Ποίηση: “Το νυφικό ήταν τριανταφυλλί. Κι ήτανε πάνω από το γόνατο”
Της Ελένης Χωρεάνθη //
Το νυφικό ήταν τριανταφυλλί. Κι ήτανε πάνω από το γόνατο
Ποίηση
Υακίνθη *
Ωδή για φίλο που “έφυγε” νωρίς
Ήρθε αργά
μες την επώδυνη οικειότητα των λογισμών
φορώντας το ερωτικό της ένδυμα
κι η τρικυμία των παθών
μια διαμελισμένη ακινησία
στων δακτύλων της τα νεύματα
– πρόσκαιρος εναγκαλισμός της τρυφερότητας –
*
Ήρθε γυμνή
θνησιγενής
ένα δονούμενο όνειρο
πάνω από τον κόμπο της φωτιάς
με το τριανταφυλλένιο άρωμα στο δέρμα
κι η πολυδιάστατη αναφώνηση
– ω γλυκύ μου έαρ –
τρίλλιζε μες το αίμα μου
ως ωραιότητα του έρωτα στον ενταφιασμό
κι η χαλκοχίτωνη αιχμή του πεπρωμένου
σφαγίαζε την ημερότητα του πρωινού
στη στέγη του ξενυχτισμένου ερωδιού
*
Ήταν απλή
στη δειλινή της άφιξη
διέσχισε το δάσος των κυπαρισσιών
με μια υπεροψία εξαγνισμού
και πέρασε στη σάρκα μου την αφθαρσία των ωρών
νηπιαζούσης ανθρωπότητας
Ο άλλος χρόνος πέρασε κλαδεύοντας
*
Σε λίγο θ’ αποχωριστούμε
– άλλος γι’ αλλού –
ποιος ξέρει τι καιρό θα κάνει εκεί
ήρθε μ’ ένα κανίστρι κόλλυβα
κι ήμουν εγώ μια ψίχα φως
Ανυποψίαστος για το που έφευγε
μια ανυπόταχτη διαφυγή
κι ήταν εκεί
ανίδεοι και χαλασμένοι
πλήθος πολλοί πίσω από μένα
ένα δεμάτι διεφθαρμένων συνειδήσεων
– το ποίημα της υστεροφημίας μου –
*
Την άλλη μέρα έφυγε
μέσα στο σύγκρυο αιωρούμενου κενού
κι είχε το βρέφος που αντίβοσκε τα σπλάχνα μου
μια αχρωματοψία υπέρλαμπρη
κι ο εραστής έξω απ’ τη θύρα
με την τεφροδόχη και το σκύμνο αποταμίευε την τύψη
Μέσα μου στόμωσε
η υποψία του επαναπατρισμού των αγαλμάτων
Καιρός να σου δωρίσω
το ύστατό μου χαίρε
αντίδωρο στο κρύο που αγαπηθήκαμε
*
Την ώρα εκείνη ήσουν εκεί
μια σπιθαμή έξω απ’ τη γη
μια χούφτα χώμα κι ένα κύπελλο κρασί
μες στ’ ανοιγμένο ρόδι των αισθήσεων
καθώς έφιππος άνεμος
ξεμάκραινε την τεθλασμένη ορατότητα
και μες τον ύπνο μου έσκουζαν άγρια τα σκυλιά
– ο εραστής φορούσε κόκκινα –
κι ήσουν εσύ γεμάτη έρωτα απουσία
με το τριανταφυλλένιο σου άρωμα
και το κρασί για τη σπονδή
την τεφροδόχο που υπαινίσσεται την ύπαρξή μου
με την αδιάφθορη μανία των πενθούντων
σ’ ένα κανίσκι ετοιμοθάνατου έρωτα
*
Τα μάτια σου ήταν ασύδοτα όπως τα χέρια
όπως το χώμα όπως εγώ κι ο λογισμός του ανθρώπου
και η συνείδηση του καθενός
πέθαινε κάθε μέρα με τα λόγια τ’ ανεπίστρεπτα
της συνουσίας των ωρών
*
Αυτή η στέρεη μνήμη της φυγής με συγκρατεί
μέσα στο βάσανο της λήθης
την εναγώνια στιγμή του απροσπέλαστου
κι ακαταμάχητου
πέταξα το ψωμί μου στα σκυλιά
Καλή σας νύχτα
φίλοι μου
Καλή σας νύχτα
*
Φορώντας το ερωτικό της άρωμα
λοξοδρομώντας πίσω
γέρνοντας
δεν έμεινε στιγμή να κοιταχτεί μες τον καθρέφτη
να λογαριαστεί με τον καιρό
κι ο ήχος της ημέρας έφερε αλλού τα βήματά της
πέρασε προς το μέρος του νερού
Τήνε παρέσυρε η βροχή
που είχε μουσκέψει το κορμί της
πριν από την τελευταία σελίδα
καθώς προετοίμαζαν
το δείπνο στο σώμα του καλοκαιριού
*
Είχε σωθεί ο επιούσιος των σωμάτων
στο ξόδι τόσων εποχών
και τόσων εραστών οι απολαβές κατέφαγαν
τον άγιο άρτο των ερώτων
– χίλιες σφυριές μες το μυαλό –
Το νυφικό ήταν τριανταφυλλί κι ήτανε
πάνω από το γόνατο
σ’ εκείνη την παλιά φωτογραφία
στην οδό θαρρώ Μαυρομιχάλη ή Τρικούπη
Μήνες
χρόνια μάταια στόλιζε την πόρτα
*
Δυο τρία μερόνυχτα βροχή
κι ένα πανέρι αγριοφράουλες γι εκείνους
που αγρύπνησαν μέσα σε μια παρωχημένη θλίψη
Το νυφικό ήταν τριανταφυλλί Κι ήτανε
πάνω από το γόνατο
*
Αθήνα, 28. 1. 1985
Παλαιό Φάληρο
*
*Από τη συλλογή ποιημάτων μου “Οι εποχές της Εύας”
Σχέδιο εξωφύλλου και προμετωπίδα: Τάκης Σιδέρης, Ωρίων, Αθήνα 1985
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου