Χρήστος Π. Γαρουφαλής

 

 

 

 





 



 



 


















Ελένη Χωρεάνθη: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ /ΑΦΙΕΡΩΜΑ
[Επιλέγω και παρουσιάζω βιβλία/ θέματα Τέχνης / Πολιτισμού]
με τον διακεκριμένο Αγρινιώτη ζωγράφο
            Χρήστο Π. Γαρουφαλή *
Κουβαλώντας μνήμες από το παρελθόν και ζώντας μέσα στο φυσικό του περιβάλλον, ο ζωγράφος εμπνέεται από τη ζωντανή πραγματικότητα, από την περιβάλλουσα φύση και ζωή, το φυσικό και ανθρώπινο τοπίο. Ανιχνεύει την ομορφιά, τις ευωδιές των λουλουδιών και των καρπών της γης, τη μαγεία του βλέμματος των ανθρώπων, την ιστορική φόρτιση αντικειμένων και χρηστικών, καθημερινών σκευών, τις ιδιαιτερότητες των αντικειμένων, τις λεπτές λειτουργίες και αποχρώσεις, συλλαμβάνει τον παλμό και το ρυθμό, την απαλή μουσική που ρέει μυστικά στα σώματα, που διαπερνά την ύλη κι αναταράζει τα φυλλώματα του χρόνου. Αποτυπώνει ζωντανά στα έργα του σε όλο της το μεγαλείο την ποίηση των απλών, καθημερινών πραγμάτων. 
 
Ο Χρήστος Γαρουφαλής αναπαριστά τον κόσμο του με έναν τρόπο απλό, αληθινό και γνήσιο. Με την υποβλητική ζωγραφική του προσφέρει στο κοινό σύνολα ξεχωριστών πινάκων με θέμα άλλοτε από τον παραδοσιακό ελληνικό καφέ με δροσερά σχέδια: «μολύβι σε χαρτί», «μελάνι σε χαρτί», με τρυφερά χρώματα «παστέλ σε χαρτί» και με γήινα, φιλικά στις αισθήσεις, ζεστά, ζωντανά «χρώματα λαδιού σε ξύλο», ζωγραφίζει όλες τις φάσεις και τα στάδια της τελετουργίας του παραδοσιακού ελληνικού καφέ. Παρουσιάζει λιτά μια όμορφη, απλή, αθώα, αγαπητική πραγματικότητα, απαλλαγμένη από ψευδεπίγραφα χρωματικά σχεδιάσματα και δυσνόητα εικαστικά νεφελώματα, γεμάτη, ωστόσο, αναπλασμένες, ανανεωμένες νοσταλγίες, αναδυόμενες τρυφερά διαχρονικές ευαισθησίες και μορφές ζωής, σπάνιες ή δυσεύρετες ομορφιές.
 
Τον ενδιαφέρει «η αναγωγή του αντικειμένου σε σήμα», σύμβολο που με τη μονοχρωμία του το αντικείμενο διατηρεί την τελειότητα της μορφής και θυμίζει μορφές ζωής «ενός άλλου χρόνου, την αίσθηση του μέτρου και ενίοτε του ταπεινού που ενέχει η ελληνική ζωή («οίνος / άμπελος», «μήνες/μνήμες», «καφές ελληνικός»). Μια συνεχής αφαίρεση του περιττού καθιστά τη ζωγραφική του διαρκή πνευματική άσκηση και μιαν επίμονη αναζήτηση του καίριου και του ουσιώδους…» και με την υπέρβαση του χρόνου «και το περίβλημα που φέρει το αντικείμενο, παραπέμπει ευθέως στη ζωή και την πνευματική του διάσταση – ‘ανθρώπων βλέμματα’».
 
Η σχέση του Έλληνα με τον παραδοσιακό καφέ είναι διαλεκτική και διαχρονική, είναι βιωματικά ερωτική. Και αισθησιακή. Ο καφές είναι στοιχείο ζωντανό με το οποίο ο άνθρωπος συνομιλεί μυστικά, διαλέγεται σιωπηρά μαζί του, τον απολαμβάνει ηδονικά, τον συντροφεύει στη μοναξιά και στην οδύνη, αλλά και στη χαρά και στην ανάπαυλα, στην εργασία και τη συντροφιά με τους αγαπημένους του. Ο ελληνικός καφές, ο τόσο περιφρονημένος από κουλτουριάρηδες νεοαστούς και νεαρούς της καφετέριας, ο ταπεινός, ο αμιγής, ο αχνιστός, καϊμακάτος κι ευωδιαστός ελληνικός καφές με ή χωρίς ζάχαρη, ψημένος στη χόβολη μέσα στο μπακιρένιο μπρίκι, σερβιρισμένος στο κλασικό συμπαθητικό πορσελάνινο φλιτζάνι, με ένα αυτί ή σε δυσεύρετο παλαιϊκό με διπλό αυτί και γλώσσα, όπως μας τον προσφέρει ζωγραφιστό ο αισθαντικός καλλιτέχνης, έχει ξεχωριστεί γεύση, οσμή, και στην αφή είναι πολύ φιλικός. Τον απολαμβάνεις, με όλες τις αισθήσεις: αφή, γεύση, όραση, ακοή, ακόμα και η έκτη αίσθηση, η μάντισσα, θαρρείς παραμονεύει στη σκιά για να διαβάσει το πεπρωμένο και να προβλέψει το… άδηλο μέλλον.
Όλα τα στάδια της λειτουργίας ενός καφέ, η σύντομη ιστορία της καθημερινής, της πρόσκαιρης δραστηριότητάς του, είναι αποτυπωμένα σε κάθε εικαστικό μόρφωμα με μια κινητική ηρεμία στο πλαίσιο της σιωπής που το περιβάλλει. Ο τρόπος εικαστικής «γραφής» του καλλιτέχνη έχει κάτι αριστοκρατικό κι απόμακρο οχυρωμένο στη μοναδικότητά του και φιλικό μαζί, κάτι από τη δωρική, την καθαρή κι αγέρωχη μορφή του δημιουργού του.
Ο Γαρουφαλής δεν περιφρονεί κανένα από τα χρηστικά αντικείμενα που παίρνουν μέρος στην ιεροτελεστία και καταξιώνονται καλλιτεχνικά στη «Ζωγραφική» του, θυμίζουν έναν απλό κι απέριττο, λιτό κόσμο τρυφερότητας και ανθρωπιάς, δημιουργούν μέσα μας μια χαρμολύπη που λειτουργεί λυτρωτικά ως κάθαρση από τα σύγχρονα παθήματα, πάθη και άγχη.
Πάνω στις στατικές μορφές των αντικειμένων αποτυπώνεται αδρά μια ολόκληρη, παρελθούσα ανεπιστρεπτί, εποχή με όλα τα συν και τα πολλά πλην της και, κυρίως, η ατελεύτητη πορεία του Ελληνικού Λαϊκού Πολιτισμού που συντηρεί και διαφυλάσσει ως ιερή παρακαταθήκη στο ερμάρι της η ανύσταχτη συλλογική συνείδηση και μνήμη.
*
Εξ αφορμής του έργου σας «Οδός Ελευθερίας», πρόσφατου αποκτήματος της Συλλογής Έργων Τέχνης της Βουλής των Ελλήνων, στο οποίο απεικονίζονται «…τρία παλαιάς βιβλιοδεσίας βιβλία τοποθετημένα ευλαβικά στο περβάζι του σκοτεινού δώματος με παράθυρο που βλέπει σε ηλιόλουστο κάμπο και ένα πτηνό να φτερουγίζει στην καρδιά του ουρανού», δράττομαι της ευκαιρίας να σας υποβάλω μερικές ερωτήσεις / απορίες, στις οποίες θα χαιρόμουν να μου απαντήσετε, για να ολοκληρωθεί το «αφιέρωμα», που θα δημοσιευθεί στο επίσημο ιστολόγιό μου ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ, όπου παρουσιάζω «βιβλία επιλογής μου και θέματα Τέχνης και Πολιτισμού».
-Ξεκινήσατε με προσωπογραφίες. Τι σας έκανε να ασχοληθείτε με το απαιτητικό αυτό είδος της ζωγραφικής:
 Από τα χρόνια της εφηβείας ζωγράφιζα πορτρέτα γνωστών μου προσώπων και αν κρίνω από τα σχόλια των μεγαλυτέρων, θα υπήρχε μάλλον μια δεξιότητα στην αποτύπωση της ομοιότητας. Στην πρώτη μου έκθεση το 1989 αποτύπωνα δειλά τη μορφή του ανθρώπου η οποία, τριάντα πέντε χρόνια μετά, δεν έπαψε να με μαγνητίζει… Αυτή η αγάπη μου ήταν η αιτία της έκθεσης Ανθρώπων βλέμματα το 2009, όπου ζωγραφικό ζητούμενο ήταν να αποκαλυφθεί το εσωτερικό του προσώπου, να ανέλθει στην επιφάνεια. Και τα μάτια, από εκφραστικό όργανο του ανθρωπίνου σώματος, να μετατραπούν σε «βλέμματα» που λειτουργούν σαν κάτοπτρα και καθρέφτες ψυχών. Βλέμματα αμφίσημα, αυτοελέγχου αλλά και ενατένισης. Η ενότητα αυτή -η οποία συνεχώς θα ανανεώνεται- είναι μια διαρκής αναζήτηση της πνευματικότητας τους… Μια απόπειρα «συνομιλίας» μου με του καθενός μας το βλέμμα... Τα νεκρικά πορτρέτα του Φαγιούμ και η ζωγραφική του Ρέμπραντ αποτελούν το σπουδαιότερο μάθημα που έλαβα για τη δύναμη του ζωγραφικού βλέμματος.
-Μελετώντας το δημοσιευμένο έργο σας, διαπιστώνω πως το ενδιαφέρον σας στρέφεται αποκλειστικά σε οικεία θέματα που σχετίζονται με την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, όπως σκεύη καθημερινής χρήσης, καρποί...
Η ζωγραφική μου είναι το απόσταγμα της μνήμης μου... Δεν με ενδιαφέρει απλά μια φωτογραφική αναπαράσταση κάποιου αντικειμένου – μιας σύνθεσης ή ενός προσώπου. Στοχεύω σε μια ζωγραφική που προσπαθεί να φανερώσει – να αποκαλύψει το αντικείμενο ή το πρόσωπο. Που μέσα στη φαινομενική της λιτότητα να μπορεί να περικλείει το μεγαλείο τους. Να καταστήσει τη μνήμη παρόν όταν το θέμα παύει να έχει χρόνο. Να αποτυπώσω το «σήμερα» μέσα απ’ την αφύπνιση του χτες.
-Για ποιο λόγο τα μπακιρένια μελανόμορφα μονόχρωμα σκεύη, εκείνα τα «αιώνια», από τα σύνεργα του καφέ ίσαμε το τασάκι για τη στάχτη του τσιγάρου, και μάλιστα «αγάνωτα», λαμπερά, αποτελούν ένα από τα βασικά υλικά του έργου σας;
  Όπως σας είπα και πριν, στη νεκρή φύση η αντιγραφή αντικειμένων και η εξωτερική τους ομοιότητα, δεν σημαίνει τίποτα αν δεν μπορέσεις να αποδώσεις τις συγκινήσεις που σου προκαλούν αυτά τα αντικείμενα. Όταν ρωτούσαν τον Matisse απαντούσε «Για να αποδώσω τις συγκινήσεις, τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις μου με χρώμα και φόρμα, πράγμα που δεν μπορούν να κάνουν ούτε η πιο τελειοποιημένη φωτογραφική μηχανή, ούτε ο κινηματογράφος. Δεν ζωγραφίζω αυτό το τραπέζι, αλλά τη συγκίνηση που μου προκαλεί». Κι όπως εύστοχα σημείωνε ο Τσαρούχης: «Δεν με απασχολεί τόσο το θέμα, όσο η ποίηση του θέματος».
-Επίσης σε πολλά έργα σας χρησιμοποιείτε το ξύλο. Γιατί;
  Η επιλογή της ζωγραφικής επιφάνειας και των υλικών δεν γίνεται για κάποιον ιδιαίτερο λόγο. Ζωγραφίζω με λάδια πάνω σε ξύλα, σε μουσαμά, σε κεραμικά, αλλά και με παστέλ και μολύβια σε χαρτιά kraft, ανάλογα τι εξυπηρετεί τον λόγο δημιουργίας του κάθε έργου. Κάποια έργα κατά τη κρίση μου αναδεικνύονται σωστότερα πάνω σε ξύλινη επιφάνεια «επικοινωνώντας» καλύτερα αυτό που θέλω να πω, ενώ κάποια άλλα στον μουσαμά. Όμως κυρία Χωρεάνθη, τα υλικά από μόνα τους δεν αποτελούν εγγύηση για το τελικό αποτέλεσμα στην τέχνη. Στην ιστορία της ζωγραφικής έχουμε διαμάντια και σε ξύλο και σε καμβά. Πόσοι ενδιαφέρονται αν η «Τζοκόντα» του Λεονάρντο είναι ελαιογραφία πάνω σε ξύλο λεύκης ή η «Δαντελού» του Βερμέερ είναι ζωγραφισμένη σε μουσαμά; Άλλα είναι τα κριτήρια και η «προίκα» που συνοδεύει το κάθε έργο.
-Ακολουθάτε σταθερά μια δωρική γραμμή. Αποφεύγετε τα περίτεχνα σχήματα και τα φανταχτερά χρώματα. Μήπως θέλετε να εστιάσετε στη σημασία του συμβόλου και στο ρόλο του στην πρακτική ζωή;
Ζωγραφίζω ό,τι αισθάνομαι. Προσπαθώ, χρόνια τώρα, ν’ αποτυπώσω την «ουσία» των πραγμάτων με μοναδικά όπλα την Πολυγνώτεια παλέτα, την «εκούσια πτωχεία» της βυζαντινής παράδοσης κι εφόδιο την ανάγκη της ψυχής. Άσκηση μέτρου και ζωγραφική λιτότητα είναι τα ζητούμενα τα οποία στο τέλος θα οδηγήσουν στον πλούτο του αποτελέσματος. Με ενδιαφέρει να εστιάσω στα πιο ταπεινά αντικείμενα, τα φορτωμένα μνήμες. Προσπαθώ για τη «συγ-κίνηση» που προκύπτει από την αναζήτηση πέραν της εξωτερικής – επιφανειακής – αποτύπωσης ενός θέματος. Μήπως και η ζωγραφική γίνει οδός για άλλα ξέφωτα...
-Παρατηρώ επίσης στο έργο σας μια διαλεκτική, θα έλεγα, σχέση του σκοταδιού με το φως. Θέλετε να μας πείτε κάτι γι’ αυτή τη σχέση;
Οι αντιθέσεις του φωτός-σκιάς είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο αλλά εξ ίσου δημιουργικό κεφάλαιο γιατί αυξάνει την ένταση του θέματος. Διαρκές ζητούμενο σ’ έναν πίνακα θα παραμένει το σημείο απ’ όπου αναδύεται το φως. Το λιγοστό ίσως αλλά ικανό να μας οδηγήσει στό όνειρο και στην αποκάλυψη... Όμως εκτός από τις μεγάλες φωτεινές εντάσεις σ’ αυτή τη σχέση, με ενδιαφέρουν –θα ’λεγα πιο πολύ– τα λιγότερο φωτεινά σημεία ενός πίνακα, τα ημιτόνια, οι πιο ήπιες χρωματικές τονικότητες που δημιουργούνται στο ημίφως αλλά αποτελούν τεράστιο πλούτο για τη ζωγραφική.
-Τι αισθάνεστε όταν ξεκινάτε ένα έργο σας: ενθουσιασμό, χαρά, προβληματισμό, αγωνία;
Ξεκινώντας κάθε έργο έρχομαι αντιμέτωπος με τα ίδια ερωτήματα: «Πώς να εκφράσεις τ΄ ανέκφραστα σε μια αντι-πνευματική εποχή»; Δεν είναι αγωνία, ούτε προβληματισμός για την ολοκλήρωσή του, περιέργως αισθάνομαι γαλήνιος... Υπάρχουν φορές που νιώθω ότι το χέρι μου κινείται χωρίς να του δίνει οδηγίες το μάτι! Έρχονται στιγμές που κι εγώ απορώ, μα κάποια πράγματα προκύπτουν ανεξήγητα. Είναι έμπνευση, είναι αποκάλυψη. Κάθε έργο είναι η ανάσα μας, το δικό μας ίχνος... Να γιατί το έργο τέχνης είναι ανεπανάληπτο.
-Αυτό που έχετε στο νου σας, η ιδέα να ζωγραφίσετε, όταν το τελειώσετε, σας ικανοποιεί το αποτέλεσμα ή μήπως ένα έργο τέχνης όσο τέλειο κι αν φαίνεται, ο δημιουργός του νομίζει ότι κάτι λείπει;
 Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που στα ζωγραφικά αδιέξοδα ενός πίνακα, κάτι άλλο, από κάπου αλλού, ήρθε να το αποτελειώσει… Είναι αυτές οι στιγμές που, αν και μονολογείς πως όλα έχουν τελειώσει, ελπίζεις πως κάποια άλλη επενέργεια θα δώσει τη λύση. Τότε είναι που διαισθάνεσαι πως κάποια πράγματα έρχονται από αλλού, πέρα και πάνω απ’ το όποιο ταλέντο ή τη δεξιοτεχνία σου... Η ζωγραφική πάντα θα είναι τόπος συνάντησης του φανερού με το αθέατο, θα ακινητοποιεί τη στιγμή δίδοντάς της διάσταση αιωνιότητας. Τα πολύ «τέλεια» έργα τέχνης, με αποτύπωση λεπτομερειών που απαιτούν ιδιαίτερες δεξιοτεχνίες, κινδυνεύουν να εγκλωβίσουν τη ματιά του θεατή πνίγοντας άθελά τους την πνευματική ανάταση που επιζητούμε. Απεναντίας, κάποια άλλα, πιο λιτά στην αποτύπωσή τους, μας ανακουφίζουν σαν να μας προσκαλούν να «συμμετέχουμε» αφήνοντας μας χώρο για αναπνοές...
-Είμαι περίεργη και θα ήθελα να μου εξηγήσετε, όταν έχετε μπροστά σας την παλέτα με τα χρώματα, με ποιο χρώμα ξεκινάτε; Έχετε στο νου σας το τελικό αποτέλεσμα; Ακολουθείτε πάντα το αρχικό σχέδιο;
Λένε πως ο ζωγράφος οφείλει να ζωγραφίζει και με το χέρι και με τη καρδιά. Όσο στο έργο ο δημιουργός βγάζει τον εαυτό του τόσο η Τέχνη θα είναι αφοσίωση κι όσο καταθέτει την ψυχή του τόσο το έργο του θα εμπεριέχει την ποίηση. Κάπου διάβασα ότι ο Chardin, αν δεν κάνω λάθος, έλεγε: «Ζωγραφίζω με το συναίσθημα χρησιμοποιώντας χρώματα».
Κατά κανόνα, του τελικού έργου, προηγούνται σχέδια με μολύβι, μελάνι ή παστέλ που με οδηγούν στην τελική μορφή της σύνθεσης. Στο κυρίως ζωγραφικό έργο, η διαδρομή που ακολουθώ πατά σε χνάρια βυζαντινά, προπλασμός, στη πορεία οι χρωματικές τονικότητες που σιγά-σιγά φωτίζουν το έργο στα σημεία που έχω προαποφασίσει και τέλος οι ψιμιθιές. Μια διαδρομή απ’ το σκοτάδι στο φως.
-Πώς βλέπετε τη σύγχρονη εικαστική πραγματικότητα στη χώρα μας; Υπάρχει πρόοδος, εξέλιξη, επιστροφή, στασιμότητα; Είστε αισιόδοξος; Πού εστιάζετε την όποια σας εκτίμησή σας;
 Προτιμώ να απομονώνομαι στο εργαστήριό μου, να έχω τους δικούς μου ρυθμούς, τους δικούς μου χρόνους, να ταξιδεύω στους δικούς μου κόσμους. Αναζητούσα την ήρεμη καθημερινότητα και είμαι ευτυχής που μπορώ και τη βιώνω. Μακριά από τα άγχη της πρωτοπορίας, τις κάθε είδους «ευκολίες» και ευρηματικότητες που έχουν γίνει αυτοσκοπός για τον καλλιτέχνη αλλά και τους κάθε λογής πιθηκισμούς που χρησιμοποιεί το marketing. Υπ’ αυτήν την έννοια δεν θεωρούμαι «σύγχρονος». Και όταν συχνά επισκέπτες και μαθητές μου διατυπώνουν το ερώτημα: «Πού είναι τελικά η Τέχνη; Ποιος ο ρόλος του καλλιτέχνη στην εποχή μας;» τους λέω πως η Τέχνη είναι και θα παραμένει έξω απ’ αυτά τα παιχνίδια. Θα αφορά εκείνους που μπορούν ακόμη να ονειρεύονται. Κι ο καλλιτέχνης θα είναι απαραίτητος μόνον όσο θα γίνεται δημιουργός ονείρων και θα οδηγεί με το έργο του στην ομορφιά και σ’ άλλα ξέφωτα. Για να δίνει φως στα γκρίζα αδιέξοδα των ανθρώπων γαληνεύοντας τη ψυχή τους.
Γιατί, αγαπητή κυρία Χωρεάνθη, ο καλλιτέχνης όπως και ο ποιητής, οφείλει να υπενθυμίζει πως οι λύσεις δεν βρίσκονται έξω, υπάρχουν μέσα μας. Μέσα μας υπάρχει και διαμορφώνεται τ’ όνειρο. Και πολιτισμός του καθενός είναι και τα όρια των ονείρων του.
Σας ευχαριστώ πολύ. Χαίρομαι ιδιαίτερα, διότι αποκαλύψατε ουσιαστικά και θεμελιώδη στοιχεία που σας απασχολούν, όσο και ομορφιές της ιδιαίτερης Τέχνης που σταθερά με όραμα και σεβασμό, αγάπη και συνέπεια υπηρετείτε.
 
 Σημείωση: 
Ο Χρήστος Π. Γαρουφαλής γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στο Αγρλινιο. Διετέλεσε Καλλιτεχνικός Δ/ντής του Εικαστικού Εργαστηρίου Δήμου Αγρινίου (Δίκτυο Εικαστικών Υπουργείο Πολιτισμού), ενώ από το 2013 είναι ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής στη Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου. 
Το 2005 κυκλοφόρησε από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία η αναμνηστική σειρά γραμματοσήμων “Άμπελος – Οίνος” με αποκλειστική επιλογή έργων του.
Με πλούσια βιβλιογραφία, εικονογραφήσεις και εξώφυλλα εκδόσεων, δημοσιευμένα κείμενα και αφιερώματα σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.

Σχόλια