Ελένη Χωρεάνθη: Επιλογή / παρουσίαση / αφιέρωμα:

Οδυσσέας Ελύτης - Γιάννης Ρίτσος //
Βίοι παράλληλοι-έργα παράλληλα



Κατατάσσουμε ένα δημιουργό στους μεγάλους και ξοφλάμε, κυρίως όταν κλείνει ο βιολογικός του κύκλος. Ακούγονται μεγάλα, κενά συνήθως περιεχομένου λόγια. Όταν όμως σιγάσουν τα αλαλάζοντα κύμβαλα, είναι καιρός να σκύψουμε στο έργο του για να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα και να διδαχτούμε.

Δεν είναι δυνατόν να αποσυνδεθεί το έργο
ενός δημιουργού από τη ζωή και τη μοίρα του λαού του οποίου τις αγωνίες, τον πόνο, τους οραματισμούς, τους πόθους και τις προσδοκίες βιώνει και υποχρεώνεται υποστασιακά να ταυτιστεί, να γίνει η συνείδηση και η φωνή του Έθνους, να εκφράσει με σύμβολα και χαρακτηριστικές εικόνες τα συναισθήματα και να αποφανθεί για λογαριασμό εκείνου.
*

Ο Ελύτης και ο Ρίτσος είναι δύο από τους αντιπροσωπευτικότερους διανοούμενους ποιητές που κάλυψαν τον εικοστό αιώνα με την παρουσία και το έργο τους. Και, ενώ ο βίος και το έργο τους βαίνουν παράλληλα, και τους απασχολούν τα ίδια θέματα, μιλούν διαφορετική γλώσσα, κινούνται και εκφράζονται σε εντελώς διαφορετικά βιοτικά, ιδεολογικά και λογοτεχνικά επίπεδα. Παράγοντες εξωγενείς επηρέασαν, προφανώς, αποφασιστικά τη ζωή και το έργο τους, χάραξαν και ως ένα σημείο καθόρισαν τη στάση ζωής και διαμόρφωσαν το χαρακτήρα, τον κοινωνικοϊδεολογικό προσανατολισμό και τις προσωπικές επιλογές του καθενός.

Είναι νησιώτες και από ευκατάστατες οικογένειες. Είναι συνομίληκοι. Ο Ρίτσος (1909-1990) γεννιέται δύο χρόνια νωρίτερα από τον Ελύτη (1911-1996), και πεθαίνει έξι χρόνια νωρίτερα. Ο Ελύτης γεννιέται δύο χρόνια μετά το Ρίτσο, και πεθαίνει έξι χρόνια αργότερα, ζει τέσσερα χρόνια περισσότα, άρα είναι μακροβιότερος.

Είναι Ελληνοκεντρικοί και ανθρωποκεντρικοί. Αφετηρία τους είναι η μυθική Ελλάδα, η κλασική αρχαιότητα, η αρχαία λατρεία, η χριστιανική ορθοδοξία, η λαϊκή παράδοση, το δημοτικό τραγούδι, τα μεσαιωνικά και τα εκκλησιαστικά κείμενα. Αλλά δέχτηκαν και ξένες επιρροές, λιγότερο ή περισσότεροι εμφανείς στο έργο τους. Αρχίζουν να δημιουργούν σε μια ζοφερή και ταραχώδη εποχή που ταλαιπώρησε κάμποσες δεκαετίες το λαό. Κουβαλούν στα φτερά των στίχων τους τη ματωμένη μνήμη, την εμπειρία δύο παγκοσμίων πολέμων, δύο δικτατορικών καθεστώτων και ενός αιματηρού εμφυλίου που έπνιξε τον τόπο στο αδελφοκτόνο αίμα, δημιούργησε αγιάτρευτες ακόμα πληγές, έσπειρε θανάσιμα μίση, αφάνισε, στράγγιξε, κυριολεκτικά, τον τόπο, δίχασε και εξακολουθεί να διχάζει ακόμα το λαό, και όπως φαίνεται από τις συνεχιζόμενες έριδες, θα τον ταλανίζει για χρόνια ακόμα.

Ένα άλλο κοινό, φαινομενικά, χαρακτηριστικό των δυο ποιητών είναι η εξορία. Ο Ελύτης, ωστόσο, ζει αυτοεξόριστος με το βιος της νησιώτικης αποθησαυρισμένης μέσα του οικουμένης, καλά βολεμένος σε μια μοναξιά αυστηρή και σωτήρια, που είναι όμως επιλογή του. Αρχίζει από τα δεκάξι του χρόνια τη δημιουργική πορεία, εφοδιασμένος "με λέξεις και μ' έρωτα", με φως και θαλάσσια αύρα, ελεύθερος και αυτεξούσιος στην αγκαλιά της αιγαιοπελαγίτικης φύσης και, ύστερα από ένα μακρύ ταξίδι στις μεγαλουπόλεις του δυτικού κόσμου, τελευτά δημιουργικά και βιολογικά στο μικρό διαμέρισμα, καταφύγιό του, στο Κολωνάκι δοξασμένος και τιμημένος πανάξια, με ένα Νόμπελ κι ερωτευμένος στην τρυφερή θαλπωρή μιας πάνσεμνης, όμορφης μούσας του.

Ο Ρίτσος, αντίθετα, βιώνει εξοντωτικά στερημένος την αναγκαστική εξορία μαζί με συμπάσχοντες διανοούμενους και απλούς Έλληνες πολίτες στα ξερονήσια, "απολαμβάνοντας" τα αγαθά της βίας, της ταπείνωσης και του ευτελισμού της προσωπικότητας, εξαιτίας της στάσης ζωής και της ιδεολογίας που υπηρετεί με συνέπεια σε όλη του τη ζωή, παρών πάντα στους αγώνες των προοδευτικών δυνάμεων του κόσμου, πολεμώντας με το μοναδικό όπλο που είχε στη διάθεσή του, το λόγο, "για το ψωμί, το φως και το τραγούδι". Περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μέσα στη στέρηση, στα πένθη τα δικά του και του κόσμου, ξοδεύεται η πολύτιμη νεότητά του στα νοσοκομεία, στη σιωπή, στις εξορίες. Ζωγραφίζει τον καιρό της αγρύπνιας, τα βάσανα και τους κατατρεγμούς στα ενάλια ξύλα και στα βότσαλα της ερημίας, και τελευτά το βίο και το ακοίμητο έργο του περιτριγυρισμένος από τον πολύπαθο κόσμο για τα δίκαια του οποίου πάλεψε ορθός στην πρώτη γραμμή, και υπηρέτησε με όλες του τις δυνάμεις, τον κόσμο που τον αγάπησε, που τον λάτρεψε, που τον αποθέωσε!

Αναντίρρητα και οι δύο ως κατεξοχήν ποιητές ελληνοκεντρικοί έχουν συναίσθηση της αποστολής και της ευθύνης τους απέναντι στον Ελληνισμό και στην ελληνική Πατρίδα.
*

Είναι χαρακτηριστικοί οι στίχοι του Ελύτη από τη μεγαλειώδη σύνθεση Άξιον εστί:
Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα
μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα
των φονιάδων το αίμα με φως πληρώνω
μακρυνή μητέρα ρόδο μου αμάραντο
και ορίζουν το κέντρο βάρους του έργου του που δεν είναι άλλο από τη "δικαιοσύνη" της Φύσης και της Γλώσσας.

Η οικογενειακή και η οικονομική κατάσταση του Οδυσσέα Ελύτη είναι αυτή που του παρέχει την ευχέρεια να ζήσει άνετα, να ταξιδέψει στο εξωτερικό, να έχει όλο το χρόνο στη διάθεσή του, για να αφοσιωθεί αποκλειστικά και ολοκληρωτικά στην τέχνη του. Έχει τη δυνατότητα να θεωρεί τα δρώμενα στον ελληνικό χώρο από απόσταση διυλίζοντας και προβάλλοντας το τραγικό μέσα από ένα εξαίσιο θάμβος συμβόλων και συμβολισμών, που είναι το περιτύλιγμα της αγωνίας, των βαθύτερων προβληματισμών και της έγνοιας του για τη μοίρα και την πορεία του λαού και του έθνους.

Το αιγαιοπελαγίτικο φως τον διαπερνά και κατασκηνώνει στο σώμα του, τρέφει τα όνειρα, δίνει υπόσταση στους οραματισμούς του, τον πλουτίζει με όλα τα στοιχεία που στελεχώνουν και ενδυναμώνουν το ποιητικό του έργο. Οι γαλανοί, απέραντοι ορίζοντες, οι μουσικοί παλμοί των κυμάτων, τα λευκά βότσαλα, οι τρελοί βορειάδες που κάνουν τα δέντρα να προσκυνούν το χώμα που τα τρέφει, τα τρυφερά κορίτσια με τη ροδαλή, απαλή σάρκα, το τρικυμισμένο βλέμμα, θα γίνουν οι σημάντορές του από την τρυφερή του ηλικία και θα υποστυλώσουν τα ποιητικά του μορφώματα. Θα δώσουν στο μεγαλόπνοο έργο του την αστραφτερή φωτεινότητα και διαύγεια, ακόμα κι εκεί που θαρρείς πως κυριαρχεί η σκοτεινότητα. Ο Ελύτης είναι όλος φως και αισθήσεις. Ξεδιπλωμένος από τη μια ίσαμε την άλλη άκρη πάνω από τον ελληνικό γεωγραφικό χώρο θεωρεί με μάτι άγρυπνο σύμπαντα τον Ελληνισμό.
Ο ήλιος κατέχει πάντα δεσπόζουσα θέση στην ελυτική ποίηση.
"Σπούσε πέτρες ο ήλιος και ψηλά κρώζαν οι άγγελοι".
Η ποίησή του, αυτή καθαυτή, έχει κάτι το άυλο, μια καθαρότητα, καταυγάζεται από τον αναμάρτητο κι αβασίλευτο ήλιο της Δικαιοσύνης, τον αχαλίνωτο ήλιο, τον ήλιο τον ηλιάτορα, τον πετροπαιχνιδιάτορα. Πολλές φορές τα πάντα είναι άυλα, διάφανα και τείνουν να απογειωθούν σαν τον ηρωικό νεκρό που:
"Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του"
Και σαν το μικρό κορίτσι που:
"Μ' ένα ψίχουλο θαλάσσης"
στο ραμφί του ανεβαίνει ολόλαμπρο προς τα ουράνια.
Ο Ελύτης με την αθωότητα των αγίων αισθήσεων "κατενόησε τον κόσμο", τον πραγματικό και το νοητό:
"Ένα σώμα γυμνό είναι η μοναδική προέκταση
της νοητής γραμμής που μας ενώνει με το μυστήριο".
[...]

Είναι η Ελλάδα ολόκληρη με τις δυστυχίες και τα βάσανά της, διαποτισμένη, ωστόσο, και ντυμένη φως και ομορφιά μέσα στην αδιαμφισβήτητη αντοχή και την αιωνιότητά της.
Το έργο του είναι η πρώτη και η μοναδική του έγνοια:
"Προσπαθώ αυτό που έχω να πω, να το πω όσο γίνεται καλύτερα. Μου αρκεί. Δεν περιμένω τίποτε και από κανέναν....", εξηγεί. Ο ίδιος ορίζει και τις συνιστώσες της ποίησής του: "Η ποίησή μου είναι ενιαία.Υπάρχει σ' αυτήν μια εσωτερική ενότητα, μια αλληλουχία, όπου γλώσσα, θέμα, νόημα συνυπάρχουν αρμονικά και αλληλένδετα". Και ερμηνεύοντας τους στόχους του δηλώνει: "Θεωρώ την ποίησή μου πηγή αθωότητας γεμάτης επαναστατικές δυνάμεις. Αποστολή μου είναι να κατευθύνω τις δυνάμεις αυτές κατεναντίον ενός κόσμου που δεν μπορεί να αποδεχτεί η συνείδησή μου, έτσι ακριβώς, ώστε μέσω διαδοχικών μεταμορφώσεων να φέρω τον κόσμο αυτόν σε αρμονία με τα όνειρά μου. Αναφέρομαι εδώ σ' ένα σύγχρονο είδος μαγείας, ο μηχα νισμός της οποίας οδηγεί στην ανακάλυψη της αληθινής μας πραγματικότητας.(...)Ελπίζοντας στην επίτευξη μιας απελευθέρωσης απ' όλα τα δεσμά και μιας δικαιοσύνης που θα ταυτιζόταν με το απόλυτο φως, είμαι ένας ειδωλολάτρης που, αθέλητα, καταλήγει στη χριστιανική αγιότητα".

Έζησε μέσα σε μια φυσική και μεταφυσική μοναξιά υπομονετικά:
"Τη μοναξιά την άντεξα σαν το χαλίκι".
[...]

Η ποίηση του Ελύτη λειτουργεί και ως μορφή και ως περιεχόμενο και σε πολλά επίπεδα. Έπιδέχεται πολλαπλές αναλύσεις και διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες και αντέχει σε πολλαπλές αναγνώσεις. Δεν συμμερίζομαι την άποψή του, πως τον παρανόησαν γενικά και κυρίως όσον αφορά στα "Ελεγεία της εξώπετρας". Νομίζω πως δεν πρόκειται για παρερμηνεία, αλλά για διαφορετική αντιμετώπιση από τους αναγώστες μελετητές/κριτικούς του. Καθένας παίρνει αυτό που του ανήκει, αυτό που μπορεί και κατανοεί, κυρίως από μια ποίηση υπαινικτική, συμβολική, που στόχος και μέλημά της έχει να ζωοποιεί τα πάντα και να τα κάνει:"Μικρά χρυσά πετούμενα μωράκια της αναπνοής σου ακόμη/πάνε κι έρχονται πάνω στην πέτρα και τις νύχτες παίζουνε φεγγάρι/Αλλ' εκείνος που σαν γλύπτης ήχων μουσική από μακρινούς αστερι-/σμούς συνθέτει/Νύχτα μέρα εργάζεται. Και τι ντο φαιά τι σολ ιώδη ανεβαίνουν/ Στον αέρα. Που κι οι βράχοι πιο ιερείς τέτοιο κλάμα το ευλαβούνται/Και τα δέντρα πιο πουλιά συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης/ομολογούνε. Τι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό που/οι μάγοι διατείνονταιΑλλά ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα(...)/Η καθημερινή πρώτη σελίδα του μετα-θανάτου./Κι όμως ο θάνατος για τον ποιητή δεν είναι ανίκητος.Είναι./"Άοσμος κι όμως πιάνεται/Όπως άνθος από τα ρουθούνια/Ο θάνατος..."

Κλείνοντας έναν κύκλο δημιουργίας, που περιέχει όλη την περασμένη του ζωή, πάντα οδεύοντας προς το φως, στην έξοδό του από το βαθύ κι ατέλειωτο σκοτάδι της άγνοιας και εισερχόμενος στην αθανασία της τέχνης του, καταθέτει μια τρομερή εμπειρία:
Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου η ζωή(...)
Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω.
Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος.
Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος, ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός
κι ατελεύτητος

Ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα(σ.39).
Επιστρέφει στα βιβλικά τοπία, στην προχωρημένη σιβυλλική γραφή, στα προσφιλή του σύμβολα για μια κοινωνία με τον άφθαρτο, άμωμο και άγιο Λόγο της δικής του εμβέλειας.

Στο ποίημα "Ρήμα το σκοτεινόν" εστιάζεται το νόημα και η φιλοσοφία όλης της σύνθεσης αυτής. Πρόκειται για το συγκεκριμένο ελυτικό ρήμα/κλειδί, το ρήμα
κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
που μπέρδεψε κι ανακάτωσε και σκότισε τους κριτικούς. Ωστόσο μια τολμηρή ανάλυση αυτού του ρήματος μπορεί να οδηγήσει κάπου: κατά – άρκυς - θμεύω. Ας αφήσουμε την πρόθεση κατά και ας προχωρήσουμε στο άρκυς, ίσως αυθαίρετα.

Σκαλίζοντας και ξεφυλλίζοντας λεξικά, αρχίζοντας από το Ομηρικόν του Ι. Παναταζίδου, στο ΝΕΟΝ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ του Δημητράκου(1969) υπάρχει το ουσιαστικό
"ά ρ κ υ ς,υο ς,
που σημαίνει δίκτυον θηρευτικόν, πάγη, δόκανον, και μεταφορικά παγίς, επιβουλή, δράστης επιβουλής... Εξ ου και αρκύστατος= εστημένος, και αρκυωρός=ο επιβλέπων τας άρκυς και αρκυωρώ=ως αρκυωρός επιβλέπων το θήραμα, ενεδρεύω, παραμονεύω.

Από την τολμηρή αυθαίρετη ίσως ανάλυση και την ακόλουθη πιθανή σύνθεση του ρήματος:Κατά - άρκυς - θμ και η ρηματική κατάληξη εύω, ο ποιητής "έπλασε" το δικό του συνθηματικό ρήμα καταρκυθμεύω, κατά τα εις εύω ρήματα.Το θμ το βρίσκουμε στις λέξεις: βρυχη θμός, ισ θμός, κλαυ θμός, πορ θμός, στα θμός, στα-θμεύω...

Σ' αυτό το συμπέρασμα οδηγούν οι στίχοι από το ίδιο το ποίημα με το βαρύ, επίσημο, καλβικό, μεγαλειώδες ύφος:
Εδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Κι ανάλαφρα τα όρη ας
Μετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:
κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
Εμφανίζεται σαν άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
με παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρυτες από Δίες κι Ερμήδες
Τέλλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Ασία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Κίρκης
[...]

Όλα στη ζωή διαγράφουν κυκλική τροχιά, όπου δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε τέλος, αλλά ένα αιώνιο παρόν μέσα στον ατελεύτητο χρόνο, μέσα στον απέραντο κύκλο του σύμπαντος κόσμου, του Θεού /Λόγου!
***


Είναι προφανές πως ο Γιάννης Ρίτσος δεν φοβάται να εκθέσει το σώμα και την ψυχή του με όλες τις πληγές και τα αποτυπώματα που έφησε πάνω και μέσα του η αρρώστια, οι εξορίες, η λαίλαπα του Εμφυλίου και η μετεμφυλιακή μισαλλοδοξία που γέμισε τα ξερονήσια Ελλάδα... Ο Ρίτσος, κυριολεκτικά, αναλώθηκε μέσα στη μούχλα των φυλακών και στη μπόχα της απανθρωπιάς στην εξορία. Βίωσε σε όλο της το μεγαλείο την αθλιότητα, τον ευτελισμό της ανθρώπινης προσωπικότητας, την τέλεια απογύμνωση του ανθρώπου θύτη και θύματος. Και αποτύπωσε πάνω στην αδρή ερημιά της γλυμμένης πέτρας και του ενάλιου ξεκομμένου ξύλου τον πόνο των συνανθρώπων του χαράζοντας θλιμμένες μάνες/ Παναγιές, μαραγκιασμένες μορφές, πρόσωπα στραγγισμένα, αλλά περήφανα. Μοιράστηκε μαζί τους την πικρή αρμύρα στα ξερονήσια, τη βαναυσότητα του ανάλγητου δεσμοφύλακα. Όμως αντιστάθηκε!
Φύτεψε αμάραντα άνθη υπομονής στην ολονύχτια αγωνία της μαραγκιασμένης μνήμης.

Και ο Οδυσσέας Ελύτης, ως ενσυνείδητος εκφραστής μιας παναθρώπινης οδύνης, "οξειδώθηκε μες στη νοτιά των ανθρώπων", μέσα σε μια Ελλάδα ταλαιπωρημένη με τις πληγές από τους πολέμους στο κορμί της αιμορρούσες, αλλά πάντα τιμημένος και ζει τον περισσότερο χρόνο του απερίσπαστος τη μοναξιά στο χώρο που είναι επιλογή και καταφύγιό του. Αντίθετα, ο Ρίτσος αγωνίζεται να βγει από οικογενειακά ερείπια και να επιβιώσει μέσα σε μακροχρόνιες στερήσεις και ψυχοφθόρες αρρώστειες και εργάζεται σε άγρια ανταγωνιστικούς χώρους, όπως είναι οι χώροι της τέχνης και του θεάματος. Γνώρισε την κακία και αντιστάθηκε σε συνθήκες αντίξοες. Και κατάφερε να δημιουργήσει έργο μεγαλόπνοο και μεγαλοδύναμο, με όλες τις αδυναμίες της πληθωρικότητας, σύμφωνα με κάποιες κοντόφθαλμες εκτιμήσεις, να κρατήσει μια σταθερή στάση ζωής και ιδεολογικής διαφορετικότητας. Βίωσε κατάσαρκα την αδικία, την άκρα ταπείνωση, τον ευτελισμό και την καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την περιφρόνηση παναθρώπινων και αιώνιων αξιών, την καταπάτηση των ανθρωπίνων δυκαιωμάτων, τη σήψη και τη διαφθορά στο σκληρό πρόσωπο της εξουσίας. Και όλη του η ποίηση είναι μια αδιάκοπη οδυνηρή πορεία από το σκοτάδι της αδικίας προς στο φως της αλήθειας και της δικαιοσύνης.

Βρέθηκε αντιμέτωπος πάντα με το σκληρό πρόσωπο του δυνατού, της απειλής και του καθημερινού ψυχικού, ηθικού και σωματικού καμάτου και θανάτου. Πόνεσε σωματικά, ηθικά και ψυχικά. Και τάχτηκε "υπέρ του αδυνάτου", μαχόμενος με τον άοκνο, τον ανύπνωττο και έναρθρο λόγο του στο πλευρό πάντα του αδικουμένου και κατατρεγμένου ατόμου και των λαών όλου του κόσμου, σταθερός στις πεποιθήσεις και στα ιδανικά του ίσαμε το τέλος της ζωής του. Τον αφορούσε το ίδιο κάθε ατομική περίπτωση όπως και το σύνολο των αναγκεμένων. Αυτό τον κόσμο της κατάπτωσης και του ευτελισμού, της μπόχας και της δυσοσμίας, που τον περιβάλλει, κυριολεκτικά εξ ανάγκης και νόμου, και τον απειλεί, αυτόν αντιμάχεται. Και για να υπάρξει προσέφυγε στην τραγωδία και στον αρχαιοελληνικό μύθο και εκφράστηκε μέσα από τις ζωές των τραγικών προσώπων του μύθου και της ιστορίας όπου βρήκε καταφύγιο, οικείο χώρο, σιγουριά και κυρίως τα κατάλληλα πρόσωπα να υποδυθεί και τα ανάλογα προσωπεία. Και σαφώς εκφράζει τον κόσμο της παρακμής από την εποχή του Μεσοπολέμου και μετά, παραμένοντας, ωστόσο, αισιόδοξος και γελαστός, συγκαταβατικός, ηθικά και ψυχικά ακμαίος, ωραίος "ως άνθρωπος".

Ακουμπάει στα πρότυπα που του προσφέρει η μυθική και η κλασική αρχαιότητα, η λαϊκή και η θρησκευτική παράδοση, η αρχαία λατρεία και η ορθοδοξία και χτίζει το ποιητικό του σύμπαν. Βυθίζεται στο ιστορικό παρελθόν και ανιχνεύει το φως και την αλήθεια στα ηθικά, ιδεολογικά και πολιτικά σκοτάδια της εποχής του, μιλώντας ωμά και συχνά σκληρά και ανελέητα χωρίς φόβο, χωρίς υποκρισία, χωρίς πρόθεση συγκάλυψης ή προσπάθεια εξωραϊσμού.

Ζώντας το δράμα του καταπιεζόμενου ατόμου στις διαχρονικές του διαστάσεις, ζωγραφεί με τα μελανότερα χρώματα στα πεζά, κυρίως, δημιουργήματά του τη φρικιαστική καθημερινότητα του εξόριστου σωματικά και ψυχικά ανθρώπου και οραματίζεται ένα καλύτερο μέλλον για τον κόσμο, μέσ' από την προοπτική του χρόνου. Κατορθώνει και μένει άφθαρτος και νικηφόρος εραστής του ωραίου και του αληθινού σ' έναν κόσμο αντιπαλότητας και υποκρισίας για να χαράζει πορεία προς το σταθερό σημείο του κόσμου, που είναι το σημείο της συνάντησης του ανθρώπου με τον άνθρωπο. Και στέκει όρθιος, ωραίος σαν αρχαίος θεός, και παρών στις επάλξεις, μπροστάρης σε όλα τα ειρηνικά κινήματα ως ταγμένος να υπηρετεί με την τέχνη του την υπόθεση του ανθρώπου. Πιστεύει στον άνθρωπο, όμως φοβάται εκείνους που λυπούνται όταν οι άλλοι χαίρονται. Και συμβουλεύει τη νεογέννητη κορούλα του:
Πρέπει να φυλαχτούμε, κοριτσάκι,/
οι άνθρωποι είναι λυπημένοι,
δε συχωράνε τη χαρά μας...
(Πρωινό άστρο)
μην μπορώντας να κρύψει την οδύνη και τη θλίψη του ακόμα και σε ιλαρές στιγμές του βίου του. Ο λόγος του είναι μια διαρκής πάλη ενάντια σε κάθε μορφή και έκφραση κακού.

Αναμφίβολα, είναι "στρατευμένος" ποιητής, όχι με την έννοια ότι υπηρέτησε μια συγκεκριμένη ιδεολογία, όπως έχει ειπωθεί κατά κόρον, αλλά στρατευμένος στην "υπόθεση του ανθρώπου". Αγωνίστηκε σε όλη του ζωή και με όλες του τις δυνάμεις, και τις αδυναμίες του ακόμα, διέθεσε τη ζωή και την τέχνη του για να βοηθήσει τον άνθρωπο να βγει από τα σκοτάδια της άγνοιας, να ζήσει ελεύθερος, αξιοπρεπής, ειρηνικά σε έναν κόσμο όπου θα βασιλεύει η αγάπη, η αδελφοσύνη, η δικαιοσύνη. Ήταν παρών σε κάθε κρίσιμη στιγμή και πάντα έτοιμος κι ολόρθος στο πλευρό των προοδευτικών δυνάμεων του κόσμου, πάλεψε
"για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι",
για να έχουν όλοι οι άνθρωποι πρώτα τα απαραίτητα υλικά αγαθά, και να μπορούν να μοφρωθούν για να γίνονται ικανοί να κατανοούν και να αγαπούν την τέχνη, το ωραίο που πρέπει να είναι και αληθινό. Ψωμί, Φως, Τραγούδι! Ιδού η αγία τριάδα του ποιτή Γιάννη Ρίτσου! Μέσα σε τρία ουσιαστικά κλείνει το νόημα του αγώνα του, την ουσία του κόσμου, την απλή κι, ωστόσο, πολυδάπανη φιλοσοφία της ζωής του.

Ο Ρίτσος μίλησε απλά, για να τον καταλαβαίνουν, για να επικοινωνεί με τον πολύ κόσμο. Δεν έγραψε αποκλειστικά για τους λίγους, για τους εκλεκτούς της τέχνης. Όλοι οι άνθρωποι για τον ποιητή της Ρωμιοσύνης είναι εκλεκτοί, μοναδικοί. Κι αυτό είναι το ισχυρότερο όλπο, το μεγαλύτερο προτέρημά του, η ειδοποιός διαφορά του έργου του από το βαρυσήμαντο και πολυδιάστατο, πμολογουμένως, έργο του Ελύτη και άλλων σπουδαίων σύγχρονων και μη ομότεχνών του. Ο Ρίτσος είναι πιο κοντά στο Σολωμό, τον Παλαμά, το Βρεττάκο. Ο Ελύτης συγγενεύει με τον Κάλβο και το Σικελιανό.

Ο Ρίτσος βρέθηκε πάντα μπροστά, στο πλευρό των αγωνιζόμενων, "των ελεύθερων πολιορκημένων Ελλήνων". Πολέμησε με το λόγο, με το στίχο, με το ανυπόταχτο πνεύμα του, με την αθάνατη και παντοδύναμη τέχνη της ποίησης, αντιπαρατάχτηκε με σθένος ενάντια στη βία, στο κακό και στο άδικο:"...δίχως σπαθιά και βόλια".
[...]

Η ποίησή του είναι γεμάτη Ελλάδα. Μια Ελλάδα μυθική και ιστορική, πανέμορφη και ομορφολαλούσα. Μια Ελλάδα πονεμένη, αλλά περήφανη, ωραία και σεβαστή. Ο Ρίτσος δεν παίζει με τις λέξεις και τα σύμβολα. Χτίζει το έργο του θεμελιωμένο γερά πάνω στο σκληρό βράχο της αθανασίας της φυλής με διαχρονικά στοιχεία: Με Φως, αέρα και νερό, με αίμα, πόνο και δάκρυ, με ήλιο και με χώμα ελληνικό, στοιχεία γήινα. Χρησιμοποιεί λέξεις και έννοιες που αντιπροσωπεύουν πράγματα απτά, χειροπιαστά, συγκεκριμένα γεγονότα και καταστάσεις, που περιέχουν και κουβαλούν το Παρελθόν, το Παρόν και το Μέλλον, το γεωγραφικό χώρο, το λαό και το Έθνος, την παράδοση, τον πολιτισμό, τη γλώσσα, τη θρησκεία, όλα τα ακατάλυτα στοιχεία που είναι η αιωνιότητα του Ελληνισμού:
"Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα
κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια
κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον ένα άγιο(...)
Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας(....)
Μια στρογγυλή φωνή από μαύρο γυαλί κι από άσπρο άνεμο/
(...)
η ίδια πανάρχαιη φωνή"
που τον ακολουθεί και τον προστάζει να τραγουδήσει όπου κι αν βρίσκεται: Στον ύπνο και στην εγρήγορση, στο μπαλκόνι του σπιτιού, στον τόπο της εξορίας, πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, στον Άη Στράτη εξόριστος και στη Μακρόνησο, τον ακολουθεί και τον ορίζει η φωνή της Ελλάδας από καταβολής Ελληνικού κόσμου. Όμως η ποίησή του απλώνεται και πέρα από τα σύνορα της Ελληνικής πατρίδας, ανταμώνει τον άνθρωπο σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, τον πανάνθρωπο που έχει τα ίδια όνειρα, τις ίδιες προσδοκίες, που παλεύει για Ψωμί, για Φως και για Τραγούδι, για ένα αξιοπρεπές και ανθρώπινο επίπεδο ζωής που θα του ανοίγει τη θύρα της Παραδείσου που είναι η παιδεία, η μόρφωση, το ξύμνημα της συνειδήσεως. Η ποίησή του ανήκει στην ανθρωπότητα ολόκληρη. Έχει προδιαγραφές διαχρονικές, παγκόσμια ακτινοβολία.

Μίλησε για όλα και για πολλούς μελλοντικούς αιώνες. Κληροδότησε στον Ελληνισμό ένα πολύμορφο, πολυποίκιλο, πολυδιάστατο και πολυσήμαντο έργο, ευλύγιστο, που να αντέχει στο χρόνο, στις δοκιμασίες και στις κακουχίες. Στις κρίσεις και στις επικρίσεις. Να αντιστέκεται. Όσο θα υπάρχει Ελλάδα κι Ελληνισμός ο Ρίτσος θα ανοίγει δρόμους στις γενιές που έρχονται.

Υπήρξε συνεπής με τις ιδέες του σε όλη του τη ζωή. Αγωνίστηκε για να εδραιωθεί στον κόσμο η ειρήνη και η ελευθερία. Οι όποιες ανθρώπινες αδυναμίες του ποιητή της Ρωμιοσύνης υποτάχτηκαν στην ακατάβλητη θέλησή του να υπηρετεί και να υπερασπίζεται το δίκιο και την ελευθερία.

Ο Γιάννης Ρίτσος είναι η απομέσα Ελλάδα, το πλούτος της ελληνικής οικουμένης. Η ποίησή του κουβαλάει στα φτερά των φθόγγων της τη ματωμένη μνήμη, σύμπαντα τον ελληνικό βίο και πολιτισμό, τους αρχαίους ήρωες του λόγου, είναι η ομιλούσα καρδιά και ψυχή της αιώνια αγωνιζόμενης Ελλάδας. Έζησε
"μάγουλο με μάγουλο με το θάνατο"
για τούτο υμνεί τη ζωή και τις ομορφιές της. Απλώνεται παντού γιατί δεν τον χωράει η επιφάνεια του γεωγραφικού χώρου, είναι απέραντος, παγκόσμιος, αστείρευτος και ακατάβλητος, ανυπέρβλητος, ένα ποιητικό μέγεθος μοναδικό, τόσο για τα πανανθρώπινα μηνύματα που περιέχει το έργο του, όσο και για την πάμπλουτη γλώσσα, που χρησιμοποιεί ως εκφραστικό του όργανο.
[...]

Ωστόσο τίποτα δεν πάει χαμένο. Από την τέφρα της βλέπει την Ελλάδα ο ποιητής της να ξαναγεννιέται. Έτσι στα "Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας", με στίχους έντονα λυρικούς, βγαλμένους θαρρείς μέσα από την καρδιά της ελληνικής ψυχής και σμιλεμένους πάνω στην πέτρα τη λειασμένη από το θαλασσοδαρμό, φανερώνεται ο ποιητής που έρχεται από τα περασμένα φορτωμένος γνώση και μουσικούς ήχους, μελωδίες κι ευωδιές, λαλιές πουλιών, χρώματα από θάλασσα και ουρανό, σπασμένα μάρμαρα κι αλυσίδες, κεριά και λιβάνια, θυμιάματα και σταυρούς, αγίους και μάρτυρες. Και στέλλει το παρήγορο κι ελπιδοφόρο μήνυμα:
Σώπα, όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες
αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Μέσα από το έργο του προβάλλει και βαθειά θρησκευόμενος, όχι μόνο με την απλή παραδοχή της πίστης του συνόλου του λαού της πατρίδας του, αλλά ως ένας συνειδητοποιημένος, ένας ειλικρινής χριαστιανός ορθόδοξος ποιητής, όσο κι αν αυτό μπορεί να ξενίζει κάποιους. Το θρησκευτικό συναίσθημα, θρεμμένο με τα βιώματα της παιδικής ηλικίας, είναι διάχυτο στο έργο του, ακόμα και στα αγωνιστικά και στα επικαιρικά ποιήματά του. Μέσα από τους στίχους προβαίνουν άξαφνα λυπημένες Παναγιές, κεριά, Μεγαλοβδόμαδα, τάματα σε αγίους και σε εκκλησιές. Είναι θρεμμένος με την ελληνοχριστιανική παράδοση. Συμπορεύται μέσα του, μυστικά ίσως, με τον Ιησού και τον Απόλλωνα, όπως, άλλωστε, και οι προκάτοχοί του, Παλαμάς, Σικελιανός. Λέει στο "γράμμα στο Ζολιό":
Τη νύχτα, πλάι στις ροδοδάφνες,
περπατούν ο Χριστός με τον Απόλλωνα(...)
Ο Απόλλωνας σωπαίνει.
Ο Χριστός σωπαίνει. Ο Ευρώτας κυλάει.

Και η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με τραγούδια Η ειδωλολατρική Ελλάδα συμπορεύεται μέσα του με την ορθόδοξη χριατιανοσύνη. Κυλάει το ποτάμι της ζωής γύρω του και η ιστορία καταγράφοντας τα γεγονότα ακολουθάει το ρεύμα του ποταμού προς τον απέραντον ωκεανό της αιωνιότητας.
(....)
Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στου αγεριού το πόδι.
Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά, σωπαίνουν οι καμπάνες
σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του...
για να αναστηθεί και να προβάλει μέσα από τη σιωπή ανανεωμένος, όπως ο σπόρος μέσα από τα σπλάχνα της μάνας γης, και να παλαίψει για τη λευτεριά του. Η Ελλάδα, η Ρωμιοσύνη δεν χρειάζονται θρήνους και μοιρολόγια. Το ξέρει πολύ καλά αυτός που έχει στο κορμί του την αρμύρα της εξορίας. Και την πικραλίδα της ερημιάς και της καταφρόνιας ριζοβολημένη κι ανθισμένη στη γενναία του φωνή, στην ψυχή και στην καρδιά. Γι' αυτό και τραγουδάει με σιγουριά:

Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις,-εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,
Νάτη πετιέται από ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.
*

Δεν είναι δυνατό να συμμαζέψεις σε λίγες σελίδες το μεγαλείο και την ασύγκριτη τραγική ομορφιά της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη και του Γιάννη Ρίτσου. Αγγίζεις μόνο με τ' ακροδάκτυλα κάποιες πτυχές του οράματός τους, ψαύεις ελάχιστα από τα ατέλειωτα μαργαριτάρια που έχουν συλλέξει και έχουν συνθέσει το κατορθωμένο έργο τους , το οποίο αποτελεί μεγάλο εθνικό κεφάλαιο, γλωσσικό θησαυροφυλάκιο και πολύτιμη παρακαταθήκη για τους Πανέλληνες των αιώνων που έρχονται.

Ο Ελύτης και ο Ρίτσος είναι δυο ξεχωριστές και ιδιότυπες φύσεις και προσωπικότητες και είναι άδικη και ανερμάτιστη οποιαδήποτε σύγκριση και συγκριτική αξιολόγηση. Όπως και κάθε πρόχειρος και αβασάνιστος χαρακτηρισμός της προσφοράς ενός εκάστου. Γιατί πέρ' από το γεγονός ότι ανήκουν στην ίδια γενιά, ο κόσμος και ο χώρος τον οποίο υπηρετούν, εκπροσωπούν και μέσα στον οποίο κινούνται και εκφράζονται είναι τόσο διαφορετικός, όσο οι δυο όψεις του αυτού νομίσματος. Οι αρνητικοί και αβασάνιστοι χαρακτηρισμοί όσον αφορά στην τεράστια και, όντως άνιση, έντονα προκλητική σε κάποιες περιπτώσεις, πληθωρική, προσφορά του Γιάννη Ρίτσου από σύγχρονούς του μικρόψυχους, κοντόφθαλμους, βιαστικούς τιμητές και κριτικούς, εκτός από μεροληπτικοί, πρόχειροι και αβάσιμοι, είναι καιροσκοπικοί και κακόβουλοι.

Υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά στον τρόπο με τον οποίο ο καθένας βίωσε το ωραίο, το άσχημο, το κακό και το καλό, την ευτυχία και τη δυστυχία, τον πόνο και τη φθορά, την εξορία, τη μοναξιά και τη σιωπή, κι έχτισε τον περικαλλή ναό της ποίησής του: Ο Ελύτης πετά στα γαλανά ύψη με τα πουλιά, είναι αιθεροβάμων, τον βλέπεις να περιπατεί επί αφρισμένων κυμάτων, τυλιγμένο με χρώματα, ήχους και φως. Ο Ρίτσος είναι πολύ γήινος ποιητής. Πλασμένος από χώμα και νερό και ουσία χειροπιαστή και η ποίησή του είναι ένας χειροποίητος ναός σε αντίθεση με το αχειροποίητον του έργου του Ελύτη. Ο δωρικής κατατομής Ελύτης σε όλη του τη ζωή και την ποιητική οδοιπορία αναζήτησε την ομορφιά στην ισορροπία λόγου και έργου, φυσικής και νοητής πραγματικότητας . Ο "ωραίος κάλλει" Ρίτσος, είδε την άλλη όψη του κόσμου και πάσχισε να οδηγήσει τον κόσμο της στέρησης από το σκοτάδι στο φως, στην ομορφιά της ζωής, της απτής πραγματικότητας.


Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου