Αφιέρωμα :Οι γονείς μου

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Αφιέρωμα στους γονείς μου // Μάνα δίχως πατέρα δεν γίνεται
 
Η μάνα η χωριάτισσα *
 
Εμένα η μάνα μου με γέννησε στο διάσελο
εκεί που κόβει ο λαιμός στα δυο τα όρη
κι η γη βαθαίνει σαν πληγή που αιμορραγεί.
Την ώρα που γεννήθηκα φυσούσαν δυνατοί βοριάδες
κι ο κόσμος έμοιαζε διχαλωτός.
Ιούνιος μήνας, έκτος στην τροχιά του χρόνου, Σαββατόβραδο
κι ο ήλιος έγερνε δειλά στις κορυφογραμμές
θωπεύοντας την αδυνατισμένη πλάση.
*
Ήρθαν οι μοίρες και με μοίραναν με φως και με σκοτάδι
- μου γνέφει πάντα ένα το φως
και είπαν άλλα άντ’ άλλων αναμεταξύ τους.
Ήταν οι μέρες δύσκολες, πόλεμοι, χαλασμοί, ξεσηκωμοί…
Πού να ’ξεραν κι εκείνες τι τους έγραφε η μοίρα
να πούνε κάτι συσταζούμενο.
Από τότε είχε κρυμμένη πάντα μέσα της μιαν έγνοια,
ένα κενό που μ’ έντυνε με φως και με σκοτάδι.
*
Η μάνα μου ήταν όμορφη,
ένα ανθογυάλι εύθραυστο είχε το πρόσωπο,
σαν από ζύμη τρυφερή ήταν η σάρκα της,
γαλανομάτα και ξανθιά, αέρινη, ξωθιά φευγάτη,
περήφανη κι ανάλαφρη σαν σταυραϊτός
κι ακάματη δουλεύτρα,
περνούσε πάνω από τα μνήματα τριών παιδιών
κι ανέμιζαν μεταξωτές οι πίκρες και οι λαχτάρες της
πλεγμένες στα χρυσόξανθα μαλλάκια της.
*
Σαν ελαφίνα έτρεχε απ’ το μύλο στο χωράφι
μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά κι ένα άλλο στην κοιλιά της,
στο ένα χέρι τον κασμά βαστούσε και στο άλλο ένα δρεπάνι,
τη μια μέρα γεννούσε, έθαβε την άλλη ένα βλαστάρι,
άνοιγαν τότες οι κρουνοί κι οι βρύσες των ματιών ρυάκιζαν
και πότιζε τα μνήματα,
βαφόταν άλικο και τριανταφυλλί το φρέσκο χώμα.
Μα ήταν δύσκολοι καιροί τα μαύρα εκείνα χρόνια,
-πόλεμοι, θάνατοι και χαλασμοί, ξεσηκωμοί,
αρρώστιες, προσφυγιά, ξεσπιτωμοί, ξεπατρισμοί
πού να ‘βρισκε η βαριόμοιρη καιρό να ξαποστάσει.
*
Στις αξημέρωτες, μεγάλες νύχτες του χειμώνα
που οι βοριάδες αλυχτούσανε στις θύρες
κι ούρλιαζαν στα παράθυρα φαρμακεροί νοτιάδες,
η μάνα έστριβε μαλλί τον πόνο της, στημόνι την ελπίδα,
έκλωθε υφάδι τους καημούς, τα μύρια βάσανά της
κι ύφαινε πλουμιστά προικιά προίκα για να τα δώσει,
πού να ’βρισκε η έρημη καιρό να ξανασάνει.
*
Εκείνες οι βαθιές ρυτίδες, οι μεγάλες χαρακιές
που σμίλεψε ο χρόνος στου προσώπου της την άσπιλη ομορφιά
ιστορούσαν μυστικά τα βάσανά της, τούς νεκρούς,
τα πεθαμένα της μικρά παιδιά.
Ήταν ολόκληρη ζωή ζωγραφισμένη
ό,τι κεντούσε στα ξενύχτια και ζωγράφιζε:
λουλούδια και πουλιά, τα όνειρα
και οι ελπίδες της, οι προσδοκίες της και οι απαντοχές,
προοπτικές που δεν ευδόκησε ποτέ να ευοδωθούν.
Ήτανε δύσκολοι καιροί τα χρόνια εκείνα.
*
Στις αξημέρωτες, μεγάλες νύχτες του χειμώνα
που οι βοριάδες αλυχτούσανε στις θύρες
κι ούρλιαζαν στα παράθυρα φαρμακεροί νοτιάδες,
η μάνα έστριβε μαλλί τον πόνο της, στημόνι την ελπίδα,
έκλωθε υφάδι τους καημούς, τα μύρια βάσανά της
κι ύφαινε πλουμιστά προικιά προίκα για να τα δώσει,
πού να ’βρισκε η έρημη καιρό να ξανασάνει.
*
Εκείνες οι βαθιές ρυτίδες, οι μεγάλες χαρακιές
που σμίλεψε ο χρόνος στου προσώπου της την άσπιλη ομορφιά
ιστορούσαν μυστικά τα βάσανά της, τούς νεκρούς,
τα πεθαμένα της μικρά παιδιά.
Ήταν ολόκληρη ζωή ζωγραφισμένη
ό,τι κεντούσε στα ξενύχτια και ζωγράφιζε:
λουλούδια και πουλιά, τα όνειρα
και οι ελπίδες της, οι προσδοκίες της και οι απαντοχές,
προοπτικές που δεν ευδόκησε ποτέ να ευοδωθούν.
Ήτανε δύσκολοι καιροί τα χρόνια εκείνα.
***
Νοσταλγία
*
Τότε παλιά που ήμασταν μικρά παιδιά
κάθε φορά
που έρχονταν Χριστούγεννα
Πρωτοχρονιά και Φώτα
έζωνε η μάνα μας την καθαρή μπροστοποδιά
έκανε το σταυρό της
τρεις ολόκληρες φορές απανωτά
και ζύμωνε
τρεις «λειτουργιές» με ευλάβεια μετά
και με σφραγίδα
«πρόσφορα» να τις πάει στην εκκλησιά
για τον παπά
κι ύστερα έπλαθε
ένα για το καθένα από μας τα εφτά
όμορφα «λειτουργόπουλα»
*
Ζύμωνε το χριστόψωμα μετά
με χίλια δυο το στόλιζε πλουμίδια
κι όλα μαζί τα έψηνε η ανθρακιά
στον πυρωμένο φούρνο
σκορπούσε η μυρωδιά του ζυμωτού ψωμιού
μέσα στο σπίτι
μοσχοβολούσε ο κόσμος όλος
*
Κάθε Χριστούγεννα
Πρωτοχρονιά και Φώτα
στη μοσχοβολημένη σάλα
για του Χριστού το γιορτινό τραπέζι
έστρωνε στο σοφρά το κόκκινο
το πλουμιστό μεσάλι
κι έκοβε απ’ το χριστουγεννιάτικο ψωμί
το βλογημένο
*
από του τίμιου κόπου τη σοδειά
πρώτα της Παναγιάς κομμάτι
αντίδωρο
ύστερα του Χριστού
του Κύρη του σπιτιού και της Κυράς
μοίραζε λειτουργόπουλα σ’ εμάς
έφερνε και το χοιρινό ψητό της γάστρας
την κρεατόπιτα και τα τυριά
γλυκό κρασάκι του αμπελιού μας
Ευλόγαγε ο πατέρας
το ψωμί και το φαΐ και το κρασί
σαν τον Χριστό
μ’ ένα σταυρό και μια ευχή
κι ακολουθούσε φαγοπότι γιορτινό
κι έμοιαζε το τραπέζι πλουμιστό ανθογυάλι.
*
Αχ και να γύριζαν
τα μακρινά εκείνα χρόνια πίσω
πάνω στου μέλλοντός μας τις φτερούγες
να μοιραζόταν μοσχομύριστο χριστόψωμο
γλυκό κρασί και χοιρινό ψητό
στου πεινασμένου κόσμου μας τις ρούγες
2018
*
Παλαιό Φάληρο, 17-12-2018
***
Η μάνα μου *
*
Στα μέρη μας εκείνον τον παλιό «καλό» καιρό
δεν ξέραμε άλλο φως
εκτός από τον ήλιο που έψηνε το κορμί και τις σοδειές
Έλαμνε λαμπυρίζοντας η πέτρα και το χώμα
Είχαμε για τη νύχτα τον Τσιμπλή
το ταπεινό λυχνάρι
και μια λάμπα πετρελαίου
*
Η μάνα μου δεν ήξερε άλλες λέξεις
εκτός από «το λύκο και τ’ αρνί» και το μαντρί
τον ήλιο την αυγή και για τη νύχτα το φεγγάρι
τη βροχή και το σκοτάδι
-λέξεις απλές τριμμένες
χιλιοφαγωμένες καθημερινές
ακρωτηριασμένες λέξεις
χιλιομπαλωμένες λέξεις / ξεφτίδια
να ιστορήσει και να πει
τον πόνο της και το παράπονό της
*
Η μάνα μου
μια λυπημένη περηφάνια ήταν
ένα ξεκλωνιασμένο δέντρο ξέφυλλο
απ’ τη ζωή πετσοκομμένο
ένα ξεριζωμένο
πληγωμένο δέντρο
Δεν μπόρεσε ποτέ να λουλουδίσει
*
Παλαιό Φάληρο, 19 Ιουλίου 2017
*
*Από τη συλλογή ποιημάτων μου: «Σύνθεση σε ρε ελάσσονα»
Κυκλοφορεί προσεχώς από τις Εκδόσεις: Σ. Ι. Ζαχχαρόπουλος
***
Κάθε πρωί
4
“...Τότε παλιά
σε κάθε σπίτι και γωνιά
σε πλούσια και σε φτωχογειτονιά
παραμονή τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές
ζύμωναν κι έψηναν τις λειτουργιές
Μοσχοβολούσε κάθε γειτονιά
*
Τώρα
κάθε πρωί τις καθημερινές
παντού οι φούρνοι ψήνουν το ψωμί
Ευωδιά ο κόσμος όλος κι ο ντουνιάς
κι ανοίγουν πόρτες
και παράθυρα
να μυρωθούν τα σπίτια ως ναοί
Αγάλλεται η ψυχή
κι αναθυμάμαι τα παλιά νοσταλγικά
τα μυρωμένα εκείνα
αυγινά των παιδικών μου χρόνων
που η μάνα ζύμωνε κι έψηνε τις λειτουργιές
και λειτουργόπουλα
για τα μικρά της τα παιδιά
2020
*******
🟣Ο κήπος με τις ανεμώνες **🟣
*
Ο κήπος με τις ανεμώνες ανασαίνει με το αίμα των νεκρών Κάθε πρωί στέκεται ο πατέρας στο κατώφλι
χαμογελώντας προβοδίζει τις ψυχές των πεθαμένων
και το σκυλί μας γλύφει τις πληγές στα ιμάτιά του
και το πρωινό γεμίζει γιασεμιά και υακίνθους
*
Λύπης φορτίο ευάγκαλον η μνήμη των απόντων
ζωοποιεί την άρθρωση του στοχασμού τον όρθρο ευαγγελίζουσα στην άφατη ολονυχτία της ελιάς
του σκίνου της φτελιάς της κουμαριάς και του πλατάνου
Αιμορραγεί ο ηλίανθος
στο πρώιμο άγγιγμα της λαμπηδόνας
του αναμάρτητου αιτωλικού καλοκαιριού
*
Στον κήπο με τις ανεμώνες
λουλουδίζει ο ξανθός καημός του δουλευτή
κι ευωδιά γη κι ουρανός της Αιτωλίας
Και παραπέρα στ' Ακαρνανικά
ο ήλιος ψήνει το ψωμί πάνω στην πέτρα
Ο Λόγος καμακώνει τον καημό
και συναρμόζει τις στιγμές σε νικητήρια κραυγή
για να ορθρίσει στα βουνά των στεναγμών και των λυγμών
και του πικρού καμάτου
ολόρθος ο μυριανθός του σπάρτου
του ρεικιού της καστανιάς
του ασφοδελιού και της ασφάκας
*
Στον κήπο με τις ανεμώνες
φυτρώνει κάθε αυγή καινούργιος πόθος
ωσάν το πικρολούλουδο της λύπης
και μένει η ελπίδα αδειανή στο κοίλο του εσπερινού θυμιάματος
*
Πατρίδα διαμελισμένη μνήμη ανατέλλει στον καρπό της γνώσης
κάθε που τρέμει στον Αράκυνθο το δειλινό της ουτοπίας
*
Έρχεται ο πατέρας με τα όνειρα στους ώμους
Κάθε σκαλί κι ένα πουλί μας φέρνει τερετίζοντας την άνοιξη
Κι οι κλώνοι της ροδακινιάς σαλεύουνε φτερά αταξίδευτα
εδώ που ενοικούν τα όνειρα
και ο ρυθμός ο νηπενθής του στοχασμού
στο πνεύμα της αθανασίας περίπτερο
σιγά δειλά πορεύεται στην έρημο της σιωπηλής μας οικουμένης
και με το μάρμαρο σηματωρό ανηφορίζει στον αιώνα
συλλαβίζοντας τον όρθρο των ψυχών
στ' ανυποψίαστα βουνά των υακίνθων και της μίνθης
*
Η ευγλωττία της σιωπής σμιλεύει την αναγκαιότητα του ονείρου
στο χρόνο των ανείπωτων πραγμάτων
*
*Το ποίημα "Η μάνα η χωριάτισσα" ελήφθη από τη συλλογή ποιημάτων μου "Η σιωπή των αμνών". Σχεδιασμός εξωφύλλου Χρήστος Π. Γαρουφαλής. Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2012
*
**Το ποίημα "Ο κήπος με τις ανεμώνες" ελήφθη από τη συλλογή ποιημάτων μου "Ο 'υπνος των μεσημβρινών ωρών"
Το σχέδιο εξωφύλλου φιλοτέχνησε Μάριον Χωρεάνθη
Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα, 2004.

Σχόλια