Ελένη Χωρεάνθη
Μαζεύω τα κομμάτια της ψυχής μου/τα χρόνια μου μες τα βιβλία
"Σύνθεση σε ρε ελάσσονα"
*
Αχ ας μπορούσα να μετρήσω
τα κομμάτια της καρδιάς που έχω μοιράσει
που έχει ραγίσει των αγαλμάτων
την κρυστάλλινη σιωπή πώς να ιστορήσω
Έχει πολλή νοτιά τούτος ο κόσμος
σοδιάστηκε ψιλή βροχή στα σωθικά μου
*
Μ’ ένα γαλάζιο φόρεμα
- το ποίημα της εφηβείας μου -
πορεύτηκα στο όνειρο με όποιον καιρό
και των βροχών οι εποχές ευωδιάζανε
τις ώρες της νεότητας
και τα αρώματα πάνω στο δέρμα
έπαιρναν μια παράφορη απόχρωση
όπως ιριδισμοί φωτός στις κορυφογραμμές
την ώρα του ηλιοβασιλέματος
εκεί που σμίγουν
και χωρίζουνε καιροί και εποχές
και βάφεται γη κι ουρανός με χρώματα μαβιά
*
Ο χρόνος και τα χρώματα των ήχων
ταξίδευαν επί πτερύγων ανέμων
και υδάτων πολλών φωνηέντων
τρύπωναν στις πτυχές του οράματος
έμπαιναν στις ρωγμές της μνήμης
ίσαμε εκεί που ο χρόνος έκανε καμπή
και κατηφόριζε ένα αστέρι
*
Τα σπίτια χαμηλώνανε
μικραίνανε οι άνθρωποι
και το κορίτσι με τους υακίνθους
το γαλάζιο φόρεμα κι ένα λουλούδι στα μαλλιά
έφευγε με τον αφρό του κύματος
Έρρεε ποταμός ο χρόνος
γλιστρούσε
πάνω από τους αμμόλοφους της ιστορίας
κυλούσε ανεπαίσθητα ο καιρός
*
Έτρεχα στους μεγάλους δρόμους
σεργιανούσα στις απέραντες εκτάσεις του μυαλού
εικόνες των πραγμάτων
ήχους και μύρα να συλλέξω
ακριβά θυμιάματα ερώτων
και ψαλμούς αγγέλων μελωδούντων
παννύχιες υμνωδίες μοναχών
ψυχών μοναζουσών
φωνές υδάτων
κελαρύσματα νερών
και μινυρίσματα πτηνών χειμαζομένων
να ζωγραφίσω λέξεις
τις νηνεμίες να ιστορήσω
στον καμβά του επερχόμενου αιώνα του άλλου
με φράσεις να κεντήσω το κενό
ο χώρος να γεμίσει παραστάσεις
Με τρόμαζε το χάος του ατέλειωτου λευκού
*
Διψάει –πώς να το πω– η καρδιά μου
το μέσα μέρος της ψυχής πονάει
το μυαλό μου κλαίει
Δεν ακούει κανείς
*
Δεν με χωράει ο χιτώνας που ενοικώ
τον έζωσαν ξένοι θαμώνες στο κορμί μου
Το ρούχο αυτό είναι στενό δεν το αντέχω
έχει πολλή μέσα του υγρασία φθονερή
πολλή νοτιά γεννάει τούτος ο τόπος
Ο ήλιος γέρνει κι ακουμπάει στα βουνά
συντρίβονται τα όρια του χρόνου
μικραίνουν τα όρη
χαμηλώνουν κι ανεβαίνουν τα νερά
τα σπίτια χάνονται
λιώνουν σαν από κιμωλία οι άνθρωποι
Κυλάει ποτάμι ο χρόνος βουερό
χύνεται σ’ ένα σύμπαν εφιαλτικό
μας παρασέρνει
Κανένας δεν γυρίζει να κοιτάξει πίσω του
*
Μάζεψα όσα από τα κομμάτια της ψυχής μου
μπόρεσα να διασώσω
ό, τι είχε απομείνει στον ιστό των οραμάτων
σπαράγματα ονείρων και προοπτικές
τις άδειες να γεμίσω εποχές
αναπολώντας θλιβερά την εύοσμη εποχή των υακίνθων
την πρόσκαιρη ξανθή νεότητα
τον ποταμό να ρέει
ξεπροβοδώντας με τα ήρεμα νερά του τη χαρά
τις τύψεις και τις πίκρες των ανθρώπων
το παρελθόν και το παρόν
το μέλλον
την αναγκαιότητα φυγής
την ουτοπία
*
Χάθηκε το μεγάλο στοίχημα
το τρένο πέρασε σφυρίζοντας
και με προσπέρασε σαν ένα ασήμαντο
ξεθωριασμένο περιστατικό στην περιπέτεια του βίου
σ’ εκείνο το σημείο που χωρίζει
το ρευστό μέρος του κόσμου από το άλλο
*
Άφησα να με παρασέρνει των δακρύων η βροχή
μες τη ροή του ποταμού
Έκλαψα όλους τους νεκρούς
που κουβαλούσα στο κορμί και στην ψυχή
και τους μελλούμενους
Θρήνησα την απώλεια κάθε στιγμής
τα κερδισμένα χρόνια
τα χαμένα
πέταξα το ρολόι μου στον ποταμό
άχρηστο πράγμα φθονερό
*
Έρρεε αμέριμνος ο ποταμός
με το ρολόι να καταπίνει τις στιγμές
τις ώρες μου τις μακρινές
το ανυποχώρητο κενό
και τα πικρά δικά μου δάκρυα
*
Κυλούσε άτμητος ο ποταμός σαν τον καιρό
κι ο χρόνος των πραγμάτων αδιαίρετος
κατάπινε τους θρύλους
τα οράματα και τα μνημόσυνα
ίδια και απαράλλαχτα
από καταβολής του κόσμου τούτου
αδιάφορος για τον πόνο των ανθρώπων
*
Σφίχτηκα στην ψυχή μου
σαν μες σε κάμαρα σκοτεινιασμένη
κι είδα το αίμα μου να ρέει κυματιστό
σαν το νερό
να γέρνει στο κενό ρυτιδωμένο
και να καταποντίζεται στην άβυσσο του παρελθόντος
ή του μέλλοντος
του θλιβερού της ανθρωπότητας παρόντος
να συρρικνώνεται σε μια ασήμαντη στιγμή
και το μικρό μου σύμπαν να βουλιάζει
σε μια ρωγμή του σώματος
μηδαμινή κηλίδα αίματος
του απροσμέτρητου συμβάντος μέσα μου
του ακατανόητου
*
Τύλιξα την ανάμνηση με το γαλάζιο φόρεμα
το ποίημα της υστεροφημίας μου
σηματωρό τα ξαφνιασμένα περιστέρια
το αναπότρεπτο της αναμάρτητης νεότητας
και τους λεμονανθούς της αθωότητας
ως άφιξη του πεπρωμένου
να μου λιπαίνουνε τη μνήμη στο ασυντέλεστο
του αμνημόνευτου δικού μου χρόνου σχήμα
*
Γύρισα πίσω ακροβατώντας
ψαύοντας τις πηγές των οραμάτων
μετρώντας τις πληγές πάνω στο σώμα μου
να ξεδιαλύνω προσπαθώντας τι με έσπρωξε
προς τα ακρότατα σημεία του χρόνου
κι είδα τον άνεμο να μπαινοβγαίνει στην καρδιά μου
σμιλεύοντας τον όγκο των πραγμάτων
την υποψία των ανέκφραστων οριοθετώντας στον καιρό
τα περασμένα και υπαρκτά και τα μελλούμενα
το πάθος και το μάθος
*
Χορτάσανε τα μάτια μου το φως
της νύχτας το σκοτάδι
την ομίχλη
τη βροχή των αστεριών
Άφησα τη νοτιά να περονιάσει τα οστά μου
ξόδεψα τη ζωή μου ψηλαφώντας το κενό
αναμοχλεύοντας τις αναμνήσεις
την περασμένη μου ζωή
στα σπλάχνα τρικυμίας ανένδοτης
*
Ήρθε ο καιρός να συμμαζέψω τα κομμάτια μου
να συναρμολογήσω τη ζωή μου από την αρχή
να ιδώ το σώμα μου και την ψυχή
το είδωλό μου στον καθρέπτη απέναντί μου
να ξεδιαλύνω τι αποκόμισα από μια ολόκληρη ζωή
τι έχασα τι έχω και τι μου απομένει ανέκφραστο
για τους μελλούμενους χειμώνες της αγρύπνιας
*
Άφησα να με παρασύρει η βροχή των στοχασμών
στον ποταμό των αναμνήσεων
τόλμησα να χαθώ μες στην ομίχλη του μυαλού μου
κι έκλεισα στο ερμάρι την απόφαση της λησμονιάς
*
Ω είναι άδικος ο χρόνος
ανελεήμων ο Θεός για τους αθώους του αίματος
για τους τρελούς του έρωτα
και του θανάτου τους επίλεκτους
*
Αν δεν είχα ζήσει τόσο πολλούς θανάτους στη ζωή μου
πώς θα μπορούσε να ανατείλει από μέσα μου το φως
με τι θα γέμιζα τα σκοτεινά υπόγεια του μυαλού
και της καρδιάς μου το κενό
*
Παλαιό Φάληρο, 30. 6. 2017 / 22. 9. 2018 / 31. 1. 2024
*
*Από τη ομώνυμη συλλογή ποιημάτων "Σύνθεση σε ρε ελάσσονα"
Σχέδιο εξωφύλλου και κοσμήματα: Verina Horeanthi
Εκδόσεις: Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 2019
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου