσον καιρό.
Ο άνθρωπος έμεινε σαν απολιθωμένος. Αυτό ήταν όνειρο ή θαύμα;
«Σίγουρα θα είναι θαύμα», σκέφτηκε. Δεν τολμούσε να πλησιάσει την κούνια από φόβο μην και τελειώσει το όνειρο και χάσει το θαύμα και το μωρό.
«Καλύτερα να ζεις ένα όνειρο γλυκό, ας είναι κι απατηλό, παρά να μια ολόκληρη ζωή άχαρη χωρίς παιδί», συλλογιζόταν.
Έκλεισε τα μάτια για να κρατήσει το όραμα. Και πλησίασε δειλά τη γυναίκα του που καθόταν σιωπηλή πλάι στην κούνια.
«Βρε γυναίκα, βλέπεις;» τη σκούντησε απαλά.
«Βλέπω, άντρα μου, εσύ δεν βλέπεις;» του χαμογέλασε όμορφη όσο ποτέ εκείνη.
«Είναι όνειρο, θαύμα ή πραγματικότητα; Είναι αληθινό μωρό; Πώς έγινε αυτό;»
Η γυναίκα σήκωσε ράθυμα τους ώμους.
«Ό,τι βλέπεις βλέπω, ό,τι ξέρεις ξέρω. Πίστευε και μη ερεύνα. Αυτό δεν λέει κι ο παπάς; Τι σημασία έχει πώς έγινε το θαύμα; Δεν μας αρκεί που αποκτήσαμε παιδί, το παιδί των ονείρων μας;»
Ο άντρας έσκυψε συγκινημένος το κεφάλι.
«Ένα παιδί είναι θαύμα, είναι η χαρά του κόσμου, τι σημασία έχει πώς ήρθε στο σπιτικό μας. Καλά το είπε η μαμή. Αυτή ξέρει τι λέει και τι κάνει. Φαίνεται πως είναι εύκολο να βρεις παιδί, άλλα είναι τα δύσκολα», της ψιθύρισε στο αφτί ο άντρας της. «Πώς θα το πάρει ο κόσμος…»
«Το δύσκολο ήταν ν’ αποκτήσουμε παιδάκι, άντρα μου, τι μας νοιάζει τι θα πει ο κόσμος;» γέλασε η γυναίκα.
«Καλά κάναμε και πήγαμε να πούμε το πρόβλημά μας στον παπά που μας έστειλε στη μαμή, καλή μου», συμπλήρωσε εκείνος κι έκανε το σταυρό του. «Δόξα Σοι ο Θεός!» αναστέναξε με ανακούφιση.
Η γυναίκα του είχε έτοιμη μια λογική απάντηση.
«Η κούνια τους έλειπε τόσα χρόνια και δεν αποκτούσαν παιδί;» ρωτούσαν οι φαρμακόγλωσσες κάθε φορά που συναντούσαν τη μαμή.
«Το δύσκολο είναι να έχεις έτοιμα τα χρειαζούμενα. Πάντα γίνονται θαύματα. Κι όταν θέλεις με την καρδιά σου ν’ αποκτήσεις παιδί, θα γίνει το θαύμα…» απαντούσε και σε όποιον περίεργο δεν εννοούσε να πιστέψει στο θαύμα.
Ωστόσο, κανένας δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να καταλάβει ποτέ τι νόημα είχαν τα λόγια της μαμής.👈
(Ανέκδοτο)
…………………………………………
*Η φασκιά ήταν μια φαρδιά λωρίδα από άσπρο πανί πλάτους ίσα με 20 πόντους και αρκετά μακριά που χρησίμευε για να τυλίγουν σφιχτά το μωρό μέσα στα σπάργανα από το λαιμό και κάτω για να κάνει ίσιο κορμί…
*
Σημείωση: Το παραμύθι αυτό δεν είναι λαϊκό. Είναι καταδικό μου. Από μικρό παιδί, όταν κάτι δεν πήγαινε καλά, άκουγα να λένε στο Λυκοχώρι, έτσι λεγόταν τότε το χωριό που γεννήθηκα: "Σαν τ'ν Ζαφρουγιώργ 'ινα με τ' φασκιά". Και πράγματι, ήταν ένα σπιτάκι χαμηλό στην άκρη του χωριού, υπάρχει ακόμα, όπου ζούσε τα χρόνια εκείνα τα παιδικά μου, ένα ζευγάρι που δεν απόκτησαν παιδιά και τους έμεινε η... "φασκιά". Είναι η πρώτη μνήμη που με απασχόλησε πολύ κι έχει δουλευτεί πάρα πολύ το θέμα αυτό για να καταλήξει στην τόσο λιτή, αφαιρετική, παρούσα μορφή.

Σχόλια