Σάτυρος Έρως

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 


ύγχρονη ελληνική λογοτεχνία / πεζογραφία
Ελένη Χωρεάνθη
  "Σάτυρος Έρως"
Απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου: "Σάτυρος Έρως"
"...Αν θέλεις να μάθεις την αλήθεια, ξεκίνα από το υπόγειο, πάρε την ιστορία μου από την αρχή. Μετά είναι τα χαρτιά. Θα σε περιμένω στο σώμα των πλασμάτων μου. Στον τύπο των ήλων της ψυχής μου να βάλεις το δάκτυλό σου. Τόσοι και τόσοι έχουν κατακρεουργήσει το σώμα, την καρδιά, την ύπαρξή μου, χώρια τη ζωή μου. Ζωντανό και νεκρό δεν με σεβάστηκαν. Ακόμα και την ερημιά που κουβαλούσα μέσα μου την εκμεταλλεύτηκαν, κι όπως έγινε με το Χιτώνα του Ιησού, έτσι έβαλαν κλήρο στη ζωή μου να μοιραστούν τη μοναξιά μου. Βάλθηκαν ποιος θα πάρει το μεγαλύτερο μεράδι. Πάνω στη μοιρασιά τα χάλασαν κι έμεινα στα αζήτητα αγνοημένος, στα βάσανά μου τυλιγμένος τόσα χρόνια και ησύχασα. Ήρθε μ’ απλοχεριά η δυστυχία στο σπιτικό μας από την αρχή.
Εγώ, όσο θυμάμαι, από παιδί μου έγνεφαν τα μάρμαρα και ο πηλός μου έκλεινε με νόημα το μάτι. Από τότε, πετούσα στο κενό, έκανα όνειρα τρελά. Αγωνιζόμουνα να πλάσω τη μορφή που με τραβούσε προς το μέρος της, μια κόρη ομορφομαλλούσα και γλυκιά, λεπτή κι αέρινη με κάτι μάτια γαλανά και χείλη ολόδροσα, ηδονικά. Έτρεχα πίσω της στον ύπνο και στο ξύπνιο μου. Την άγγιζα κι ύστερα όλα χάνονταν, τίποτα δεν έμενε στα χέρια μου. Γύριζα αδειανός, κλινόμουνα στον εαυτό μου κι έκλαιγα ως ότου βυθιζόμουνα ξανά στη μοναξιά μου. Τη μοναξιά την είχα μέσα μου, με βόλευε να την ακολουθώ, την είχα συντροφιά και με ενέπνεε. Σε όλη μου τη ζωή μετά από τη μύτη με τραβούσε προς το φως. Έπαιρνε τη μορφή μιας μάγισσας, με χτυπούσε στον ώμο με το μαγικό ραβδάκι της κι εγώ έτρεχα πίσω της τρελός. Καλά με είπανε τρελό, δεν ήταν τυχαίο που ήμουνα ένας τρελός για την τέχνη, ερωτευμένος, λάτρης του ωραίου σώματος που πλάθεται από μέσα, από την ψυχή και την καρδιά. Ένας παθιασμένος τρελός από έρωτα ήμουνα, όπως κι αν θέλεις ερμήνευσέ το.
Έτρεχα στο απέραντο κενό που είχε ανοιχτεί μέσα μου ακολουθώντας ένα άφατο κι απροσδιόριστο φως που άφηνε πίσω του ένα αστέρι καθώς έφευγε ολοταχώς προς τα μπρος χωρίς να ξέρω πού πάω και πού θα φτάσω. Αγωνιζόμουνα να ξεπεράσω τη γραμμή που ενώνει και χωρίζει το ορατό από το αόρατο μέρος του κόσμου, το τωρινό από το μελλούμενο ανάμεσα στο χτες και το αύριο. Το νιώθεις; Με παρακολουθείς;
Ήμουν τρελός να φτάσω την τελειότητα, να ενώσω το πραγματικό με το νοητό, να ξεπεράσω τα όρια που μου έφραζαν το δρόμο, να ξεπεράσω τη φύση των πραγμάτων και βγήκα από το σώμα μου. Σε τι ωφέλησε το άσυλο που καταβρόχθισε τα καλύτερά μου χρόνια; Εκεί αποτρελάθηκα. Και ήμουνα ελεύθερος. Ξέρεις τι πάει να πει αυτή η μαγική λεξούλα; Έξω από κάθε περιορισμό, από κάθε συμβατικότητα και κανόνες. Τα έγραφα όλα κι όλους στα τριμμένα μου παπούτσια. Αδιαφορούσα για ό,τι έλεγαν πως είμαι. Έφτιαχνα και χαλούσα. Τίποτα δεν ήθελα να μείνει από τα πλάσματα του φρενοκομείου. Γιατί εγώ δεν ήμουνα κλεισμένος εκεί μέσα. Ήμουνα ελεύθερος μέσα μου και ήταν που πετούσα πάνω από τα σίδερα και τους περιγελούσα.
Μπορεί και να με τιμώρησε η Φύση που είχα βαλθεί να την ξεπεράσω, να κάνω κάτι πιο τέλειο, να δώσω στα πλάσματά μου τις γραμμές που είχα στις αποσκευές μου. Με είχε εγκαταλείψει και η λογική. Άκουγα μόνο τους χτύπους της καρδιάς μου κι ένιωθα τις θωπείες του αισθήματος. Με το συναίσθημα ενεργούσα και πετούσα στα σύννεφα. Πάσχιζα να κλέψω από τους θεούς του σύμπαντος τα μυστικά τους, να δημιουργήσω έργα ασυναγώνιστα, πρωτότυπα. Και με καθήλωσαν στην τρέλα μου κι έμεινα Προμηθέας δεσμώτης τόσα χρόνια μέρες, καθηλωμένος στα στενά όρια του εαυτού μου και της φιλοδοξίας μου. Και τότε βρήκα τη χρυσή γραμμή, το μέτρο που διέπει το Σύμπαν του μικρού μας κόσμου που αναζητούσα. Και ισορρόπησα πάνω και μέσα στα ίδια μου τα έργα. Ένιωσα τη σχέση μου με το χώμα, το νερό, με τον πηλό και με το μάρμαρο, έφτασα στην αρχή του κόσμου, στην αρχή μου.
Ήμουνα ερωτευμένος με τον Έρωτα που είναι το τέλειο και το Ωραίο στην όποια έκφανσή του. Έπλαθα ωραία σώματα, γήινα, ερωτικά πλασμένα, αισθησιακά, χυμώδη και ατόρνευτα, ολοζώντανα. Τα είπανε πρωτοποριακά και δεν ξέρω τι άλλο. Δεν πάνε να λένε ό,τι θέλουν. Εγώ δημιουργούσα με το αίμα μου και με την ψυχή μου. Έβλεπα τον κόσμο από μέσα προς τα έξω. Έμπαινα μέσα στην ύλη κι από εκεί ξεκινούσα το χτίσιμο του σώματος. Η αλήθεια είναι μία. Ζωή. Και Ζωή σημαίνει ΓΑΙΑ, ΡΕΑ, ΓΗ. Από εκεί ξεκινάνε κι εκεί καταλήγουν όλα. Όλα εκεί σε μόρια συμπαντικής σκόνης θα καταλήξουν μια μέρα, στην αρχή τους.
Ψάχνοντας μέσα μου το άρρητο φως της γνώσης των αντικειμένων, βούτηξα στην τρέλα και πάσχιζα να συλλάβω την Ιδέα που μου άνοιγε δρόμους ατέλειωτους προς την πηγή του Ωραίου και του Αληθινού. Παραμέρισα με καιρό και κόπο την κλασική αρχαιότητα και τους ορισμούς των αυστηρών γραμμών και των λείων επιφανειών του κλασικισμού που είχα σπουδάσει, τις λεπτεπίλεπτες γραμμώσεις, τις υπολογισμένες πτυχώσεις και τα μέτρα, πέρασα στην άλλη διάσταση, στην αρχή μου, στο φυσικό μου περιβάλλον όσον αφορά το ανθρώπινο σχήμα και τη μορφή, στο απτό, στο αδρό κι ατόφιο που κάνει διάφανο στη στερεότητά του το σώμα, δίνει πνοή στην ύλη και αφήνει ελεύθερο τον αέρα της ζωής να διαπερνά τη συμπαγή του υπόσταση. Άραγε με κατάλαβε κανείς από τους σύγχρονούς μου τιμητές της τέχνης;
Ήταν ανάγκη να δραπετεύσω από το σώμα μου, να βγω από τα όρια κι από κάθε συμβατικό περιορισμό και εγκλεισμό. Κι αυτό το είπαν τρέλα. Και ήταν τρέλα να πηδήξω στο κενό, κι όχι μονάχα του μυαλού μου, αλλά και στο πραγματικό κενό που έχασκε μπροστά μου. Εγώ έβλεπα έναν εαρινό παράδεισο γεμάτο ανθισμένα σώματα ωραίων γυναικών, εράσμια, τροφαντά, σώματα που είχα στη νεότητά μου ερωτευτεί, μπορεί και πριν να γεννηθώ ακόμα και συντηρούσα στα όνειρά μου.
Πόσες φορές δεν επεχείρησα να ορμήσω να τα ψαύσω έστω, η αφή ήταν για μένα η ουσία του θέματος που με απασχολούσε. Κι όσο πλησίαζα, τόσο απομακρύνονταν κλείνοντάς μου με νόημα το μάτι σαν να μου έλεγαν: «Δεν αρκεί μονάχα αυτή σου η τρέλα, χρειάζεται να πεινάσεις και να διψάσεις στην υπομονή, να μονάσεις και να ασκηθείς στην αντοχή για να αντέξεις…».
Γύριζα ενδεής στον εαυτό μου και κλεινόμουνα στη μοναξιά και στην ψυχή μου. Πολύ βασάνισα τους αγαπημένους μου που με λάτρεψαν όσο κανέναν. Ακόμα και η μάνα μου, η μάγισσα Μήδεια τι δεν τράβηξε με μένα. Κι εγώ την έβλεπα άγγελο και δήμιο μαζί, προστάτιδα και φόνισσα των πλασμάτων μου. Έτρεχα τόσα χρόνια πίσω από το όραμα, δεν λογάριαζα τίποτα, δεν έβλεπα εμπόδια, πάσχιζα μόνο να πιάσω τη χρυσή γραμμή όπου ισορροπούν οι αντιθέσεις.
Τώρα που βρίσκομαι στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου, μπορώ να είμαι ειλικρινής. Απόλυτα ειλικρινής. Και μπορώ να κάνω ψύχραιμα τον απολογισμό μου.
Ίσως έπρεπε να γίνουν όσα έγιναν. Να περάσω από όλα τα στάδια, να ζήσω στο κορμί μου και να σπουδάσω τον κόσμο για να φτάσω πλήρης στον προορισμό μου. Να είμαι ο εαυτός μου, όχι αυτός που ζωγραφίζουν με λόγια οι όψιμοι προστάτες και υμνητές μου. Ας είναι κι έτσι. Αλλά…
Αλλά τα γεγονότα και τα περιστατικά δεν είναι όπως παρουσιάζονται στα όνειρά μας..."
🟣
*Ελένη Χωρεάνθη:"Σάτυρος έρω;ς"
Εξωφύλλο: Τραπουλόχαρτο *, Verina Horeanthi
Σειρά: 'Ελληνες πεζογράφοι 111
Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα, 2010
*🟣Σημείωση: Μία από τις αδυναμίες του Γιαννούλη Χαλεπά, ήταν η τράπουλα. Είχε πάντα στο τσεπάκι του μια τράπουλα κι όπου καθόταν ¨ξεφύλλιζε" τα τραπουλόχαρτα.🟣


 

Σχόλια