Η κόρη του Ιεφθάε


 
 
 

Επιλογή και Παρουσίαση Βιβλίου
Ελένη Χωρεάνθη
*
Κώστας Χατζηαντωνίου: Η κόρη του Ιεφθάε
*
Χαίρομαι ιδιαίτερα, όταν κρατώ στα χέρια μου βιβλίο με εξαιρετικά ενδιαφέρον περιεχόμενο, όπως το βιβλίο του Κώστα Χατζηαντωνίου, “Η κόρη του Ιεφθάε. Με είχε εντυπωσιάσει ο τίτλος που είδα σε περιοδικό και αναζήτησα το βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησαν οι Εκδόσεις “λάτμος” το 1992. Και είναι το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα.🟣
Πρόκειται για μια συλλογή 11 διηγημάτων στις σελίδες των οποίων παρακολουθείς την πορεία της αφήγησης σε όλα τα στάδια/διηγήματα, από την έναρξη με μια θεατρική, οριοθετημένη, παράσταση (Η κόρη του Ιεφθάε), και άλλα 10 διηγήματα, όπου καταγράφεται η ανθρώπινη περιπέτεια και, από περιωπής θεωρούμενα, συνιστούν μια τραγωδία με αρχή, μέση και τέλος, ήτοι: πέντε διηγήματα: [Η κόρη του Ιεφθάε / Νυχτερινό πρελούδιο / Ο γυρισμός / Αίτηση χάριτος / Ο μπολιβάρ στην Πρέβεζα], ως την κορύφωση, μέση: [Έρημοι δρόμοι], ίσαμε την ολοκλήρωσή της με άλλα 5 διηγήματα, ήτοι: [Η γιορτή της Ελένης / Όταν βρέχει τον Νοέμβρη / Παλινωδία / Κίτρινη λίμνη / Η Έξοδος]. Ανακαλύπτεις έναν άλλο Κώστα Χατζηαντωνίου, έναν τρυφερό, γλυκύτατο συγγραφέα που δεν φοβάται τις λέξεις, όταν πρόκειται να εκφράσει τα ευγενέστερα συναισθήματά του μέσω των ηρωίδων και των ηρώων του.
“Γαλήνη έφερε η μέρα. Χωρίς πικρό παλμό, μονάχα μια σιωπή που ασφάλιζε την άρνηση των αιτήσεων, τη ματαιότητα οποιασδήποτε άλλης καιρικής σύμπτωσης. Η αλήθεια είναι καλά κρυμμένη…”. Εισαγωγή στο δράμα που θα ακολουθήσει με τραγική ηρωίδα την “Κόρη του Ιεφθάε”, μια τραγική ηρωίδα, αντίστοιχη της Ιφιγένειας εν Αυλίδι της του Ευριπίδη.
Μέσα από μια γλαφυρή, καθηλωτική αφήγηση, ο συγγραφέας δίνει την ψυχογραφία αφενός των ηρώων, αφετέρου τις αντιδράσεις των θεατών, για να αποκαλύψει το αναμενόμενο: “...Η κραταιά αγάπη της ισχύος του Κριτή(...)που ευφραίνει το λαό του και οργίζει τα έθνη”.
Κάθε διήγημα είναι ένα λυρικό ποίημα, απλωμένη χαρμολύπη, που η αινιγματική ανταύγεια φωτός περνάει τη σκοτεινότητα του πένθους με υπόλευκες λυτρωτικές αχτίδες προσδοκίας μιας ονειρικής πραγματικότητας:
“Επηγγελμένη, άφατη ωραιότητα σε περιμένω κοντά στον αρχαίο κηροστάτη, ω ξένη λευκή Σειρήνα που αστραποβολείς το πάναγνό σου πάθος. Όλα χορεύουν τριγύρω με κίνηση λεπτότατη τα χείλη ανοίγεις. Μιλείς μα πάλι σιωπάς. Ναός η φωνή σου, κελάηδημα ταπεινό, προσευχή στο Θεό της Νύχτας, στο Θεό της Αγάπης και της συμπόνοιας. Η προσευχή σου ηλιοβασίλεμα. Τη χοϊκή χαρά στην αζωγράφιστη λατρεία το πρόσωπό σου κάνει Ένα, ζωή και θάνατο, ημέρα και νύχτα ενώνει. Έρχεσαι λουσμένη σε θείο φως…”
Σιγά σιγά βγαίνει από τη φαντασίωση αποκαθαρμένος στο φως της απτής πραγματικότητας και περνώντας σε άλλο επίπεδο προσπαθεί να εκλογικεύσει τις οπτασίες, να ερμηνεύσει το μυστήριο της ονειρικής πραγματικότητας και εύλογα απορεί και συλλογίζεται:
“Κι εγώ αναρωτιέμαι, πώς έτυχε να συναντηθούμε, χωρίς να ξέρω αν σε είδα στον κόσμο των πραγμάτων, στης άρρωστης φαντασίας τους κύκλους, ή στην ενόραση του ουράνιου κάλλους, τις νύχτες που διαφεύγω από τους κουρσάρους που λεηλατούν την πατρίδα μου…”
Αλλού ακούει τον “κήρυκα που αναγγέλλει το θάνατο του πολιτισμού (…), η κραυγή γίνεται η νυχτερινή κλήση της γης που δέρνει το μπουγάζι. Είναι κι αυτή μια ανάγκη επιστροφής(…), νοσταλγεί το μικρό ανώι, τη σιωπή, το κυνήγι των αστεριών…”
Αλλά όταν πίσω από όλα παραμονεύει ο θάνατος, ο συγγραφέας, ακούει μέσα του “φωνές που ρωτούν: “Θα τελειώσει ποτέ αυτός ο θρήνος σαν φεύγουν μ’ ένα φύσημα του αγέρα οι γιοι του ανθρώπου; Πού πηγαίνουν τα σάρκινα ρέστα της ζωής μας;”
Και τα αδυσώπητα ερωτήματα εξακολουθούν να τον βασανίζουν και να τον προβληματίζουν τα “γιατί” συμβαίνουν τόσα κακά στον κόσμο, μήπως πρέπει ο άνθρωπος να επιστρέψει στην αρχή του, να αναζητήσει το μονοπάτι που οδηγεί στον απολεσθέντα παράδεισο αναζητώντας τη διασπασμένη ψυχή του;
Στο “πρώτο βιβλίο” του, μια πανέμορφη λυρική ποιητική σύνθεση στο σύνολό του, αφήνει το χέρι του ελεύθερο να αποτυπώσει τα συναισθήματά του, όπως η ψυχή ποθεί και η καρδιά του νιώθει, καταθέτει τον αποθησαυρισμένο μέσα του κόσμο με μιαν εκπληκτική αθωότητα, ειλικρίνεια και σεμνότητα. Και όλα μαζί, η χαρά της ζωής, η θλίψη για την όποια σημαντική απώλεια, ο έρωτας στα ωραιότερα φανερώματά του, η ομορφιά της φύσης, η αγάπη για όλα τα πλάσματα του Θεού, συνθέτουν ένα πανόραμα εικόνων στον τοίχο του Ναού της Φύσης:
“...Το ίδιο βράδυ, στον ακοίμητο νου της Λουκής χόρευαν ιππότες, κυρίες και ακόλουθοι[...]Κορίτσια στην πρώτη τους αγνότητα, με μάγουλα κόκκινα ή χλωμά και στόμα σαν άλικο λουλούδι, και μάτια σαν άστρα λαμπρά που ξέχασαν να φύγουν με τη νύχτα και μαλλιά ξανθά σαν το λινάρι και μπροστά σε όλες πιότερο η Λουκή, σαν τη θεόμορφη Αφροδίτη. Στο φωτεινό της μέτωπο ο ουρανός της μικρής μου πατρίδας, και τα σημάδια που έβαζα παιδί στου πατρικού σπιτιού τη στέγη”. Κι αλλού: “Μαγνάδι αραχνωτό σαν πέσει και θυμηθώ το απόλουτρο, οπάλινο κορμί, με μάτια βάρυπνα σε λιτανεία βγαίνω και γυρεύω την Λουκή στην στοιχειωμένη πολιτεία...”
Περιγραφές εξαίσιες φυσικού τοπίου και ανθρώπινου πάθους μυστικού, σκηνές απαράμιλλα δροσερές, νεανικά τρυφερές, δημιουργούν ψυχική ευφορία, ανάταση, ακόμα κι όταν ο πόνος των πραγμάτων και των ηρώων του και η λύπη περισσεύουν, ο καλός συγγραφέας με μια στωική καρτερία, ευπρέπεια, με ευγένεια και απαλότητα, χαμηλούς τόνους δημιουργεί μπροστά στο θάνατο κλίμα προσδοκίας σαν να πρόκειται για μετάβαση σε μια άλλη πραγματικότητα ως φυσική συνέχεια του κύκλου της ζωής.
Μια καλοσύνη διάχυτη διώχνει τα σκότη και οδηγεί στην έξοδο και στη λήξη του δράματος με την “έξοδο”, στο τέλος των παθών, στην κάθαρση.
*
Παλαιό Φάληρο, 20 Φεβρουαρίου 2024

Σχόλια