Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία/διήγημα
Ελένη Χωρεάνθη


Η Βούλα της θείας μου της Μελπομένης ήταν ολόιδια η κορομηλιά. Κοντούλα, τσουπωτή με λιανά ποδαράκια κι ένα φουντωτό μαλλί φυσικό ξανθό, κατάξανθο και σγουρό, σαν τη κορομηλιά στο περιβόλι δίπλα του γείτονα, ήταν το κεφαλάκι της.
“Μάνα, σγουρός βασιλικός
σιγοτραγουδούσε κι αναστέναζε εκ βάθους καρδίας ο γείτονας με τη κορομηλιά στο περιβόλι του, κάθε φορά που περνούσε η Βούλα γνέθοντας. Την καλόβλεπε κι ας ήτανε κοντούλα με δυο λιανά ποδαράκια που ξετρύπωναν από τη μακριά φούστα της, μια σπιθαμή πάνω από τους αστραγάλους της.
Η Βούλα έκανε πως δεν του έδινε σημασία. Με τη ρόκα στεριωμένη στην αριστερή μασχάλη, έστριβε το κάτασπρο προβατίσιο μαλλί με τα δυο δάχτυλα, το δείχτη και τον αντίχειρα του αριστερού και με το δεξί χέρι στριφογύριζε το αδράχτι γρήγορα σαν την ανεμοδούρα. Κάθε λίγο σταματούσε για να τυλίξει τάχα στο αδράχτι τη στριμμένη κλωστή και καθυστερούσε σκόπιμα για να ακούει το τραγούδι “Μάνα, σγουρός βασιλικός…”. Αυτό γινόταν κάθε μέρα το πρωί, την ίδια ώρα που η Βούλα πήγαινε στο μαντρί να βγάλει τα πρόβατα στη βοσκή.
Την καλόβλεπε ο Λίλας με το καλό το μάτι, το δεξί, το άλλο ήταν από γεννησιμιού του τυφλό, και τη λιγουρευόταν. Προπαντός του άρεσε που έγνεθε περπατώντας. Της άρεσε και της Βούλας να τον ακούει να τραγουδάει, “Μάνα, σγουρός βασιλικός...” κι ας ήταν φάλτσος, μονόφθαλμος και μικρότερός της. Κρυφομιλούσαν οι καρδιές τους σαν τα κρίνα του αγρού. Κι ας ήταν πέντε και βάλε χρόνια μεγαλύτερή του, “χωρίς τα καλοκαίρια”, όπως έλεγε η μάνα του Λίλα, σαν έβλεπε τη Βούλα να σταματάει μπροστά στην πόρτα της, τάχα. για να μαζέψει την κλωστή στ’ αδράχτι.
Γαβριήλ ήταν το βαφτιστικό του Λίλα, αλλά όλοι τον ήξεραν και τον φώναζαν Λίλα. Εκείνο το Γαβ(ριήλ) τους μπέρδευε. Πρώτη η μάνα του τον είπε Λίλα, Λιλάκη. Και του έμεινε “Λίλας” για όλη του τη ζωή.
Όμως η θείτσα μου την έβλεπε όπως ήθελε, όμοια θεά τη Βούλα της. Στα μάτια τα δικά της ήταν νεράιδα. Όταν της φέρνανε προξενιό γαμπρό, η θεία η Μελπομένη νεράιδα του παραμυθιού την παρουσίαζε. Κανένας δεν της άρεσε. Αλλά και κανενός το μάτι δεν κολλούσε πάνω στη Βούλα, εξόν η προίκα η τρανταχτή. Τι δεν της έδινε ο θείος Πέτρος, αρκεί να ήταν της αρεσκείας του ο γαμπρός που του έφερνε κάθε φορά η προξενήτρα. Τότε παλιά, οι προξενήτρες κι οι προξενητάδες έκαναν τα προξενιά, δεν υπήρχαν τότε “Γραφεία συνοικεσίων”.
“Και την ψυχή και την καρδιά μου να της δώκω”, έλεγε και το εννοούσε ο θείος μου, “όχι μόνο το μεράδι από τα χωράφια και τα ζα’. Αν είναι της προκοπής και καλός νοικοκύρης, ακόμα και το αμπελάκι που βγάνω το κρασάκι μου να του δώκω. Αρκεί να καλοπερνάει η τσούπα μου”. Πού να βάλει ο νους το Λίλα, το “Μαξούμι” της Λάμπραινας, της χήρας του απέναντι σπιτιού.
Έλα όμως που δεν έστεργε κανένα προξενιό. Πηγαινοέρχονταν προξενήτρες και προξενητάδες και να ταξίματα ο μπάρμπας μου και προσευχές η θείτσα μου κι από γαμπρός κανείς δεν έστεργε. Αλλά το περίεργο στην υπόθεση τούτη είναι πως η Βούλα χαμπάρι δεν έπαιρνε. “Πέρα βρέχει…” που λέει ο λόγος. Έπαιρνε τη ρόκα της και γνέθοντας έβγαζε στη βοσκή τα πρόβατα τραγουδώντας:
“Εγώ είμ’ η βλάχα η γέμορφη,
η βλάχα η παινεμένη
πού ‘χω τα χίλια πρόβατα
τα πεντακόσια γίδια…”,
κι ας μην είχε γίδια. Έβγαινε στο ξέφωτο, καθόταν πάνω σε μια πέτρα και συνέχιζε το άσμα επαναλαμβάνοντας την ίδια πάντα στροφή, σαν να καλούσε κάποιον, σαν να προσευχόταν. Με τον καιρό κατάντησε καθημερινό τροπάρι . Μα γαμπρός από προξενιό δεν στέριωνε. Αλλά, υπάρχει πάντα ένα “αλλά”.
*
“Μην κοιτάς τη στραβή μου αρίδα / κοίτα την ίσια μου μοίρα”, κατά πώς λέει ο λόγος, έλεγε από μέσα της η Βούλα, έχοντας πάντα στο νου της το βασιλόπουλο του παραμυθιού δηλαδή το Λίλα, το γιο της Λάμπραινας, της χήρας, και σιγά σιγά προχωρούσε προς το ποτάμι που χωρίζει το χωριό της από το άλλο χωριό απέναντι. Με τον καιρό πρόσθεσε άλλη μια αυτοσχέδια στροφή στο καθημερινό της άσμα ώσπου μια μέρα βγήκε στην άκρη στο ποτάμι. Κι όπως έβλεπε το νερό να τρέχει ήσυχα καταγάργαρο και τσιμουδιά δεν ακουγόταν από πουθενά μήτε πουλιού λαλιά ούτε κουνιόταν φίλο, άρχισε να τραγουδάει με όλη της τη δύναμη και τη γλύκα της φωνής της:
“Ποτάμι, για λιγόστεψε
ποτάμι, κάνε ξέρα
για να περάσω αντίπερα,
ποτάμι κάνε πέρα.
*
Εγώ ‘μαι, η βλάχα η γέμορφη,
η βλάχα η παινεμένη
πού ‘χει τα χίλια πρόβατα
και πάντα μόνη μένει …”
κι ένας λυγμός της έφραξε το λαρύγγι και η φωνή της έμεινε μετέωρη για λίγη ώρα.
“Εγώ σε θέλω!”
Μια άγνωστη φωνή από το πουθενά της έκοψε τη χολή. Η Βούλα τον κατάπιε το λυγμό, όπως τόσα χρόνια κατάπινε τον καημό και τον έβγαζε στο γλυκό τραγούδι της και στράφηκε προς το μέρος από όπου άκουσε τη φωνή και, ω του θαύματος! Ολόκληρος ο Λίλας απέναντί της όμορφος, έλαμπε ολόκληρος σαν τον ήλιο που μόλις έβγαινε από την καταχνιά, χαμογελαστός, όλος μάτια να την αγκαλιάζει με το καθάριο βλέμμα του.
“Το λες αλήθεια, Λίλα;” τον ρωτάει η Βούλα.
“Όπως σε βλέπω και με βλέπεις”, της απαντάει.
Η Βούλα παρέλυσε, της λύθηκαν τα γόνατα, το αδράχτι έπεσε από το χέρι της, πετάει και τη ρόκα και χύνεται πάνω του. Μένουν λίγα δευτερόλεπτα έτσι σφιχταγκαλιασμένοι με όλο το πάθος να δονεί την ύπαρξή τους. Κι αμέσως η Βούλα λύνει τα χέρια της.
“Να κλεφτούμε”, του λέει, “αλλιώς δεν γίνεται κι από τις δυο μεριές, είναι ανένδοτοι. Με θέλεις, σε θέλω με την καρδιά και με την ψυχή μου, τελειώσαμε”.
“Τελειώσαμε! Πότε, πώς και πού λες;” τη ρωτάει τρέμοντας από τη συγκίνηση που του προκάλεσε το πάθος.
“Απόψε το βράδυ στο ξωκκλήσι, στον Άι Λια, στη Βίγλα. Μόλις κλείσω τα πρόβατα στο μαντρί. Άλλη ευκαιρία δεν έχομε. Θα μας βρουν εκεί και θα ενδώσουν. Τώρα φύγε και πρόσεχε μη σε δει κανένα μάτι. Κι ο λόγγος έχει μάτια και αυτιά. Και παρακάλα τον Άι Λια να στέρξει…”
Κι έστερξε ο Άγιος “δια στόματος” του ιερέως:
“Προ τετελεσμένου γεγονότος, δεν έχετε άλλη επιλογή”, τους είπε.
Έδωσαν τη συγκατάθεσή τους από δω κι από κει οι οικογένειες. Προ τετελεσμένου γεγονότος, δεν είχαν άλλη επιλολογή.
Οι γάμοι της Βούλας και του Λίλα τελέστηκαν επίσημα με παπά, με κουμπάρο και με όλο το χωριό εκεί στον Άι Λια, στο Ξωκκλήσι, όπου βρήκαν καταφύγιο η Βούλα με το Λίλα, δέκα μέρες μετά και με τη βοήθεια του Αγίου, προπαραμονή της εορτής του, 18 Ιουλίου, κατακαλόκαιρο. Και χόρεψε και γλέντησε όλο το χωριό μέχρι που χτύπησε η καμπάνα του Εσπερινού.
*
Παλαιό Φάληρο, 30. 7. 2007
*
Σημείωση:Το διήγμα, "Η Βούλα" μου, είναι ανέκδοτο. Βασίζεται σε πραγματική "απαγωγή", αλλά δεν έχει καμιά σχέση. Τα πρόσωπα είναι πλασματικά. Το Εκκλησάκι, ωστόσο, είναι πραγματικό. Πρόκειται για τον "Προφήτη Ηλία" της Βίγλας, του ομαλού βουνού μεταξύ του χωριού Αγίας Βαρβάρα (Λυκοχώρι παλιά) και Βλοχού και πεδιάδας Αγρινίου.
Αυτό, υποτίθεται (αναχρονισμός), "...είναι το Ξωκκλήσι, όπου βρήκαν καταφύγιο η Βούλα με το Λίλα, (και) δέκα μέρες μετά, με τη βοήθεια του Αγίου, προπαραμονή εορτής του, 18 Ιουλίου, κατακαλόκαιρο, τελέστηκααν οι γάμοι. Και χόρεψε και γλέντησε όλο το χωριό μέχρι που χτύπησε η καμπάνα του Εσπερινού!!!"
*
Παλαιό Φάληρο, 25 Αυγούστου 2024
*
Σχόλιο: Ηθελημένα επέλεξα το νεόκτιστο Ξωκκλήσι. Δεν γνωρίζω αν υπήρχε παλιά και ανακατασκευάστηκε ή πρόκειται για νεοϊδρυθέν. Ας με διορθώσει "Η 'Αγράμπελη".
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου