Γιώργος Μαρκόπουλος









Αφιέρωμα στον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο
Ελένη Χωρεάνθη:Επιλογή/ παρουσίαση
«…Όσο γι’ αυτά που έκανα τα πλήρωσα όλα,
πιστέψτε με, ακριβά, μια ζωή μένοντας μόνος» (Γ. Μ}.
Με τον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο, αν και έχουμε συναντηθεί ελάχιστες, δύο ή τρεις φορές, είμαστε αληθινοί φίλοι στα καλά και στα δύσκολα και αγαπιόμαστε πολύ. Οι αφιερώσεις του στα βιβλία που μου στέλνει είναι συγκλονιστικά αποκαλυπτικές για το πόσο μόνος αισθάνεται και πόσο δικό του άνθρωπο με θεωρεί. Φαίνεται πως υπάρχει κάποιος μυστικός δίαυλος επικοινωνίας που φέρνει κοντά μερικούς ανθρώπους και δημιουργούνται αφανείς αλλά δυνατές σχέσεις και φιλίες σταθερές, ειλικρινείς και ακατάλυτες.
Τα τρία πρόσφατα βιβλία του, “Τρία δοκίμια για την ποίηση”, “Η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη // “Η ποίηση του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου”// “Η ποίηση του Αντώνη Φωστιέρη”, τα οποία μου έστειλε με αφιερώσεις/ποιήματα που με κατασυγκίνησαν, μου προκαλούν το συναίσθημα φιλίας και αγάπης προς τον ποιητή, να κάνω μια σύντομη αναδρομή στην ποίησή του, μια ποίηση γενναία από τη φύση της, εύοσμη και εύκοσμη, επιβλητικά αυστηρή, γεμάτη εικόνες και βιώματα από τον ανεκτίμητο πλούτο της απλής ελληνικής φυσικής οικουμένης, που φέρνει από τον τόπο της καταγωγής του, από τον ευλογημένο τόπο της ελληνικής επαρχίας και εμπλουτίζεται και βαθαίνει με καινούρια, κυρίως δραματικά στοιχεία που δίνουν ενδιαφέρουσες διαστάσεις στο εύρωστο και πηγαίο, κατορθωμένο ποιητικό του έργο.
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος κατάγεται από επαρχία, αλλά μεγάλωσε, σπούδασε, εργάστηκε και ζει στην Αθήνα όπου ήρθε έφηβος με τις αποσκευές του γεμάτες ελληνική φυσική ζωή, ευωδιές και παιδικές αναμνήσεις από τον κόσμο της υπαίθρου.
Έτσι η ποίησή του είναι γεμάτη εικόνες και βιώματα από τον ανεκτίμητο πλούτο της απλής ελληνικής φυσικής οικουμένης, φως και ομορφιά, ελληνική φύση και αγροτική ζωή, στοιχεία ζωτικά και αναλλοίωτα που εντάσσει και ενσωματώνει αριστοτεχνικά στο έργο του συνταιριασμένα με τα νέα στοιχεία που παίρνει από το αστικό περιβάλλον και από έναν διαφορετικό κόσμο όπως διαμορφώνεται και σχηματοποιείται με την πολυμορφία της ολοένα αναπτυσσόμενης και διογκούμενης πρωτεύουσας και τη νέα του ζωή.
Αφιερωμένη σε πολυαγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς του: “Στην Ιωάννα, στον Προκόπη, στην Παναγιώτα, στον Βίκτορα-Παναγιώτη”, είναι η συλλογή “Ποιήματα”/1968-2010 (“Επιλογή”), για την οποία ο ίδιος γράφει: “...εκτός από τις συλλογές ‘Μη σκεπάζεις το ποτάμι’ και ‘Κρυφός κυνηγός’ που παρέμειναν όπως είχαν τυπωθεί αρχικά, στις άλλες έγινε μια πάρα πολύ αυστηρή επιλογή, ενώ αρκετά από τα ποιήματα έχουν υποστεί από απλές μέχρι και δομικές αλλαγές, αφού πιστεύω ότι, από τότε που ξεκίνησα να γράφω, επεξεργάζομαι και συμπληρώνω μία και την αυτή συλλογή”.
Αυτή, η υπέρτατης αυτοεκτίμησης και ταπεινότητας ομολογία του ποιητή φανερώνει το ήθος, την ειλικρίνεια και την ευπρέπειά του, τόσο όσον αφορά την ίδια την ποίηση, όσο και το σεβασμό του προς τον αναγνώστη:
“Κουβαλώ την ισοπεδωτική οργή της πλημμύρας.
Δεινόσαυρος ή τερατόμορφο κουνέλι
με την κουφαμάρα του προϊστορικού ζώου
στάθηκα στην καρδιά σου στα χαλάσματα μετά την καταιγίδα
και κοίταζα”.
(Συλλογή: Έβδομη συμφωνία, Ερωτικό)
*
“Και έπειτα όλα οδηγούν στην απόγνωση.
Στην τρέλα ή στον αυτόχειρα.
Όταν μια μέρα διαπιστώσεις
πως παρά τις τόσες προσπάθειες έμεινες για πάντα μόνος.
Οι άνθρωποι είναι πάντα μόνοι και φοβούνται.
Και κάθε ένας τους κρύβει μια πολιτεία ή μια φυλακή.
Όλοι είναι τρίτοι.
Όταν τους ερευνάς. Όταν ζητάς από αυτούς
εκείνο που δεν σου έδωσε ποτέ η μάνα όταν ήσουν παιδί
ή έστω ο αδελφός όταν ήσουν νέος
που σκέφτηκε κι αυτός με τη σειρά του
αλήθεια, τι μου έδωσε εμένα ο αδελφός μου;
-Στην παραλία μένουν οι πέτρες των πνιγμένων
και οι μνήμες από τα φωταγωγημένα καράβια που έφυγαν.
(Η κλεφτουριά του Κάτω κόσμου, “παλιός καθρέφτης”)
“...ΚΙ ήτανε δύσκολη εποχή, κανένας δεν την άκουγε […]
-Ανοίξτε το φως, ανοίξτε τα παράθυρα.
Αλήθεια τι ντροπή
να πεθαίνουμε στα άσπρα μας σεντόνια
ενώ οι φίλοι μας σκοτώθηκαν στο πεζοδρόμιο”.
( Η κλεφτουριά του Κάτω κόσμου, “Επί πιστώσει”)
*
Ωστόσο, κάποια οριακή στιγμή της ζωής και της δημιουργίας του έρχονται κακές καταστάσεις και γεγονότα που φαρμακώνουν τον πραγματικό και τον ποιητικό χρόνο του ποιητή, ο όμορφος κόσμος ανατρέπεται, οι παλιοί θαρραλέοι εαυτοί του όλοι εξαφανίζονται και μένει μόνος, περίλυπος, ή έτσι νιώθει, με την «άκτιστη ψυχή» του όταν η μοναξιά σε άσπρο χάος θεριεύει μέσα του και ολόγυρά του και η ποίησή του γίνεται όργανο έκφρασης του ψυχικού και του σωματικού πόνου καθώς «ένα υφέρπον παράπονο/κι ένα τζάμι θαμπό, το δάκρυ στα μάτια, / του κόβει τον κόσμο στα δύο» και «ύπουλα τον διαβρώνει».
[...]Ζει μέσα του την απόλυτη μοναξιά. Η ψυχή του ζώο που βόσκει σε τάφο. Πάει καιρός που ξέκοψε από τους άλλους αθόρυβα και πήγε απέναντι και από τότε παραμένει απών. Όλοι τον έχουν ξεχάσει, ή εκείνος νιώθει μόνος μέσα σε απόλυτη μοναξιά όπου κυριαρχεί απόλυτη σιωπή, η αδικημένη αδερφή της ομιλίας.
[...] Οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη. Το εικαστικό περιεχόμενο των ποιημάτων του Γιώργου Μαρκόπουλου είναι πλούσιο. Τις σκληρές εικόνες διαδέχονται ιλαρά ανθρώπινα και φυσικά τοπία μνήμης.
Ωστόσο, ο Γιώργος Μαρκόπουλος με οξυδέρκεια, ευαισθησία, γνώση και τη ζωοποιό, την καθολική, σφαιρική, πολυπρισματική αντίληψη του κόσμου, αποδίδει την ολοκληρωμένη εικόνα του φαινομένου της Ζωής, ως αρχή της Ύπαρξης, του Έρωτα, ως συνδετικού κρίκου, και του Θανάτου, ως ένα Τέλος που είναι η Αρχή ενός νέου κύκλου ζωντανής πραγματικότητας που ξεπηδάει κι αναδύεται μέσα από τη στάχτη για να ανατείλει νέα, έστω και “μέσα από μια χούφτα στάχτη, γη και σποδός, ένα ελάχιστο ίχνος που απομένει από ό, τι σάρωσε στο πέρασμά του ο χρόνος”. Γιατί, “όσο μικρή κι αν είναι η ζωή, όσο μεγάλη κι αν είναι η Τέχνη, το μελάνι δεν μπορεί να υποκαταστήσει το αίμα, οι λέξεις δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να συγκριθούν με τη ζεστή ανάσα...”
Σηκώνοντας, έτσι τον δικό του και τον ξένο πόνο, ο ποιητής ζητάει τη συμπόνια των άλλων:
«…λυπηθείτε αυτό τον άνθρωπο
που τα μάτια του είναι παλαιά πολυβολεία
και η καρδιά του ταριχευτήριο πουλιών».
Είναι από τις στιγμές που αισθάνεται πως η φύση όλη συμμερίζεται τον πόνο των πλασμάτων. Και το δικό του πόνο. Αλλά ο Γιώργος Μαρκόπουλος που γνώρισα σε καιρούς αναμάρτητους, έξω και πέρα από κάθε συμβατικότητα, είναι γενναίο παιδί κι ένας εξέχων διαχρονικός ποιητής.
ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
Παλαιό Φάληρο, 4 Ιανουαρίου 2024

Σχόλια