Επιλέγω και παρουσιάζω συγγραφείς/βιβλία:
Νεφέλη Ευαγγέλου:


Όταν ήρθε στα χέρια μου ένα βιβλίο με τίτλο “Στην οδό Ι. Καποδίστρια”, αυθόρμητα ψιθύρισα: “Εμείς γι’ αλλού κινήσαμε / κι αλλού η ζωή μας πάει…” Έτσι από διαίσθηση, θαρρώ. Ίσως γιατί, ο τίτλος ενός βιβλίου, όχι πάντα, όμως συχνά, δίνει το στίγμα του .
Ο τίτλος του βιβλίου της Νεφέλης Ευαγγέλου, μια εμβληματική οδός, ιστορική που παραπέμπει αυτομάτως στη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, μπορώ να πω με βεβαιότητα, με έμπασε από την αρχή στις ιστορίες που αναπτύσσονται μυθιστορηματικά με συνεχή ροή, συνοχή και συνέπεια, αλληλουχία στις 289 σελίδες του, με σταθερό πάντα σημείο αναφοράς το πατρικό, σαφώς, σπίτι.
Αυτός ο κλασικός τρόπος αφήγησης που παρακολουθεί την εξέλιξη των γεγονότων πάνω σε μια συντεταγμένη βοηθάει τον αναγνώστη να παρακολουθεί τα γεγονότα εν τη γενέσει και την εξέλιξή τους, χωρίς να αναγκάζεται να γυρίζει πίσω για να κάνει αναγκαίες συνδέσεις, συσχετίσεις και παραλληλισμούς, προκειμένου να συνεχίσει την πορεία ανάγνωσης και αναγνώρισης των δεδομένων της αφήγησης.
Με προβλημάτισε ευχάριστα, μ’ έβαλε σε πειρασμό, ορθότερα, το όνομα Νεφέλη, ωραίο μεν ηχητικά και φαντασιακά, αλλά και ομιχλώδες. Σε συνδυασμό με το ευάγκαλο επίθετο Ευαγγέλου, δίνει ποιητική διάσταση στα γεγονότα.
*
Με σταθερό σημείο αναφοράς το σπίτι της οδού Ι. Καποδίστρια, η υπογράφουσα ως Νεφέλη Ευαγγέλου, μέσα στον νεφελώδη ιστορικό και κοινωνικό ιστό που την περιβάλλει, κινείται πάνω σε δύο εν εξελίξει παράλληλες ιστορίες: Την οικογενειακή περιπέτεια που εξελίσσεται μέσα στον ίδιο κοινωνικό περίγυρο της εποχής αφενός και, παράλληλα, σε σχέση με το διχασμό και τον Εμφύλιο, χωρίς ωστόσο να εμμένει στα ιστορικά γεγονότα, εφόσον εστιάζει στο ενδοοικογενειακό κυρίως και στο κοινωνικό γίγνεσθαι και έμμεσα, πλην σαφώς, και στην καταλυτική επίδραση που είχε ο Εμφύλιος στη ζωή του λαού μας.
*
“Ο δρόμος “‘Ι. Καποδίστρια”, ήταν ο πρώτος που αγάπησα. Εκεί γεννήθηκα, διδάχτηκα τις πρώτες γνώσεις μου, βιωσα τις παιδικές αναμνήσεις μου σε ένα σπιτικό με κήπο, δέντρα και αρώματα. Όπου και αν κατο΄λικησα μετά, η δεύτερη πάροδος αριστερά μετά την πλατεία Δικαστηρίων, παρέμεινε σημείο αναφοράς στις μνήμες μου. Δρόμος αγαπητός, γνωστός, ήρεμος, κοντά σε κομβικό σημείο της πόλης, με διαφορετικές ιστορίες σε κάθε εποχή, που άλλες έζησα, άλλες άκουγα και με΄νουν αξέχαστες. Και αφού, κάθε κήπος έχει μια φωλιά για τα πουλιά, και ένας δρόμος είναι μια καρδιά για τα παιδιά. Εναπόθεσα εκεί την καρδιά των παιδικών μου χρόνων και όχι ΜΟΝΟ” (Σελ. 16).
Έχοντας ως αφετηρία το σπίτι της οδού Ι. Καποδίστρια, παρακολουθεί από απόσταση και από περιωπής πλέον και εκ του ασφαλούς και αναθυμούμενη, δεν περιγράφει απλώς τα γεγονότα της εποχής εκείνης, δεν μιλάει ένα παιδί, αλλά μιλάει μια ενήλικας και περιγράφει, εξιστορεί τη ζωή μιας οικογένειας η ώριμη γυναίκα όπως τα έζησε η ίδια παιδί και στη συνέχεια έφηβη, εργαζόμενη και ερωτευμένη νέα, μέλος μιας οικογένειας που βιώνει την οικογενειακή περιπέτεια, παράλληλα με το διχασμό και τον Εμφύλιο, χωρίς τον πατέρα.
Το βάρος και η σημασία του μυθιστορήματος και ο βαθύτερος και ουσιαστικός λόγος ίσως σκοπός της συγγραφέως είναι να δώσει σε βάθος και πλάτος τι σήμαινε για μια μητέρα και σύζυγο που μεγαλώνει μόνη τα παιδιά της, χωρίς τη ζωντανή παρουσία του πατέρα τριάντα συναπτά έτη. Τριάντα ολόκληρα χρόνια ο πατέρας σήμαινε επιταγές, γράμματα και αναμονή της επιστροφής του. Σήμαινε απουσία από τις χαρές και τις λύπες. Σήμαινε η μητέρα, βράχος ηθικής, δύναμης και αξιοπρέπειας, στυλοβάτης της οικογένειας, υποκαθιστά και αναπληρώνει και τον πατέρα, είναι το κυρίαρχο, αναγκαστικά μέλος της οικογένειας, υπεύθυνη για όλα, μάνα και πατέρας, όσον αφορά όχι μόνο την ανατροφή, το μεγάλωμα των παιδιών, αλλά και την αγωγή, τη μόρφωση και την αποκατάσταση των κοριτσιών της. Έτσι η μάνα γίνεται σκληρή για να αντέχει, αγωνιστική, αυταρχική, πρέπει να κρατηθεί στο ύψος της περιμένοντας την επιστροφή του συζύγου, αφού η εθνική εμφύλια καταστροφική περιπέτεια δεν επέτρεψε να πραγματοποιηθεί το όνειρο για μια καλύτερη ζωή όλων στην Αμερική.
Από την από περιωπής καταγραφή των γεγονότων, η Νεφέλη στην αφήγησή της είναι αμίληκτη. Ο σύζυγος και πατέρας τους εξασφάλιζε αδιαλείπτως μια αρκετά άνετη οικονομικά ζωή, τριάντα ολόκληρα χρόνια ζώντας στην Αμερική, όπου έκανε περιουσία, δεν έβαλε άλλη γυναίκα στη ζωή του, αλλά απόκτησε φίλους, χρήματα, σπίτι, ζούσε μια άνετη ζωή, με το όνειρο της επιστροφής να γίνεται πιο μπερδεμένο, καθώς εκείνος είναι δεμένος με τα αγαθά του εκεί.
Έτσι, όταν φτάνει επιτέλους η πολυπόθητη ημέρα της; επιστροφής, τότε ξεκαθαρίζει ο ορίζοντας και φαίνονται οι πληγές που δημιουργήθηκαν είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο ζωής του ζευγαριού. Τότε “… ψεύδει η ‘πίνοια την γνώμην...” , γιατί ξεκαθαρίζει το τοπίο και φανερώνεται σε όλο του το μεγαλείο ο αγώνας αυτής της μητέρας και συζύγου, της Αγάθης να σταθεί πάλι στο ύψος των περιστάσεων, να ξεπεράσει τον εαυτό της και να δέσει τις ανοιχτές πληγές, να βρει το δρόμο προς τον απολεσθέντα παράδεισο της ψυχής και της ζωής της ως συζύγου γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ του ζευγαριού, και της οικογένειάς της. Να συμβιβασθεί με τη νέα κατάσταση, να δεχθεί όχι το σύζυγο που αποχαιρέτησε μένοντας με δύο μικρά παιδιά, αλλά έναν αγνώριστο, γερασμένο ηλικιωμένο άνδρα, ένα ράκος σαν έπαθλο της καρτερίας και της υπομονής στην αναμονή. Τι κι αν κουβάλησε του κόσμου τα αγαθά που απόκτησε μένοντας τριάντα χρόνια στην ξενιτιά, αφήνοντας πίσω του, όχι χωρίς λύπη αγαπημένους φίλους και μια χώρα που του έδωσε την ευκαιρία να ζει μια άνετη ζωή και να πλουτίσει, αφού γύρισε όχι μόνο σαν ένας ξένος, αλλά ένα ράκος. Και τα περισσότερα που έφερε έμειαν στα αζήτητα. Πλούτισε αλλά έχασε τον παράδεισο της ψυχής και την οικογενειακή ζωή. Και να “φύγει” σύντομα από τη ζωή για ια άλλη χώρα που δεν έχει οδό και μέσο επιστροφής.
Η Αγάθη μένει πάλι μόνη και ορθή, κολόνα του σπιτιού γίνεται σύμβολο, εκπροσωπεί όλες τις Ελληνίδες μητέρες και συζύγους της εποχής της, τις πραγματικές ηρωίδες της καθημερινής ζωής, τις γυναίκες εκείνες που σήκωσαν τον άνθρωπο πάνω από τα πάθη και τα παθήματά του και έγιναν σύμβολο θυσίας.
“...Η Αγάθη, αυτή η λεβέντισσα, μαχητική, αυστηρών αρχών γυναίκα, είχε ωριμάσει πιά.[…] Είχαν λιγοστέψει οι αρσενικοί και γέμιζε το μεγάλο τραπέζι της σαλοτραπεζαρίας από γυναίκες τριών γενεών. [,,,] Σιγά σιγά αραίωναν οι επισκέψεις στην Αγάθη από γειτόνισσες και φίλες, αφού αποχαιρετούσε ένας ένας τη ζωή από τις παλαιότερες γενιές. [...]Η χρονιά του χίλια εννιακόσια ενενήντα έξι σήμανε μια μεγάλη λήξη ενός κεφαλαίου που η Κατίνα (η μικρότερη αδερφή της Αγάθης) , είχε πρώτη τον πρώτο ρόλο… Πέρασε καιρός πολύς για να εκφράσει με αναστεναγμό η Αγάθη τη θλίψη της για τη μικρή αδελφή της.[...]
Μέσα και πάνω απ’ όλα αυτά που την ευλόγησαν και τη στέριωσαν, ήταν το πιο πολύτιμο δώρο, η ουσία της ζωής, η αγάπη, παρέα με τους θησαυρούς της μνήμης”.
*
Πρόκειται για πολύ καλά δομημένη, με ολοκληρωμένους ήρωες διαχρονικούς, μυθιστορηματική αυτοβιογραφία. Ωστόσο, αν και μένει σταθερά πάνω σε αμετακίνητες θέσεις, η ιστορία ξεπερνάει τα στενά όρια μιας οικογενειακής περιπέτειας και αποκτά καθολικότητα, Διαβάζοντας, συχνά ξαναζούσα προσωπικά μου βιώματα από τον Εμφύλιο. Έβλεπα τη μάνα μου αλλά και κάθε Ελληνίδα να τραβάει την ανηφόρα μόνη, αλλά ορθή.
Μέσα από τα γεγονότα αναβιώνει μια ολόκληρη εποχή και μια Ελλάδα με τα ράκη και τις πληγές της, αλλά ολόρθη και έτοιμη να συνεχίσει τον αγώνα της, μαζί με τη ζωή που ούτως ή άλλως συνεχίζεται με τις γενιές που έρχονται.
*
Ελένη Χωρεάνθη
Παλαιό Φάληρο 1 / 2 Ιουλίου 2024
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου