Διήγημα: “Η εξαφάνιση της Ίδας. Η συνέχεια και το τέλος”
Της Ελένης Χωρεάνθη //
Η εξαφάνιση της Ίδας. Η συνέχεια και το τέλος”
Έπρεπε να το είχα φανταστεί πως θα συνέβαινε. Από τη στιγμή που εξαφανίστηκε ένα πλάσμα τόσο όμορφο και αθώο, αξιαγάπητο και πανέμορφο, κάτι δεν πήγαινε καλά, κάποια βίδα στο μυαλό του εφευρέτη πρέπει να είχε στρεβλώσει. Διαφορετικά, δεν εξηγείται η εξαφάνιση του πλάσματος από τον ίδιο τον εμπνευστή και δημιουργό του. Τόσο η εμβληματική εμφάνιση, όσο και το σύντομο εντυπωσιακό πέρασμα της Ίδας, όχι μόνο μέσα στη ροή της ιστορίας, αλλά και η ιδιαίτερη σκηνική παρουσία της, ήταν φυσικό η ξαφνική, η όλως απρόσμενη εξαφάνισή της, λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε, αν και έχει περάσει κάμποσος καιρός από τότε που χάθηκε αναπάντεχα, παρέμενε μυστήριο, αναπάντητο, επτασφράγιστο μυστικό.
Ένα πλάσμα, γένους θηλυκού, τόσο χαριτωμένο και χαρισματικό που έμελλε να έχει σημαντικό ρόλο στην ιστορία, πρωταγωνιστικό ρόλο στην τραγωδία που ετοιμαζόταν στα παρασκήνια της καθημερινότητας πυρετωδώς, να γίνει θύμα και θέμα, τραγωδία, μόνο μία διαταραγμένη φαντασία δημιουργού, μια διχασμένη προσωπικότητα, μπορούσε να συλλάβει και να εκτελέσει εν ψυχρώ.
Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες, ωστόσο, πληροφορίες, μόλις είχε επιστρέψει το πλασματάκι από ένα επικίνδυνο υπερατλαντικό ή διαστημικό, αδιευκρίνιστο και τούτο, ταξίδι σώο και αβλαβές.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η κατάσταση περιπλεκόταν έτι περισσότερο. Ήδη, οι φήμες περί στυγερής δολοφονίας οργίαζαν. Κυκλοφορούσαν, μάλιστα και ανώνυμες καταγγελίες, άσχετα αν δεν θα λαμβάνονταν υπόψιν των ενόρκων και των δικαστών, φωτογράφιζαν πρόσωπα θεωρουμένων υπόπτων είτε φυσικών είτε ηθικών αυτουργών, δημιουργώντας σύγχυση και ανατροπές στην ήδη περίπλοκη υπόθεση. Τόσο περίπλοκη που κανείς νουνεχής δικηγόρος, ακόμα και του μεγέθους διαπρεπούς νομικού, δεν αναλάμβανε την υπεράσπιση του θύματος κι ας οργίαζαν οι καταδικαστικές φήμες άλλοτε “κατ’ αγνώστου δολοφόνου ενίοτε και άλλων εμπλεκομένων, θεωρουμένων υπόπτων”.
Και όμως συνέβη το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα. Αυτοβούλως, ανέλαβα τη διερεύνηση και την εξιχνίαση του στυγερού, κατά τα φαινόμενα, εγκλήματος, κυρίως για να αποκαλυφθούν τα αίτια που οδήγησαν το δράστη ή τους δράστες να δημιουργήσουν ένα “τέλειο έγκλημα”.
Υπήρχε έγκλημα. Έπρεπε να υπάρχει, να έχει διαπραχθεί. Κι αν δεν είχε υπάρξει έπρεπε να το δημιουργήσω είτε για να αποκαλύψω θύμα και θύτη είτε για να καλύψω το θύτη.
*
Τα γεγονότα δεν είναι τόσο απλά. Δεν είναι τόσο εύκολο να δημιουργήσεις ένα “τέλειο έγκλημα” , όσο εύκολο είναι να διαπράξεις ένα έγκλημα, για το οποίο δεν χρειάζεται παρά μια κίνηση συνήθως πισώπλατα, στα μουλωχτά ή “εν βρασμώ ψυχής”, όπως αυτό λέγεται στην αστυνομική διάλεκτο, όταν η δολοφονία δεν εξιχνιάζεται πλήρως και προκύπτει, εκ των πραγμάτων, ανάγκη να βγει απαλλακτική δικαστική απόφαση και η υπόθεση να “μπει στο Αρχείο” ή να επιβληθεί η πιο ήπια ποινή.
Η υπόθεση με την εξαφάνιση της Ίδας είναι παλιά. Η δημιουργία της περιπεπλεγμένης αυτής αστυνομικής μου υπόθεσης οφείλεται στο χαρακτηρισμό “Κατσαρίδα” ενός μικρού κοριτσιού τόσο αδύνατου και λιπόσαρκου, από τον Μιχάλη Κόκκινο, έτσι τον έλεγαν τον διερμηνέα του Ιταλικού αποσπάσματος, το οποίο είχε ανεβεί στο χωριό και “φιλοξενήθηκε” στο σπίτι του προέδρου, στο σπίτι μας, δηλαδή, θέλοντας και μη. Τότε ήταν που η μητέρα μας έσωσε τον αδερφό της από βέβαιη εκτέλεση.
Οι Ιταλοί κατακτητές, λαός μεσογειακός, δεν είχαν την αγριότητα και την “ανθρωποφαγία” των Γερμανών Ναζί. Για καλή του τύχη, τον αδερφό της μάνας μας, που είχε συλληφθεί στο Αγρίνιο, ενώ κουβαλούσε δύο φορτώματα όπλα για τους αντάρτες του βουνού, καμουφλαρισμένα ότι δήθεν ήταν πράγματα για το μαγαζάκι του, τον έσωσε εκείνη με τα δάκρυά της. Το περιστατικό έχει ως εξής:
Ήταν στο σπίτι μας το απόσπασμα, κατάληψη είχαν κάνει, και η μάνα μας μαγείρευε για να τους “φιλοξενήσουμε”αναγκαστικά, κλαίγοντας για τον αδερφό της που θα τον εκτελούσαν το πρωί. Πήγε στην κουζίνα ο αξιωματικός κρατώντας ένα ποτήρι κρασί, την είδε που έκλαιγε και ρώτησε τον διερμηνέα του:
“Γιατί κλαίει η κυρία;”
Κι η μάνα μας, παίζοντας κορώνα γράμματα τη ζωή της και τη ζωή όλων μας, του λέει:
“Να του πεις: Εσείς τρώτε και πίνετε στο σπίτι μου κι ο αδερφός μου αύριο το πρωί θα εκτελεστεί στο Αγρίνιο. Έτσι να του πεις!”
Ο διερμηνέας έκανε όπως του είπε η μάνα. Ο Ιταλός αξιωματικός απαντάει:
“Μην κλαίει η κυρία. Αύριο μόλις πάω στο Αγρίνιο, θα δώσω εντολή να τον ελευθερώσουν”.
“Αύριο το πρωί θα είναι αργά, ο αδερφός μου θα έχει εκτελεστεί”, επιμένει η μάνα μας σκουπίζοντας τα δάκρυά της.
Ο Ιταλός αξιωματικός της λέει μέσω του διερμηνέα του, χύνοντας το κρασί του πάνω στη φωτιά που ψήνονταν τα φαγητά:
"Έτσι θα χυθεί το αίμα μου αν δεν τον ελευθερώσω τώρα αμέσως!”
Και το έκανε την ίδια στιγμή. Έδωσε εντολή με τον ασύρματο και τον άφησαν ελεύθερο.
Ο θείος μου, βγαίνοντας από την πόλη, έψαχνε το κορμί του να βεβαιωθεί ότι είναι ζωντανό.
Εκείνο το ιστορικό βράδυ, λοιπόν, ο διερμηνέας του Ιταλού αξιωματικού, είδε το κοριτσάκι που μπερδευόταν στα πόδια του ανήσυχο και αποκάλεσε τη μικρή “Κατσαρίδα”. Στο λεξιλόγιο των παιδιών και των χωρικών έγινε “Κασκαρίδα” και από στόμα σε στόμα, έμεινε το δεύτερο μισό, “Ίδα”. Και με το πέρασμα του χρόνου ξεχάστηκε.
*
Περνούσαν τα χρόνια, άλλαζαν οι άνθρωποι σε διάφορα πόστα, τα καινούρια πρόσωπα, είτε ήταν υποχρεωμένα είτε από περιέργεια ή για να πετύχουν κάποιο όφελος, μια προαγωγή και μια καλύτερη θέση, ψαχουλεύοντας τα “αρχειοθετημένα” στο Αστυνομικό τμήμα της περιοχής, έπεσε στην περίπτωση: Βρήκε ένα φάκελο με την ένδειξη: Υπόθεση “Εξαφανίσεως Ίδας”, ελλείψει επαρκών στοιχείων, “αρχειοθετείται”.
“Ιδού πεδίον δόξης!” Αναφώνησε περιχαρής. “Πιάσαμε την καλή, φίλε μου”, είπε στον εαυτό του. “Εδώ υπάρχει έγκλημα που κάποιοι θέλησαν να το καλύψουν. Θα γυρίσω τον κόσμο ανάποδα και θα βρω το δολοφόνο. Όσο για το ‘ελλείψει επαρκών στοιχείων’, θα βρεθούν κι αυτά”, είπε με σιγουριά.
Αμέσως ανακίνησε την υπόθεση προς εξιχνίαση του εγκλήματος. Και είμαστε στα δικαστήρια εν αναμονή του αποτελέσματος των ερευνών με τον διάσημο ποινικολόγο να τρίβει τα χέρια του πεπεισμένος πως φέρνουν σιδηροδέσμιο τον δολοφόνο της Ίδας.
Και “ιδού φως εν τη σκοτία”. Εμφανίστηκε η Ίδα!
*
Ίσαμε τη στιγμή που ο διακεκριμένος ποινικολόγος εισήλθε στην αίθουσα του δικαστηρίου βέβαιος για το θρίαμβό του, δεν ακουγόταν κιχ, λες και όλοι είχαν καταπιεί τη γλώσσα τους· περίμεναν αγωνιωδώς πότε τα σαΐνια του δημόσιου κατήγορου θα έφερναν τον ή τη δολοφόνο· τόσο ο εισαγγελέας, όσο και οι ένορκοι και το αδηφάγο, περίεργο ακροατήριο, ήταν βέβαιοι, ότι πρόκειται για στυγερή, ειδεχθή δολοφονία.
Κι εκεί που μήτε ψίθυρος δεν ακουγόταν, κάτι σαν πνοή ανέμου, σαν απόηχος αλαλαγμών, πλησίαζε στην αίθουσα σερνάμενη σαν οχιά η ανατριχίλα, ώσπου μια, υπερκόσμια θαρρείς, φωνή έκανε όλους να στρέψουν το βλέμμα και την προσοχή τους, έντρομοι από την ψυχολογική πίεση που είχαν υποστεί τόση άβολη ώρα στην αναμονή, προς την είσοδο.
Και Ιδού, “φως εν τη σκοτία” και φωνή στεντόρεια – “Να ’μαστε κι εμείς!” – του κομίζοντος τον, την θύτη, προκάλεσε “τοιαύτην αναταραχήν εις το πλήθος”, όπως σημείωσε, κατόπιν αποκαλύψεως, το αστυνομικό όργανο στον φάκελο με τα έγγραφα των ερευνών του, που σείστηκε το κτίριο και το αναμένον πλήθος αναστατώθηκε, βλέποντας περιχαρή την υποτιθέμενη δολοφόνο και κραυγάζουσαν:
“Εγώ σκότωσα την Ίδα! Εγώ ήμουν η “Κατσαρίδα” που έγινα “Κασκαρίδα”, πέρασα στην “Ίδα”, ώσπου ξεχάστηκα. Εγώ τη σκότωσα, γιατί δεν ήμουν ποτέ τίποτε από αυτά”.
“Απεκδύεσαι την Ίδα;” ρώτησε ο ποινικολόγος τρίβοντας τα μάτια μουρμουρίζοντας “πού στο διάολο βρέθηκε το κότσαλο και πάει να με στραβώσει, αποτάσσεσαί την!”
“Απεταξάμην την από εξαρχής”, απάντησε η δήθεν δολοφόνος, η “μικρή Ελένη, η Κατσαρίδα, το Κατσαριδάκι” που μεγάλωσε κι όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, … από κάτω θα τη βρεις.
Περιχαρής ο ευφυής ποινικολόγος, μ’ ένα εύστοχο λογύδριο, αιτιολόγησε παντοιοτρόπως τα πάντα, και ο δικαστής, ανακουφισμένος από το αίσιον τέλος, έκλεισε τελεσίδικα την υπόθεση: “Εξαφάνισις της Ίδας”.
*
19 Αυγούστου 2023.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου