η ενορατική τελετουργία της ποιητικής δημιουργίας *
Ελένη Χωρεάνθη
“Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν
και θεός ην ο Λόγος (…) πάντα δι’ αυτού εγένετο,
ο Λόγος σάρξ εγένετο…” (Αποκ. Ιω. Α 1–3 και 14)
*
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ποιητής της Αποκάλυψης και ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Πέτρου Φωτιάδης Καβάφης, κινούνται πάνω στην ίδια συνισταμένη. Με τον δικό του τρόπο κι από τη σκοπιά του ο καθένας, εκφράζουν μια τεράστια σε έκταση και βάθος χρόνου περίοδο ηθικής κατάπτωσης και παρακμής. Ο μεν Ευαγγελιστής μέσω συμβόλων, υπερίπταται και εντοπίζει τα γεγονότα από την ασφάλεια της απόστασης που χωρίζει γη και ουρανό, ενώ ο Αλεξανδρινός με χαρακτηριστικούς τύπους ηρώων που επιλέγει, θεωρεί τα πάντα μέσα από την ομίχλη και την κακοσμία που αναδίνουν οι τόποι και τα πρόσωπα. Η συσχέτιση του Αλεξανδρινού ποιητή με τον ποιητή της Αποκάλυψης με βοήθησε να συλλάβω το νόημα των μηνυμάτων και τον τρόπο με τον οποίο δομείται και λειτουργεί η καβαφική ποίηση.
Η ποίηση είναι κατεξοχήν εργοποιητική τέχνη. Ο ποιητής συνδυάζει το δικό του υποκειμενικό, συναισθηματικό κόσμο και τον εξωτερικό, αντικειμενικό με τον κόσμο των συμβόλων και τον εκφράζει με τις λέξεις. Μας δίνει έτσι το αποτέλεσμα αυτού του συνδυασμού που δεν είναι άλλος από το ποίημα, από την ποιητική διάσταση του γενεσιουργού αιτίου του γεγονότος.
Ο ποιητής στήνει τον ποιητικό του κόσμο όπου κι όπως τον θέλει, όπως τον βολεύει κι όπως τον επιθυμεί. Κινεί τους ήρωές με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο και τους παρασύρει, άλλοτε πραγματικά κι άλλοτε νοερά στο χώρο που τον εξυπηρετεί. Όταν δεν βρίσκεται ενώπιος ενωπίω με το αντικείμενο που τον απασχολεί, τότε, «φωτογραφίζει», δηλαδή καταγράφει στο μυαλό του τις εικόνες που θέλει, τις μεταφέρει νοερά στο χώρο, τις ενσωματώνει στην ποίησή του και ζει τις σκηνές όπως θα ήθελε μέσω της τέχνης της ποιήσεως, όπως χαρακτηριστικά “ποιεί” ο ίδιος (Ζωγραφισμένα).
Παρακολουθεί τα δρώμενα μέσα στην πολυπλοκότητά τους, ώστε να τα εξουσιάζει, να κυριαρχεί πάνω τους για να μπορεί να δίνει τη δική του άποψη, μιαν άλλη διάσταση στα πράγματα και στα γεγονότα και μπορεί να δημιουργεί τον κόσμο που επιθυμεί.
Με ορμητήριο την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μια κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη, με παράδοση πολιτισμική και πολιτιστική αιώνων και χιλιετιών, σταυροδρόμι, σταθμό και πέρασμα λαών, θρησκειών και πολιτισμών, ο Καβάφης κινείται σ’ έναν τεράστιο γεωγραφικό χώρο, που πέρασαν και άφησαν ανεξίτηλα ίχνη οι Ρωμαίοι, οι Μακεδόνες με τον Μεγαλέξανδρο, οι Ελληνιστικοί χρόνοι, Βυζαντινοί αυτοκράτορες, Τούρκοι, και επιλέγει τους ήρωες, τα «θύματά» του στην ουσία, γιατί κατά κάποιον τρόπο «εκτελεί» τους ήρωές του, με το να βγάζει στη φόρα τα πάθη και τις αδυναμίες τους για να δώσει το κλίμα, την ατμόσφαιρα, αλλά και τον έκλυτο βίο τους, χωρίς να εξαιρεί τον εαυτό του. Ίσως είναι και το τραγικότερο θύμα του ποιητικού του έργου. Ενσωματώνει στην ποίησή του στιγμές του έκλυτου βίου όχι μόνο προβεβλημένων κοινωνικά προσώπων, αλλά κυρίως πρόσωπα από τα οποία εξαρτιόνταν οι τύχες του κόσμου.
Ο Κ. Π. Καβάφης είναι κοσμοπολίτης ποιητής και όλο τον κοσμοπολιτισμό που φέρνει με τη μνήμη και την ίδια τη ζωή του, με τον οποίο είναι γαλουχημένος, τον περνάει στην ιδιότυπη, ξεχωριστή και ιδιόμορφη ποίησή του. Γίνεται ο εκφραστής ενός κόσμου που ξεκινάει από τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό», καλύπτει την Αλεξανδρινή, κυρίως, περίοδο και φτάνει ίσαμε τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Αυτό τον κόσμο τον σαπρό, τον κουβαλάει στο κορμί και στην ψυχή του. Είναι ο ίδιος μέρος της παρακμής και του ναυαγημένου στην υποτέλεια κόσμου. Μπορεί, ωστόσο, να ανακαλύπτει την ομορφιά και μέσα στο βούρκο και να την απολαμβάνει, να νιώθει ευτυχής που του έλαχε να τη συναντήσει, έστω και οπτικά, αλλά δεν παύει να αισθάνεται λερωμένος, γιατί μέσα του δεν υπάρχει μόνο ο αρχαίος, ο βυζαντινός, ο Αλεξανδρινός Έλληνας, υπάρχει και ο χριστιανός ορθόδοξος που δεν συγχωρεί την αμαρτία. Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα «Μια νύχτα» (σ 55, τ Α).
Μια νύχτα
Η κάμαρα ήταν φτωχική και πρόστυχη,
κρυμένη* επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Απ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,
το ακάθαρτο και το στενό. Από κάτω
ήρχονταν η φωνές κάτι εργατών
που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.
*
Κ’ εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι
είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη
τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης-
τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα
που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!,
μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά
*
Αν και γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 17/29 Απριλίου 1863, «μες σ’ ένα σπίτι της οδού Σερίφ» και πέθανε στις 29 Απριλίου 1933 από καρκίνο του λάρυγγα, δηλώνει ο ίδιος «Κωνσταντινουπολίτης, την καταγωγήν», από οικογένεια μεγαλεμπόρων. Τελευταία εργάστηκε σε κυβερνητικό γραφείο του Υπουργείου Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου.
Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, αποτελεί ξεχωριστή, ιδιότυπη, μοναδική ποιητική παρουσία στα Νεοελληνικά Γράμματα. Έφερε με την ποίησή του κοντά μας τον κόσμο των Ελληνιστικών χρόνων. Η ποίησή του ακολουθεί τους δικούς της νόμους. Μοιάζει να κουβεντιάζει απλά, καθημερινά και να καταλήγει σε συμπεράσματα. Παρατηρεί ό, τι συμβαίνει γύρω του, αντλεί το υλικό με το οποίο θα οικοδομήσει το έργο του από όπου το βρει. Δεν τον ενδιαφέρει το περιβάλλον, δεν τον επηρεάζει η ακοσμία και η δυσοσμία του χώρου, εκείνος έχει τον τρόπο να διακρίνει το αισθητικά και αισθησιακά ωραίο και να το γεύεται, να το απολαμβάνει όταν του δίνεται η ευκαιρία ή να κρατήσει τις εικόνες για να δημιουργήσει νοερά σκηνές που επιθυμεί.
Οχυρωμένος πίσω από την ασφάλεια που του παρέχει η εικονική πραγματικότητα των βιωμάτων που τον χωρίζει από τον έξω κόσμο και τον θωρακίζει ποιητικά, ομολογεί μια αλήθεια που δύσκολα εκφράζεται δημόσια: Ότι γράφοντας στίχους «μελετά/ το μερτικό που έχει ακόμα αυτός από τα νιάτα», από τη ζωή, γενικότερα, όταν γέρος πια, κακομοιριασμένος μέσα σε χάλια γηρατειά, δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να ζει όπως θα ήθελε, παρηγορείται γιατί όχι μόνο οραματίζεται, αλλά είναι βέβαιος ότι μέσω των εικόνων που ζωγραφίζει με τους στίχους του έχει εξασφαλίσει τη διάρκεια της ποίησής του, την αιωνιότητά της που έχει «κομίσει εις την τέχνην και έχει ενσωματώσει στην ποίησή του. Ο ίδιος ερμηνεύει και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτή η θαυματουργή διαδικασία της μεταφοράς και ενσωμάτωσης των στοιχείων, εικόνων, πράξεων και εμπειριών στην ποίηση για να συνεχίσουν το δρόμο τους και τον δικό του προς την αιωνιότητα που δικαιούται:
*
«Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε.
Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν (η) οι οπτασίες του.
Το υγειές, ηδονικό μυαλό του,
η εύγραμμη, σφιχτοδεμένη σάρκα των,
με την δική του έκφανση (ι) του ωραίου συγκινούνται»
*
Δημιουργεί εικόνες που αναφέρονται ή υποδηλώνουν καταστάσεις και πραγματικότητες από το το φυσικό περιβάλλον, «κομίζει εις την τέχνην» ό, τι αισθησιακά ωραίο αγγίζει ή συλλαμβάνει από το κάλλος των εφηβικών σωμάτων και καμιά σημασία δεν έχει αν το φυσικό περιβάλλον είναι μουντό, παρακμασμένο, άθλιο, όπως καφενεία ρυπαρά συνήθως. Υπάρχουν όμως και ειδυλλιακές εικόνες στο είδος αυτό της καβαφικής ποίησης τις οποίες ο ποιητής απολαμβάνει ζωοποιώντας το αντικείμενο του πόθου που στο ποίημα:
*
Ζωγραφισμένα
*
Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της
όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει.
Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω
Στην ζωγραφιάν αυτή κοιτάζω τώρα
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύση
επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει.
Τι ωραίο παιδί· τι θείο μεσημέρι το έχει
παρμένο πια για να το αποκοιμίσει. –
Κάθομαι και κοιτάζω έτσι πολλήν ώρα.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.
*
Δεν είναι λίγο για τα άθλια γηρατειά ενός γέρου που έζησε τη ζωή του όπως του δόθηκε, όσο μπορούσε δυνατά. Στο συγκεκριμένο ποίημα τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα είναι κατ’ εξοχήν αισθησιακά: Φύση μελαγχολική, εξόχως ποιητική, ημέρα ομιχλώδης, υποβλητική ατμόσφαιρα, νερό, βροχή, μουσική, ύπνος, και μέσα στο περιβάλλον αυτό μπαίνει με τον τρόπο του, μέσω της τέχνης της ποιήσεως και ο ίδιος γίνεται μέρος της εικαστικής πραγματικότητας και «ξεκουράζεται».
Ωστόσο, το ποίημα για το οποία θα υπερηφανεύεται και “μεταστάς”, γιατί μάλλον πιστεύει στη μετά θάνατο ζωή, είναι το ότι «εκόμισε εις την τέχνην» ό, τι πολύτιμο, κατά την εκτίμησή του και κατά τη γνώμη του, ό, τι τον συγκίνησε στη ζωή του, κυρίως, όταν πια δεν μετέχει ενεργά στη διαδικασία της ηδονής, αναθυμάται και τα συμβάντα που ενσωμάτωσε στην ποίησή του που δεν ολοκληρώθηκαν κι έμειναν
«Επιθυμίες κ’ αισθήσεις»:
*
Εκόμισα εις την τέχνην
*
Κάθομαι και ρεμβάζω. * Επιθυμίες κ’ αισθήσεις
εκόμισα εις την τέχνην – * κάτι μισοειδωμένα,
πρόσωπα ή γραμμές· * ερώτων ατελών
κάτι αβέβαιες μνήμες. * Ας αφεθώ σ’ αυτήν.
Ξέρει να σχηματίσει * Μορφήν της Καλλονής·
Σχεδόν ανεπαισθήτως * τον βίον συμπληρούσα,
Συνδυάζουσα εντυπώσεις, * συνδυάζουσα τες μέρες.
*
Ό, τι δεν ολοκλήρωσε ο ίδιος στην πραγματικότητα, το εμπιστεύτηκε, στη μαγική δύναμη της τέχνης. Η τέχνη δεν αντιγράφει τη ζωή, δεν αναπαριστά φωτογραφικά την πραγματικότητα, αλλά την πάει παραπέρα, την επεκτείνει, της δίνει διάρκεια, την ολοκληρώνει για να έχει μια θέση στη μικρή στη μεγάλη αιωνιότητα. Ο δημιουργός μέσω της τέχνης του δίνει τη δική του διάσταση στα γεγονότα και στα πράγματα, τα κάνει διαχρονικά. Βλέπει πίσω και πέρα από το συγκεκριμένο, φτιάχνει τον κόσμο όπως θα ήθελε να είναι. Όχι όπως είναι. Δεν τον ενδιαφέρει μόνο η στιγμή που είναι η αρχή, αλλά η συνέχεια. Από ένα θραύσμα αγάλματος, στήνει μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κόσμου το άγαλμα ολόκληρο.
Για να εννοήσει κανείς τον Καβάφη και τι είναι εκείνο που τον κάνει μοναδικά διαχρονικό ποιητή, είναι ανάγκη να δει πίσω τις λέξεις και τις φράσεις του τι κρύβεται. Δηλαδή να μπει στη σκέψη, στο μυαλό του για να αντιληφθεί πώς ο ποιητής δίνει τον ψυχισμό των ηρώων του, τα κίνητρα που οδηγούν στην ουσία των γεγονότων και των πραγμάτων. Να αποδείξει πόσο ασήμαντες είναι οι επιδιώξεις, τα μεγάλα όνειρα. Η ποίησή του στα συγκεκριμένα ποιήματα εστιάζεται στο ανθρώπινο σώμα, στο ωραίο σώμα και αδιαφορεί για το περιβάλλον που εξελίσσεται το ερωτικό γεγονός. Η θέαση του ωραίου σώματος ενεργοποιεί τους μηχανισμούς μιας ενεργού συμμετοχής στην πράξη είτε αυτό συμβαίνει σε πραγματικό τόπο και χρόνο είτε σε φαντασίωση.
*
Αναρωτιέμαι, αν όσα κομίζει εις την ποίησιν ο Καβάφης είναι μόνο φαντασιώσεις δικές του που αποσκοπούν στο να δώσει και αυτή την εικόνα της πόλης που του παρείχε την «πρώτη ύλη», τις προϋποθέσεις δηλαδή, και τις ευκαιρίες να πραγματοποιήσει ένα μεγαλειώδες ποιητικό έργο. Ένα έργο που τροφοδοτείται κυρίως από τα πρόσωπα και τα γεγονότα που συνθέτουν την πραγματική εικόνα της παρακμής μέσω χαρακτηριστικών τύπων των οποίων ο έκλυτος βίος, η υποκρισία της άρχουσας τάξης σε πολιτικό και θρησκευτικό επίπεδο, εκφράζει. Όπως και να ‘χει, πρόκειται για δυνατή, μεγάλη ποίηση, γεμάτη από τα χαμένα οράματα του Ελληνισμού. Όσοι από τους κατοπινούς τόλμησαν να μιμηθούν τον Καβάφη και τον Κάλβο απέτυχαν. Στέκονται και οι δυο ολομόναχοι, βράχοι ασάλευτοι, απείραχτοι από τον χρόνο ανάμεσα στους πρωτεργάτες της δημιουργίας του ποιητικού λόγου στην Νεότερη Ελλάδα.
Συμπερασματικά: Ο Καβάφης είναι ο ποιητής που βρίσκεται απέναντι ακριβώς από τον Ευαγγελιστή. Μοιάζει με έναν ηλικιωμένο σοφό, ο οποίος από τις εμπειρίες του με απέραντη γνώση της πολιτιστικής κληρονομιάς, της παράδοσης και της ιστορικής πραγματικότητας, γίνεται η μνήμη και ο φορέας ενός άλλου παρελθόντος εν μέρει γνωστού και εν πολλοίς άγνωστου και ο λόγος του είτε σαρκαστικός είτε επαινετικός κυλάει άνετα, σιγανά, σαν να αφηγείται παραμύθι. Γίνεται επαγωγικός και παραγωγικός, για να χρησιμοποιήσω όρους της γεωμετρίας, μολονότι μιλάει με συγκεκριμένα και για συγκεκριμένα πράγματα, πότε με πόνο και νοσταλγία για ό, τι πολύτιμο χάθηκε, πότε συμβουλευτικά και πότε ειρωνικά, συχνά εικονοκλαστικά. Σπάει την κρούστα της υποκρισίας και αποκαλύπτει σε βάθος χρόνου τα γεγονότα με τους πρωταγωνιστές που συνέβαλαν αποτελεσματικά στην πραγμάτωσή τους. Είναι ο δημιουργός που χωρίς φόβο, αλλά με πάθος μετατρέπει τις εικόνες, τις θύμησες και τις αισθήσεις σε πραγματικότητα, σε πράξη και την πράξη ή τις πράξεις σε ποιητικές εικόνες΅:
*
Επέστρεφε
*
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με
Αγαπημένη αίσθησις
Επέστρεφε και παίρνε με.
Όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη
Κι επιθυμιά παλιά ξαναπερνά στο αίμα,
Όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται
Κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
*
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με τη νύχτα,
Όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται".
*
(Από τα Ποιήματα, Α, 1896-1918, Ίκαρος 1963)
Παλαιό Φάληρο, 15. 1. 2010 / 14. 4. 2020 / 21. 11. 2023
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου