Ελύτης-Ρίτσος

 

 
 
 

 
 

 
Ελένη Χωρεάνθη: Επιλέγω και παρουσιάζω συγγραφείς
Οδυσσέας Ελύτης * Γιάννης Ρίτσος*
βίοι παράλληκοι * έργα παράλληλα
Κατατάσσουμε ένα δημιουργό στους μεγάλους και ξοφλάμε, κυρίως όταν κλείνει ο βιολογικός του κύκλος. Ακούγονται μεγάλα, κενά συνήθως περιεχομένου λόγια. Όταν όμως σιγάσουν τα αλαλάζοντα κύμβαλα, είναι καιρός να σκύψουμε στο έργο του για να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα και να διδαχτούμε.
Δεν είναι δυνατόν να αποσυνδεθεί το έργο ενός δημιουργού από τη ζωή και τη μοίρα του λαού του οποίου τις αγωνίες, τον πόνο, τους οραματισμούς, τους πόθους και τις προσδοκίες βιώνει και υποχρεώνεται υποστασιακά να ταυτιστεί, να γίνει η συνείδηση και η φωνή του Έθνους, να εκφράσει με σύμβολα και χαρακτηριστικές εικόνες τα συναισθήματα και να αποφανθεί για λογαριασμό εκείνου.
Ο Ελύτης και ο Ρίτσος είναι δύο, οι πιο αντιπροσωπευτικοί διανοούμενοι Μεγάλοι Νεοέλληνες ποιητές που κάλυψαν τον εικοστό αιώνα με την παρουσία και το έργο τους. Και, ενώ ο βίος και το έργο τους βαίνουν παράλληλα, και τους απασχολούν τα ίδια θέματα, μιλούν διαφορετική γλώσσα, κινούνται και εκφράζονται σε εντελώς διαφορετικά βιοτικά, ιδεολογικά και λογοτεχνικά επίπεδα.
Παράγοντες εξωγενείς επηρέασαν, προφανώς, αποφασιστικά τη ζωή και το έργο τους, χάραξαν και ως ένα σημείο καθόρισαν τη στάση ζωής και διαμόρφωσαν το χαρακτήρα, τον κοινωνικοϊδεολογικό προσανατολισμό και τις προσωπικές επιλογές του καθενός.
Είναι νησιώτες και από ευκατάστατες οικογένειες. Είναι συνομίληκοι. Ο Ρίτσος (1909-1990) γεννιέται δύο χρόνια νωρίτερα από τον Ελύτη (1911-1996), και πεθαίνει έξι χρόνια νωρίτερα. Ο Ελύτης γεννιέται δύο χρόνια μετά το Ρίτσο, και πεθαίνει έξι χρόνια αργότερα, ζει τέσσερα χρόνια περισσότα, άρα είναι μακροβιότερος.
Είναι Ελληνοκνετρικοί και αανθρωποκεντρικοί. Αφετηρία τους είναι η μυθική Ελλάδα, η κλασική αρχαιότητα, η αρχαία λατρεία, η χριστιανική ορθοδοξία, η λαϊκή παράδοση, το δημοτικό τραγούδι, τα μεσαιωνικά και τα εκκλησιαστικά κείμενα. Αλλά δέχτηκαν και ξένες επιρροές, λιγότερο ή περισσότεροι εμφανείς στο έργο τους. Αρχίζουν να δημιουργούν σε μια ζοφερή και ταραχώδη εποχή που ταλαιπώρησε κάμποσες δεκαετίες το λαό. Κουβαλούν στα φτερά των στίχων τους τη ματωμένη μνήμη, την εμπειρία δύο παγκοσμίων πολέμων, δύο δικτατορικών καθεστώτων και ενός αιματηρού εμφυλίου που έπνιξε τον τόπο στο αδελφοκτόνο αίμα, δημιούργησε αγιάτρευτες ακόμα πληγές, έσπειρε θανάσιμα μίση, αφάνισε, στράγγιξε, κυριολεκτικά, τον τόπο, δίχασε και εξακολουθεί να διχάζει ακόμα το λαό, και όπως φαίνεται από τις συνεχιζόμενες έριδες, θα τον ταλανίζει για χρόνια ακόμα.
Ένα άλλο κοινό, φαινομενικά, χαρακτηριστικό των δυο ποιητών είναι η εξορία. Ο Ελύτης, ωστόσο, ζει αυτοεξόριστος με το βιος της νησιώτικης αποθησαυρισμένης μέσα του οικουμένης, καλοβολεμένος σε μια μοναξιά αυστηρή και σωτήρια, που είναι όμως επιλογή του. Αρχίζει από τα δεκάξι του χρόνια τη δημιουργική πορεία, εφοδιασμένος "με λέξεις και μ' έρωτα", με φως και θαλάσσια αύρα, ελεύθερος και αυτεξούσιος στην αγκαλιά της αιγαιοπελαγίτικης φύσης και, ύστερα από ένα μακρύ ταξίδι στις μεγαλουπόλεις του δυτικού κόσμου, τελευτά δημιουργικά και βιολογικά στο μικρό διαμέρισμα, καταφύγιό του, στο Κολωνάκι δοξασμένος και τιμημένος πανάξια, με ένα Νόμπελ κι ερωτευμένος στην τρυφερή θαλπωρή μιας πάνσεμνης, όμορφης μούσας του.
Ο Ρίτσος, αντίθετα, βιώνει εξοντωτικά στερημένος την αναγκαστική εξορία μαζί με συμπάσχοντες διανοούμενους και απλούς Έλληνες πολίτες στα ξερονήσια, "απολαμβάνοντας" τα αγαθά της βίας, της ταπείνωσης και του ευτελισμού της προσωπικότητας, εξαιτίας της στάσης ζωής και της ιδεολογίας που υπηρετεί με συνέπεια σε όλη του τη ζωή, παρών πάντα στους αγώνες των προοδευτικών δυνάμεων του κόσμου, πολεμώντας με το μοναδικό όπλο που είχε στη διάθεσή του, το λόγο, "για το ψωμί, το φως και το τραγούδι". Περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μέσα στη στέρηση, στα πένθη τα δικά του και του κόσμου, ξοδεύεται η πολύτιμη νεότητά του στα νοσοκομεία, στη σιωπή, στις εξορίες. Ζωγραφεί τον καιρό της αγρύμπνιας, τα βάσανα και τους κατατρεγμούς στα ενάλια ξύλα και στα βότσαλα της ερημίας, και τελευτά το βίο και το ακοίμητο έργο του περιτριγυρισμένος από τον πολύπαθο κόσμο για τα δίκαια του οποίου πάλεψε ορθός στην πρώτη γραμμή, και υπηρέτησε με όλες του τις δυνάμεις, τον κόσμο που τον αγάπηπησε, που τον λάτρεψε, που τον αποθέωσε!
Αναντίρρητα και οι δύο ως κατεξοχήν ποιητές ελληνοκεντρικοί έχουν συναίσθηση της αποστολής και της ευθύνης τους απέναντι στον Ελληνισμό και στην Ελληνική Πατρίδα.
Η "δικαιοσύνη" της Φύσης και της Γλώσσας
στην ποίηση του Οσυσσέα Ελύτη.
Είναι χαρακτηριστικοί οι στίχοι του Ελύτη από τη μεγαλειώδη σύνθεση Άξιον εστί:
Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα
μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα
των φονιάδων το αίμα με φως πληρώνω
μακρυνή μητέρα ρόδο μου αμάραντο
και ορίζουν το κέντρο βάρους του έργου του που δεν είναι άλλο από τη "δικαιοσύνη" της Φύσης και της Γλώσσας.
Η οικογενειακή και η οικονομική κατάσταση του Οδυσσέα Ελύτη είναι αυτή που του παρέχει την ευχέρεια να ζήσει άνετα, να ταξιδέψει στο εξωτερικό, να έχει όλο το χρόνο στη διάθεσή του, για να αφοσιωθεί αποκλειστικά και ολοκληρωτικά στην τέχνη του. Έχει τη δυνατότητα να θεωρεί τα δρώμενα στον ελληνικό χώρο από απόσταση διυλίζοντας και προβάλλοντας το τραγικό μέσα από ένα εξαίσιο θάμβος συμβόλων και συμβολισμών, που είναι το περιτύλιγμα της αγωνίας, των βαθύτερων προβληματισμών και της έγνοιας του για τη μοίρα και την πορεία του λαού και του έθνους.
Το αιγαιοπελαγίτικο φως τον διαπερνά και κατασκηνώνει στο σώμα του, τρέφει τα όνειρα, δίνει υπόσταση στους οραματισμούς του, τον πλουτίζει με όλα τα στοιχεία που στελεχώνουν και ενδυναμώνουν το ποιητικό του έργο. Οι γαλανοί, απέραντοι ορίζοντες, οι μουσικοί παλμοί των κυμάτων, τα λευκά βότσαλα, οι τρελοί βορειάδες που κάνουν τα δέντρα να προσκυνούν το χώμα που τα τρέφει, τα τρυφερά κορίτσια με τη ροδαλή, απαλή σάρκα, το τρικυμισμένο βλέμμα, θα γίνουν οι σημάντορές του από την τρυφερή του ηλικία και θα υποστυλώσουν τα ποιητικά του μορφώματα. Θα δώσουν στο μεγαλόπνοο έργο του την αστραφτερή φωτεινότητα και διαύγεια, ακόμα κι εκεί που θαρρείς πως κυριαρχεί η σκοτεινότητα. Ο Ελύτης είναι όλος φως και αισθήσεις. Ξεδιπλωμένος από τη μια ίσαμε την άλλη άκρη πάνω από τον ελληνικό γεωγραφικό χώρο θεωρεί με μάτι άγρυπνο σύμπαντα τον Ελληνισμό.
Ο ήλιος κατέχει πάντα δεσπόζουσα θέση στην ελυτική ποίηση.
"Σπούσε πέτρες ο ήλιος και ψηλά κρώζαν οι άγγελοι".
Η ποίησή του, αυτή καθαυτή, έχει κάτι το άυλο, μια καθαρότητα, καταυγάζεται από τον αναμάρτητο κι αβασίλευτο ήλιο της Δικαιοσύνης, τον αχαλίνωτο ήλιο, τον ήλιο τον ηλιάτορα, τον πετροπαιχνιδιάτορα. Πολλές φορές τα πάντα είναι άυλα, διάφανα και τείνουν να απογειωθούν σαν τον ηρωικό νεκρό που:
"Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του"
Και σαν το μικρό κορίτσι που:
"Μ' ένα ψίχουλο θαλάσσης"
στο ραμφί του ανεβαίνει ολόλαμπρο προς τα ουράνια.
Ο Ελύτης με την αθωότητα των αγίων αισθήσεων "κατενόησε τον κόσμο", τον πραγματικό και το νοητό:
"Ένα σώμα γυμνό είναι η μοναδική προέκταση
της νοητής γραμμής που μας ενώνει με το μυστήριο".
Πέρα από τις όποιες ενστάσεις που μπορεί να προβάλει κανείς ως προς τη στάση του σε οριακές στιγμές της πρόσφατης ιστορίας μας, ότι ποτέ δεν κατέβηκε στους δρόμους να διακηρύξει τις ιδέες του, ο Ελύτης είναι γεμάτος Ελλάδα. Είναι, με τη σειρά του, στην ώρα του και με τον τρόπο του, η φωνή της όρθιας, μοσχοβολούσας, απαστράπτουσας, της λαλούσας Ελλάδας την οποία φορεί κατάσαρκα και τον προστάζει. Και γίνεται προπομπός της "αναμορφώσεως του αρχαίου κάλλους". Είναι η Ελλάδα ολόκληρη με τις δυστυχίες και τα βάσανά της, διαποτισμένη, ωστόσο, και ντυμένη φως και ομορφιά μέσα στην αδιαμφισβήτητη αντοχή και την αιωνιότητά της.
Το έργο του είναι η πρώτη και η μοναδική του έγνοια:
"Προσπαθώ αυτό που έχω να πώ, να το πω όσο γίνεται καλύτερα. Μου αρκεί. Δεν περιμένω τίποτε και από κανέναν....", εξηγεί. Ο ίδιος ορίζει και τις συνιστώσες της ποίησής του: "Η ποίησή μου είναι ενιαία.Υπάρχει σ' αυτήν μια εσωτερική ενότητα, μια αλληλουχία, όπου γλώσσα, θέμα, νόημα συνυπάρχουν αρμονικά και αλληλένδετα". Και ερμηνεύοντας τους στόχους του δηλώνει: "Θεωρώ την ποίησή μου πηγή αθωότητας γεμάτης επαναστατικές δυνάμεις. Αποστολή μου είναι να κατευθύνω τις δυνάμεις αυτές κατεναντίον ενός κόσμου που δεν μπορεί να αποδεχτεί η συνείδησή μου, έτσι ακριβώς, ώστε μέσω διαδοχικών μεταμορφώσεων να φέρω τον κόσμο αυτόν σε αρμονία με τα όνειρά μου. Αναφέρομαι εδώ σ' ένα σύγχρονο είδος μαγείας, ο μηχα νισμός της οποίας οδηγεί στην ανακάλυψη της αληθινής μας πραγματικότητας.(...)Ελπίζοντας στην επίτευξη μιας απελευθέρωσης απ' όλα τα δεσμά και μιας δικαιοσύνης που θα ταυτιζόταν με το απόλυτο φως, είμαι ένας ειδωλολάτρης που, αθέλητα, καταλήγει στη χριστιανική αγιότητα".
Έζησε μέσα σε μια φυσική και μεταφυσική μοναξιά υπομονετικά:
"Τη μοναξιά την άντεξα σαν το χαλίκι".
Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να ανακαλύπτει την ομορφιά και τη μουσική, που είναι τρυπωμένη μέσα στα απλά πράγματα και πίσω από την επιφάνεια των φθαρτών πραγμάτων, ζώντας μόνος, όπως οι ασκητές κι οι προφήτες, οι ομολογητές κι οι απολογητές της πίστης:
"Θα καρώ μοναχός *των θαλερών πραγμάτων
Σεμνά θα υπηρετώ * την τάξη των πουλιών
Στον όρθρο της Συκιάς * από τις νύχτες θά ' ρχομαι
κατάδροσος * να φέρω στην ποδιά μου
Το κυανό * το μωβ
Και τις γενναίες του νερού * ν' ανάβω
σταγόνες * ο γενναιότερος".
Και:
"Στα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία τ' απύθμενα
με σκοινί λιανό κατεβαίνοντας
νύχτες και νύχτες
το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση
του μαύρου Την ελπίδα ως τα δάκρυα
τη χαρά ως την άκρα απόγνωση",
ψάχνοντας ανακάλυψε τα μαγικά ζωοποιά στοιχεία της ελληνικής γλώσσας και τη χρησιμοποίησε ως εργαλείο. Και κάποτε ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσει τον προορισμό του:
"Ήμουν στον έκτο μήνα των ερώτων
και στα σπλάχνα μου σάλευε σπόρος ακριβός
ΑΥΤΟΣ/ο κόσμος ο μικρός ο μέγας"
και θα πει: "Τη γλώσσα μου έδωκαν ελληνική", οι αρχαίοι του πρόγονοι, φυσικά και μίλησε εξ ορισμού ελληνικά και ερωτικά. Η γλώσσα για τον Ελύτη ήταν "τρόπος ζωής και ψυχής, σημαία διαρκείας και τρόπος ενάντιος στις βολές των μη ενήμερων του ουρανού...", εκείνων που δεν μπορούν να κοινωνήσουν των αχράντων μυστηρίων της ποιήσεως...
Ο ποιητής αγρυπνημένος ψάχνει τη μοίρα και τη φυλή του μέσα στον ανύσταχτο χρόνο, ώσπου ανακαλύπτει και συνειδητοποιεί το πεπρωμένο του.
"Ποιας φυλής ανύπαρχτης γόνος νάμουν
τότε μόνο ενόησα
(...)Πέρασε μέσα μου Έγινε
αυτός που είμαι.(...)
ΑΥΤΟΣ εγώ λοιπόν
και ο κόσμος ο μικρός ο μέγας!
Ταυτίζεται με τον κατακερματισμένο, υπερήφανο λαό των αθώων:
"Μοίρα των αθώων, είσαι δική μου μοίρα!...",
γίνεται η φωνή και η μοίρα των άταφων και θεμελιώνει το ποιητικό του σύμπαν, τον αχειροποίητο κόσμο του:"στη μνήμη μόνος" και στα βουνά των στεναγμών και των θρήνων των λαών:
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!,*
και βλέπει τους λαούς να σηκώνουν στους ώμους τους τα βουνά της ιστορίας για να δικαιωθούν και να διαιωνίσουν το γένος, τη φυλή και τη γλώσσα τους. Και δεν διστάζει να ιστορήσει ιλαρές εικόνες που ανατρέπουν κι αυτόν ακόμα το θάνατο:
Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου
επέστρεψε στον ήλιο.
Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και
του αιθέρος,
Λοιπόν. Αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.
για να φτάσει έτσι στην αυτογνωσία.
Η φύση και η ζωντανή ελληνική γλώσσα είναι οι δάσκαλοι και οι οδηγητές του: ΟΤΙ θα κατηχηθείς απ' τα πουλιά
κι ένα φύλλωμα λέξεων θα σε ντύσει
ελληνικά να μοιάζεις αήττητη/(...)
ΟΤΙ μόνη σου τέλος θ' αρμοστείς
αργά στο μεγαλείο
της ανατολής και του ηλιοβασιλέματος,
επισημαίνει καταληκτικά στην επαναστάτριά του Μαρία Νεφέλη, δηλώνοντάς της, έμμεσα πλην σαφώς, πως δεν υπάρχει μήτε αρχή μήτε τέλος στη ζωή και πως ο θάνατος είναι μια άλλη διάσταση της Ζωής. Ωστόσο, πίσω από την αισιοδοξία και την παραπλανητική ανεμελιά υπάρχει βαρύ πένθος για την οδυνηρή απώλεια:
Θα πενθώ πάντα-μ' ακούς;-για σένα
μόνος στον Παράδεισο.
Η σιωπή τον ακολουθεί σε όλη τη ζωή και την ποιητική δημιουργία:
Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
και πίσω απ' τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
ερωμένη αλλοτινών ήχων (...)
Όλα τα δάχτυλα σιωπή
έξω απ' τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
σιγά σιγά ξετυλίγεται η εξομολόγηση(...).
Και όλα,ως και "τα μάτια της -είναι-σιωπή(...)
και ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
ακούσιος καταρρέει Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το με-
λαγχολικό
σιωπητήριο...
Πίσω από τις λέξεις, τα έντονα χρώματα, τις ιλαρές εικόνες και τους υποβλητικούς ήχους υπάρχει μέγα βάθος, πλούτος και θάμβος, αλλά και πίκρα και νοσταλγία και θλίψη διαβρωτική πολλές φορές. Και "Μοναξιά αβάσταχτη στου αντρός τα στέρνα", που όμως "σκόρπισε κι έσπειρε άστρα". Αλλά και το σκοτάδι είναι μια ομιλούσα σιωπή. Και υπάρχουν πάντα δυο μάτια κοριτσιού που "αγγίζουν τη σιωπή" που ειναι πιο αρμονική, πιο βαθιά, πιο γνήσια μουσική και ηδονή. Ο κόσμος του γεννιέται αδιάκοπα μέσα σε μια μαγευτική σιωπή. Η πλάση όλη είναι νεογέννητα βρέφη, είναι αθώα, πάναγνα, τρυφερά κι αναμάρτητα, ερωτεύσιμα κορίτσια. Ωστόσο, αυτή η αγνότητα που τρυφεραίνει τον κόσμο τον πληγώνει και τον πονεί: "Αγγίζει το νου μου και πονεί το βρέφος της άνοιξης". Και με χαριτωμένους στίχους καταθέτει την πίκρα του για τη σκληρή μοίρα των αθώων και δίνει συμβολικά την ατμόσφαιρα και τα τοπία της καθολικής οδύνης των ημερών που κυβερνούσε τον τόπο η παράνοια των συνταγματαρχών με το στόμα μιας θλιμμένης μάνας: "Όνειρα πόκανα κρυφά/για τα παιδιά π' ανάθρεψα/ποιος τόλεγε πως θε να μού/τα στείλουνε του σκοτωμού..." Και τα φοβερά συμβαίνοντα:"Τ' άκουσε ο ήλιος κι έφριξε/το φως το κόκκινο έριξε/πήραν να καίγονται οι στεριές/κι όλες οι πάνω γειτονιές..." Κι ένα κοριτσάκι διαιωνίζει τη φλόγα της ζωής και της ελπίδας με το παιχνίδι των λέξεων και των εικόνων:"Δύο συ και τρία γω/πράσινο πεντόβολο",αλλά για τους δυνατούς έχει μόνο εγώ:"γι' αυτούς δεν έχει εγώ και συ..."
Δίνει κουράγιο στις γυναίκες που γεννούν παιδιά για τους αιώνες των πολέμων και των δακρύων: "Κουράγιο περιστέρες κι ανεμώνες μου/όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται/ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε/Σ' ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό/κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση/όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση(...).Ν' αρχίσει το τραγούδι ν' ανεβεί ο καημός/να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός/τι με το "χα" και με το "νο"και με το "νται"/όλα του κόσμου τ' άδικα ξ ε χ ά ν ο ν τ α ι.
Επισημαίνει έμμεσα εδώ, πως δεν πρέπει να ξεχνιέται και να μένει ατιμώρητο το άδικο. Είναι επιβεβλημένη η "τίσις"για την επιβίωση των λαών. Οι λαοί που χάνουν τη μνήμη, την οποία συντηρεί η γλώσσα, τα ήθη και έθιμά τους, χάνονται!
Η θάλασσα είναι η μοίρα του Έλληνα, του Πανέλληνα, είναι η μοίρα του ποιητή που τον έμαθε να διαβάζει τον κόσμο, να σπουδάζει τον εαυτό του, τον κόσμο και τον Ελληνισμό:"Έχοντας ερωτευτεί και κατοικήσει αιώνες μες στη θάλασσα/ έμαθα γραφή κι ανάγνωση",/Γύρεψα το ελάχιστο/και με τιμώρησαν με το πολύ..." ξέροντας πως τίποτα δεν πρόκειται ν' αλλάξει στον κόσμο: "Και η τάξη δεν πρόκειται ν'ανατραπεί" αφού:"Τα δεινά μας καλώς έχουν(...)/"και κανένας δεν πενθεί τ' αηδόνια κι όλοι γράφουν ποιήματα".
Αναζητά την αρχή της δυστυχίας:"που γεννήθηκε άτυχος σ' έναν κόσμο,/που πια καν/ν' αναγνώσει δεν γνώριζε Παράδεισο..." και"κόπος ο ποιητής με τ' αδειανά του χείλη/ ολοένα πίσω από τη θλίψη του το ανείπωτο./Τόσο πικρή στη φούχτα μου η γαλήνη/τόσο οι άνθρωποι μαύροι και μικροί/ Με πόδι εμπρός που ολοένα παν/παν κατευθείαν για τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα!"
Βλέπει τον κόσμο να βουλιάζει στα μυθικά ποτάμια της αιωνιότητας των θρήνων. Ενώ παραμένει απλησίαστος ο χαμένος παράδεισος της αθωότητας, το αιώνια ζητούμενο. Προσηλωμένος στην έξοδο από το σκοτάδι για μια αιώνια συνάντηση με το ωραίο ελληνικό φως, κάποτε αντικρύζει μιαν απέραντη Παράδεισο"φερμένη απ' τις λευκές Μαρίες των κυμάτων/Διακόσια μέτρα φάρδος ολοένα Παράδεισος(...)/επειδή τα δάκρυα είναι κι αυτά/Πατρίδα που δε χάνεται..."
Η ποίηση του Ελύτη λειτουργεί και ως μορφή και ως περιεχόμενο και σε πολλά επίπεδα. Έπιδέχεται πολλαπλές αναλύσεις και διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες και αντέχει σε πολλαπλές αναγνώσεις. Δεν συμμερίζομαι την άποψή του, πως τον παρανόησαν γενικά και κυρίως όσον αφορά στα "Ελεγεία της εξώπετρας". Νομίζω πως δεν πρόκειται για παρερμηνεία, αλλά για διαφορετική αντιμετώπιση από τους αναγώστες μελετητές/κριτικούς του. Καθένας παίρνει αυτό που του ανήκει, αυτό που μπορεί και κατανοεί, κυρίως από μια ποίηση υπαινικτική, συμβολική, που στόχος και μέλημά της έχει να ζωοποιεί τα πάντα και να τα κάνει:"Μικρά χρυσά πετούμενα μωράκια της αναπνοής σου ακόμη/πάνε κι έρχονται πάνω στην πέτρα και τις νύχτες παίζουνε φεγγάρι/Αλλ' εκείνος που σαν γλύπτης ήχων μουσική από μακρινούς αστερι-/σμούς συνθέτει/Νύχτα μέρα εργάζεται. Και τι ντο φαιά τι σολ ιώδη ανεβαίνουν/ Στον αέρα. Που κι οι βράχοι πιο ιερείς τέτοιο κλάμα το ευλαβούνται/Και τα δέντρα πιο πουλιά συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης/ομολογούνε. Τι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό που/οι μάγοι διατείνονταιΑλλά ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα(...)/Η καθημερινή πρώτη σελίδα του μετα-θανάτου./Κι όμως ο θάνατος για τον ποιητή δεν είναι ανίκητος.Είναι./"Άοσμος κι όμως πιάνεται/Όπως άνθος από τα ρουθούνια/Ο θάνατος..."
Κλείνοντας έναν κύκλο δημιουργίας, που περιέχει όλη την περασμένη του ζωή, πάντα οδεύοντας προς το φως, στην έξοδό του από το βαθύ κι ατέλειωτο σκοτάδι της άγνοιας και εισερχόμενος στην αθανασία της τέχνης του, καταθέτει μια τρομερή εμπειρία:
Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου η ζωή(...)
Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω.
Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος.
Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος, ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός
κι ατελεύτητος
Ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα(σ.39).
Επιστρέφει στα βιβλικά τοπία, στην προχωρημένη σιβυλλική γραφή, στα προσφιλή του σύμβολα για μια κοινωνία με τον άφθαρτο, άμωμο και άγιο Λόγο της δικής του εμβέλειας.
Στο ποίημα "Ρήμα το σκοτεινόν" εστιάζεται το νόημα και η φιλοσοφία όλης της σύνθεσης αυτής. Πρόκειται για το συγκεκριμένο ελυτικό ρήμα/κλειδί, το ρήμα
κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
που μπέρδεψε κι ανακάτωσε και σκότισε τους κριτικούς. Ωστόσο μια τολμηρή ανάλυση αυτού του ρήματος μπορεί να οδηγήσει κάπου: κατά – άρκυς - θμεύω. Ας αφήσουμε την πρόθεση κατά και ας προχωρήσουμε στο άρκυς, ίσως αυθαίρετα.
Σκαλίζοντας και ξεφυλλίζοντας λεξικά, αρχίζοντας από το Ομηρικόν του Ι. Παναταζίδου, στο ΝΕΟΝ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ του Δημητράκου(1969) υπάρχει το ουσιαστικό
"ά ρ κ υ ς, υος,
που σημαίνει δίκτυον θηρευτικόν, πάγη, δόκανον, και μεταφορικά παγίς, επιβουλή, δράστης επιβουλής... Εξ ου και αρκύστατος= εστημένος, και αρκυωρός=ο επιβλέπων τας άρκυς και αρκυωρώ=ως αρκυωρός επιβλέπων το θήραμα, ενεδρεύω, παραμονεύω.
Από την τολμηρή αυθαίρετη ίσως ανάλυση και την ακόλουθη πιθανή σύνθεση του ρήματος:Κατά - άρκυς - θμ και η ρηματική κατάληξη εύω, ο ποιητής "έπλασε" το δικό του συνθηματικό ρήμα καταρκυθμεύω, κατά τα εις εύω ρήματα.Το θμ το βρίσκουμε στις λέξεις: βρυχη θμός, ισ θμός, κλαυ θμός, πορ θμός, στα θμός, στα-θμεύω...
Σ' αυτό το συμπέρασμα οδηγούν οι στίχοι από το ίδιο το ποίημα με το βαρύ, επίσημο, καλβικό, μεγαλειώδες ύφος:
Εδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Κι ανάλαφρα τα όρη ας
Μετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:
κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
Εμφανίζεται σαν άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
με παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρυτες από Δίες κι Ερμήδες
Τέλλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Ασία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Κίρκης
Ώστε, λοιπόν, αυτό που λέμε "ουρανός" δεν είναι."Αγάπη" δεν
"αιώνιο"δεν
Υπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Πλησιέστερα του
σκοτωμού
.....................................................................................................
Φίλε σύ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων
Τις μακρινές καμπάνες; Ξέρες τις γωνιές του κήπου όπου
Εναποθέτει τα νεογνά του ο δειλινός αέρας; Ονειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Μη γνωρίζοντας πια ερινύες; Όχι. Να γιατί κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
Που οι βαριές αμπάρες τρίζοντας οι μεγάλες θύρες
ανοίγονται
Στο φως του ήλιου του Κρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η
τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη
*
Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι άλλα σ' άλλες.Αλλ'
Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.
Και ο ποιητής με το ρήμα του στήνει την παγίδα της γλώσσας, και καιροφυλακτεί με το κλειδί στο χέρι, ν' ανοίξει ή να κλείσει, μπορεί και τα δυο, τις πύλες του κόσμου του, του παραδείσου του, όπου ελλοχεύουν τα επαναλαμβανόμενα "δεν"του κόσμου, αν λείψει ο Λόγος, η αρχή και η ουσία του κόσμου, ο Λόγος/σχέση με τα πράγματα και τη ζωή, ο Λόγος που δίνει υπόσταση στον κόσμο. Κι ο θάνατος είναι μέρος αυτού του λόγου και της διαδικασίας, που ονομάζουμε Ζωή, Φύση, Γλώσσα, Ποίηση.
Για τον ποιητή, για τον αληθινό δημιουργό, που αφήνει πίσω του έργο αθάνατο, δεν υπάρχει θάνατος, υπάρχει ζωή ατελεύτητη, ο θάνατος είναι το τέλος ενός κύκλου και η έξοδος από την παρούσα ζωή σε μιαν άλλη διάσταση.
Όλα στη ζωή διαγράφουν κυκλική τροχιά, όπου δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε τέλος, αλλά ένα αιώνιο παρόν μέσα στον ατελεύτητο χρόνο, μέσα στον απέραντο κύκλο του σύμπαντος κόσμου, του Θεού /Λόγου!
*
Παλαιό Φάληρο, 23. 7. 2024
*

Σχόλια