Ο ποιητής ένα κενό /το κενό του ποιητή *
"Άν δεν είχα μέσα μου ένα χάος πώς θα δημιουργούσα
έναν παράδεισο..." (Ράινε Μαρία Ρίλκε)
Δε θα μπορούσα να φανταστώ τον ποιητή χωρίς το απέραντο κενό μέσα του, χωρίς την ένδεια της ψυχής του. Κι αυτό το φαρμακερό κενό, ένα έλλειμμα, συναντάς σχεδόν σε κάθε ποίημα του Σεφέρη. Ο πρόσφυγας ήταν πάντα μέσα του. Τον τυραννούσε ανελέητα. Κι έβλεπε παντού και πάντα την ερήμωση, την άρνηση, το "δεν", τον ευτελισμό των πάντων, το λιγόστεμα:
Φυραίνει ο τόπος ολοένα
χωματένιο σταμνί
Στα μάτια του όλα βαδίζουν προς την καταστροφή:
η γύμνια ολόκληρης της ζωής,
και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα
και το τίναγμα
και τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας,
όλα γυρεύουν να καούν
(Θερινό ηλιοστάσι)
Ο Σεφέρης σαφώς είναι διανοούμενος ποιητής, πατάει γερά στην ελληνική παράδοση και στην ευρωπαϊκή του παιδεία. Είναι περισσότερο Ευρωπαίος ποιητής είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε μας αρέσει είτε όχι. Η ποίησή του φέρνει μέσα της τη σκοτεινότητα και την ομίχλη του ευρωπαϊκού Βορρά. Και τη χαρακτηρίζει η συμπύκνωση του προφητικού, του σπερματικού λόγου. Είναι πολύ κοντά στον Έλιοτ. Μιλάει συχνά με υπαινιγμούς, θεωρώντας όσα υπονοεί υποχρεωτικά γνωστά στο κοινό στο οποίο απευθύνεται. Και είναι προφανές πως γράφει για όσους θα τον εννοήσουν εξ αντικειμένου, για όσους τα υπαινισσόμενα είναι γνωστά ή αναγνωρίσιμα.
Στην ποίηση του Σεφέρη το άγνωστο και το δύσκολο δεν είναι η λέξη η εξεζητημένη, η περιπεπλεγμένη φράση, αφού χρησιμοποιεί λέξεις απλές, γνωστές και τετριμμένες, λέξεις και φράσεις της καθομιλουμένης. Αλλά οι διασκελισμοί και οι συναιρέσεις του χρονοχώρου, των μυθολογικών και ιστορικών δεδομένων και νοημάτων. Ενώ, λ. χ. βρίσκεται ποιητικά στο Πήλιο, νιώθει πως το πουκάμισο του Κενταύρου τυλίγεται στο κορμί του:
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ' ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο του θερμομέτρου
ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.
Ωστόσο το "πουκάμισο του Κενταύρου, δεν έχει σχέση με το Πήλιο και τον Κένταυρο Χείρωνα, αλλά με τον Κένταυρο Νέσσο και τον ποταμό Εύηνο της Αιτωλίας.
Στο "βασιλιά της Ασίνης" μιλάει συγχρόνως για "πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα/με σπασμένη φτερούγα/σκήνωμα ζωής", για τη "νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει "με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού", για πολύ συγκεκριμένα και συγκαιρινά του πράγματα και εντελώς φυσικά, σαν να μην υπάρχει χρονική και λογική απόσταση, αναφέρεται στην εποχή του μύθου και στην "ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο", που δεν είναι άλλη από την ταλαίπωρη ψυχή του "ηδονικού Ελπήνορα" κι αμέσως, χωρίς ούτε μια τελεία να μεσολαβήσει, ξαναγυρίζει την αφήγηση στο σήμερα:
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει
ο χείμαρρος του ήλιου
με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη,
που φέρνει τον ποιητή στο χείλος μιας αβύσσου όπου όλα είναι μετέωρα, "σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας (...) βούρλα ξεριζωμένα μες στο βούρκο (...) μιας πίκρας παντοτινής", από το πέρασμα του ανθρώπου, τ' αχνάρια του πολιτισμού, τις σπασμένες, τις θρυμματισμένες εικόνες ζωής, τις σκιές και τα φαντάσματα του παρελθόντος, ίσαμε τη σκέψη και τη μνήμη, ίσαμε το "κενό του ποιητή", ίσαμε την απογύμνωση του φυσικού και του ανθρώπινου τοπίου και την τρομακτική συναίσθηση: "Ο ποιητής ένα κενό" που είναι και το στίγμα της ποιητικής αντιμετώπισης του κόσμου και του Ελληνισμού από το Σεφέρη.
Αλλά κι η νυχτερίδα που σαϊτεψε το φως, βγαίνοντας από τη σπηλιά με ερώτημα στο ράμφος: "Ασίνην τε Ασίνην..." δεν ήταν ο "βασιλιάς της Ασίνης. Το μόνο που μπορεί να μένει πάνω "στις πέτρες", είναι η πνοή, ο αέρας, το πνεύμα του ανθρώπου και του πολιτισμού, ένα τοσοδά κατιτίς απροσδιόριστο και μαγικό, άυλο, που μόνο με το συναίσθημα και με την ποιητική προσέγγιση μπορούμε να νιώσουμε:
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω
στις πέτρες.
Αναφερόμενος στις Μυκήνες και στη δόξα των Ατρειδών, φέρνει τον κόσμο της Μυκηναϊκής ακμής και το σύγχρονό του σε αντιπαράθεση και μέσα από αυτή διαπιστώνεις την τραγική αντίθεση. Μα για να την διακρίνεις και να εννοήσεις αυτά που λέει ο ποιητής, προϋποτίθεται πως γνωρίζεις το μυθολογικό παρελθόν του τόπου και του πολιτισμού εκείνου, που έχει στο νου του ο ποιητής:
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς
των Ατρειδών
Και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της "Ωραίας Ελένης του
Μενελάου".
Στην "Ελένη", ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά του ποιήματα που σαφώς αναφέρεται στην υπόθεση της ομώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη, τυπικά ανιχνεύει την αλήθεια σχετικά με το μύθο της αρπαγής της "Ωραίας Ελένης", δηλαδή αν όντως ο Πάρης άρπαξε την Ελένη ή το ειδωλό της, όπως θέλει ο αρχαίος τραγικός. Και όσον αφορά σ' αυτό η μαρτυρία του Τεύκρου που κι αυτός πολέμησε στην Τροία κι είδε τη μοίρα να ζυγιάζεται "ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα/και μιαν άλλη Σαλαμίνα", αυτήν της Κύπρου, άλλος διασκελισμός και συναίρεση χρόνου και τόπων κι εδώ, πως η πραγματική Ελένη δεν πήγε ποτέ στην Τροία, είναι καταλυτική:
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης
το ριζικό μου ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν θρήνο,
κι ανάμεσά τους-ποιος θα τό 'λεγε-η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο σκάμαντρο.
Και το επιβεβαιώνει, μεταφέροντας τα λόγια της τραγικής ηρωίδας, μέτοχος τόσων τραυματικών εμπειριών που κουβαλάει στο κορμί του ο πρόσφυγας και μαζί το γένος των Ελλήνων διαχρονικά:
Είταν εκεί, στα χείλια της Ερήμου, την άγγιξα, μου μίλησε:
"Δεν είν' αλήθεια, δεν είν' αλήθεια" φώναζε.
"Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία".
Και δεν παραλείπει να εκφράσει το θαυμασμό του και να τονίσει την αιώνια ομορφιά της αγέραστης, αλλά τόσον οικτρά κατηγορημένης ηρωίδας που της φορτώνουν οι αιώνες το όνειδος ενός τόσο σφοδρού και καταστροφικού για τους δυο εμπόλεμους ελληνικούς λαούς πολέμου:
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά,
κι αυτό το ανάστημα
ίσκοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα,
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
είταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία, ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα ατόφιο,
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια
................ τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Ασφαλώς σκοπός του ποιητή δεν είναι να ανιχνεύσει την ιστορική αλήθεια σχετικά με την αρπαγή της ομηρικής ηρωίδας, αλλά παραλληλίζει τον Τρωικό Πόλεμο με τα όσα διαδραματίζονται στην Κύπρο διαχρονικά. Και να καταδείξει το μάταιο του πολέμου, προβληματιζόμενος όπως και ο αρχαίος τραγικός σχετικά με την ύπαρξη και την "οντότητα" του θεού:
τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;
Εδώ ορθώνεται ο πρόσφυγας, ο ξεριζωμένος Έλληνας Σμυρνιός που για μια στιγμή θάρρεψε πως ρίζωσε:
..............στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δεν θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών,
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ή ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια
δεν θα πεισθεί επιτέλους και δεν θα πείσει πως ο πόλεμος δεν είναι λύση
και πως είναι ένα φοβερό παιχνίδι που βολεύει τους ισχυρούς, τους εκάστοτε "θεούς", να κάνουν τις δουλειές τους αδιαφορώντας για τις ζωές που χάνονται...
Για άλλη μια φορά η μοίρα παίζει άσχημο παιχνίδι στον ποιητή. Η κύπρος η θαλασσοφίλητη πεδίο διαμάχης διαπλεκομένων συμφερόντων. Η Κύπρος στο έλεος των δυνάμεων του σκότους. Τότε γράφει το ποίημα: "Οι γάτες τ' Άι Νικόλα", που από το πολύ φαρμάκι που κατάπιαν μαζί με τα φίδια που εξολόθρεψαν:
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος
χαθήκανε,
δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι...
......Τι να σου κάμουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι...
Η ποίηση του Σεφέρη δεν είναι φλογερή, ανατρεπτική, πολύ δε περισσότερο αγωνιστική. Ούτε βέβαια περιγραφική, ας αναφέρεται σε τόπους και σε γεγονότα. Η ματιά του είναι διϋλιστική, παρατηρητική, ανιχνευτική, κάνει διαπιστώσεις με πικρή μάλιστα ειρωνεία. Βλέπει τον κόσμο και τη μεταπολεμική ελληνική πραγματικότητα αφ' υψηλού και με μια από καθέδρας οπτική. Δεν είναι σίγουρο ούτε σαφές αν θλίβεται πάντα ή αν οικτείρει τον Νεοέλληνα για τον αποπροσανατολισμό και την αλλοτρίωση που είχε υποστεί. Για την άγνοια του παρελθόντος του τόπου και του πολιτισμού του, για το που δεν είχε επίγνωση από πού έρχεται, πού βρίσκεται για πού πηγαίνει. Πού είχε χάσει τον πολικό και δεν είχε σαφή ή κανένα προορισμό:
Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική
και δε βρίσκεται πουθενά.
Το μέλλον της Ελλάδας το βλέπει δυσοίωνο. Και την Ελλάδα σαν ένα παλιοκάραβο "βαλτωμένο" στο πέλαγο ανθισμένων νεκρών να παραπαίει χωρίς πυξίδα, χωρίς προορισμό, χωρίς ελπίδα να φτάσει στο λιμάνι, αφού "ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ' άσπρα και στα χρυσά". Ωστόσο:
Η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι' αν "ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς"
..........................................................................
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝΙΑ 937.
Ταξιδεύει η Ελλάδα, αλλά από το Πουθενά και προς το Πουθενά! Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Το μέλλον διαφαίνεται τρομακτικό. Ο ποιητής βλέπει παντού καταστροφή. Λεηλασία. Γύμνια. Σκοτεινιά. Κι όλα ανοίγουν στην ψυχή του πληγές που αιμορροούν και πονάνε:
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες...
Ο στίχος που ακολουθεί δείχνει τη συσσωρευμένη θλίψη του ποιητή:
Έχασε πια το χρώμα του αυτός ο κόσμος
ο ελληνικός που τον φανταζόταν και περίμενε να τον δει να ξεπροβάλει ολοφώτεινος, ποιητικός, ντυμένος το αρχαίο μεγαλείο και τη δόξα, όπως μέσα από τα τα αριστουργήματα της αρχαίας σοφίας και τέχνης. Παντού βλέπει την αλλοτρίωση, την καταστροφή, την εκποίηση των αξιών και του τοπίου που είναι αναπόσπαστα δεμένο με το μύθο και την ιστορία, με την αρχαία τέχνη. Και ήταν φυσικό να αισθάνεται έτσι ο ξεριζωμένος από παντού ποιητής, ο διπλωμάτης που είχε ή ήθελε να έχει μια άλλη εικόνα της πατρίδας που εκπροσωπούσε στο εξωτερικό και του λαού της. Κι από τη σκοπιά του διπλωμάτη έβλεπε τα γεγονότα και τα πράγματα μέσα από μια πολιτικη διάθλαση και σε άλλη διάσταση, όπως τα παρουσίαζαν όσοι είχαν και έχουν συμφέρον να θέλουν την Ελλάδα στο περιθώριο ή στο εδώλιο του κατηγορουμένου και μαριονέτες να την κυβερνούν. Και ο ποιητής μας, ως εκ της θέσεώς του, είναι με το μέρος της άρχουσας τάξης. Και θεατής των δρώμενων από περιωπής όμως. Δεν συμμετέχει. Παρατηρεί και διαπιστώνει. Είναι κι αυτό μια στάση ζωής, ένας τρόπος να δηλώσει κανείς την παρουσία του.
Ο Σεφέρης δεν εντάχτηκε ποτέ σε μια χώρα που είδε τους Μικρασιάτες πρόσφυγες όχι σαν Έλληνες ξεριζωμένους, αλλά σαν σφετεριστές της γης της. Αν προσέξει κανείς τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις στην ποίηση του Σεφέρη, θα διαπιστώσει πως υποβόσκει μια καμουφλαρισμένη ανασφάλεια.
Είναι λιτός, ο στίχος του, απλωμένος, διαποτισμένος από έναν πόνο για τις απώλειες της ζωής, συγκρατημένο όμως με αξιοπρέπεια ενέχοντας ένα βαθύτατο απελπισμό. Αν και δεν τον αφήνει αδιάφορο η φύση και οι ομορφιές της, η αίσθηση του κενού, που στο "βασιλιά της Ασίνης" περιβάλλει και ταυτίζεται με τον ίδιο τον ποιητή, είναι πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα. Είναι στραμμένος προς τα πίσω. Ή προχωράει με σκυμμένο κεφάλι, έχοντας το νου του στα "περασμένα μεγαλεία". Όλα εδώ σε τούτη τη χώρα του παρελθόντος που μοιάζει να μην έχει μέλλον, είναι "νησιά που βουλιάζουν" μόλις κάμεις να τ' αγγίξεις.
Ο ποιητής δεν είναι παρά ένας μοναχικός άνθρωπος, ένας τραγικός ήρωας που προχωράει στα σκοτεινά, ένας νυχτωμένος στρατοκόπος, που βλέπει μόνο να:
βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη
......................................................................
βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες
όπως στη "Σαντορίνη" του και στις "Μυκήνες". Είναι ο "γέρος" που
δεν έχει μάτια είναι γεμάτος
σημάδια κι αλαφρύς...
Τα κουρασμένα νύχια του στα δάχτυλά του
γράφουν σταυρούς πάνω σε σάπιες θύμησες...
........... Στέκεται ολόρθος
στην όχθη, μέσα σε κουβάρια κόκαλα
μέσα σε στοίβες κίτρινα φύλλα...
Ή τραβάει σιωπηλός, μοναχικός έναν ατελεύτητο δρόμο δοκιμασίας, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, παραμιλώντας ή κλαίγοντας για δικούς του λόγους:
σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά
ένας συνηθισμένος άνθρωπος"καλοβαλμένος και ήσυχος". ΄Ομως πάντα:
Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
..............................................................
....έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες
σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες
και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών.
Μοιάζει με:
μηχανή μιας απέραντης οδύνης
που κατάντησε να μην έχει σημασία.
Και για τους άλλους, όλους εμάς είναι ένα με το αδιάφορο πλήθος των εφησυχασμένων, των βολεμένων που:
Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει πια τίποτε
σαν όλα τα πράγματα....
καθημερινής χρήσης. Κι εδώ είναι το τραγικό κι η τραγικότητα, το κενό του ποιητή. Τι είναι ο ποιητής; ΕΝΑ ΚΕΝΟ! Στην προσωπική τραγωδία του ποιητή Γιώργου Σεφέρη όλα έχουν την αφετηρία τους αφενός στον ξεριζωμό κι αφετέρου στο χάσμα που άνοιξε ο αισθηματικός σεισμός και ποτέ δε γιόμισε άνθη. Έμεινε ανοιχτό, χαίνον, με την "απόφαση της λησμονιάς " μετέωρη τύψη στον ουρανό της ουτοπίας ή κρεμασμένη στα φτερά της νυχτερίδας, ψάχνοντας στα σκοτάδια της ματαιότητας την αλήθεια και τις αιτίες της όποιας συμφοράς, τσιρίζοντας όπως οι ψυχές των νεκρών γύρω στο λάκκο του αίματος της ομηρικής Νέκυιας. Και να τον τυραννούν:
εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου
πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή.
Δεν είναι ο ποιητής του εντυπωσιασμού και των ποιητικών εκρήξεων ο Σεφέρης. Μιλάει απλά, όσο απλά μπορούσε να μιλήσει ένας ευρωπαϊστής διανοούμενος ποιητής του διαμετρήματος, της ιωνικής καταγωγής και της παιδείας του Σεφέρη.
Γέννημα και θρέμμα του κουρασμένου αιώνα με τις ραγδαίες εξελίξεις και ανακατατάξεις αξιών ο Σεφέρης, φορτωμένος τις πικρές μνήμες του ξεριζωμού, νιώθει μετέωρος, "ένα κενό", βιώνει διαρκώς αυτό το κενό που τον περιβάλλει και τον απειλεί, μπουχτισμένος από εμπειρίες και γνώση, ο Σεφέρης βλέπει το είδωλο του Μεταπολεμικού ελληνικού κόσμου σαν ένα ονειρικό τοπίο όπως αντικατοπτρίζεται διαδοχικά σε αντικριστούς, αλλά σπασμένους καθρέφτες. Ωστόσο δίνει σαφείς και συγκεκριμένες εικόνες καθημερινής πραγματικότητας και μέσα από αυτές μας προκαλεί να μαντέψουμε ίσαμε πού το πάει, αν το πάει. Γιατί είναι πολύ πιθανό να εννοεί αυτό ακριβώς που λέει και τίποτα παραπάνω:
Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια
που μου εξαντλεί τους αγκώνες...
Εικόνα συνηθισμένη κουρασμένου, εξαντλημένου, απογοητευμένου ίσως, καθημερινού ανθρώπου, ταλαιπωρημένου από φυσικά αίτια και όχι κατ' ανάγκη πνευματικού, που σηκώνει το βάρος της μοίρας και της φυλής, "τις μεγάλες πέτρες" του πανάρχαιου ελληνικού μύθου, της ιστορίας και του πολιτισμού, τις περιπέτειες της φυλής μας δια μέσου των αιώνων, αιώνων ατελεύτητων πολέμων και χαλασμών. Και το "κενό":
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ' όλους κι' από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Στη συνέχεια του ποιήματος συγκεκριμενοποιεί αυτή την έννοια, της δίνει υλική υπόσταση ώστε να είναι χειροπιαστό το κενό που την περιβάλλει και -γιατί όχι- την απειλεί με εξαφάνιση:
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα
κι' ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Η οπτική και η ακουστική εικόνα καλύπτει όλη την επιφάνεια του φυσικού τοπίου, τη χωμάτινη και την υδάτινη περιοχή της πατρίδας. Κι αφού κάνει αυτή τη σπουδαία επισήμανση προχωράει για να δώσει άλλη εικόνα πιο τραγική:
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω από την προσωπίδα
..............................................
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας
παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.
κι όλη η σοδειά μιας κοπιαστικής πορείας μισού αιώνα: το κενό του ποιητή.
Παλαιό Φάληρο, Μάης-Σεπτέμβρης 2000
*Κείμενο ομιλίας που διαβάστηκε στο “Συμπόσιο Πόρου”, (16-17 Σεπτεμβρίου 2000): “Αφιέρωμα στο Γιώργο Σεφέρη” και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Ιβυκος”, τρίμηνη επιθεώρηση για τον ποιητικό λόγο, τεύχος 24, Οκρώβριος-Δεκέμβριος 2000.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου