Εμένα με λένε Δάφνη *Από "Γυναίκες...)

 
 

Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία / μυθιστόρημα
Ελένη Χωρεάνθη: "Γυναίκες σε υαλοπωλείο"
*
Εμένα με λένε Δάφνη *
(Απόσπασμα)
"… Καθόμασταν ο ένας πλάι στον άλλο σαν γνώριμοι από καιρό, γαλήνιοι, περιγελώντας, περιπαίζοντας βουβά τη μοίρα για τα παράξενα καμώματά της. Ασυναίσθητα βρεθήκαμε πιασμένοι από το χέρι. Κι ευθύς τον ένιωσα ζεστό και τρυφερό όπως τότε... Πόσα χρόνια δίσεκτα είχαν περάσει!
«Πόσα χρόνια κρατάει ένας καημός;» ρώτησα.
«Χαμένα ή κερδισμένα;» ρώτησε κι εκείνος απαντώντας μου.
«Τίποτα δεν είναι απόλυτο μέσα στη ρευστότητα των αισθημάτων που ορίζουν τις πράξεις κι οριοθετούν τη ζωή μας, όλα παίζονται κατά που λένε πολύ εύστοχα τα σημερινά παιδιά. Τα χρόνια μας μοιάζουν με τα διαβατάρικα πουλιά, που δεν αφήνουν πίσω τους παρά μια νοητή τροχιά που αυλακώνει τον ορίζοντα. Το ίδιο και τα αισθήματα, τα όνειρα και τα σχέδια, οι προοπτικές, οι όποιες κατακτήσεις... Μια αχνή τεθλασμένη στο υπογάστριο της μνήμης...»
«Είναι βαρύ φορτίο ο έρωτας...», είπε γέρνοντας πάνω μου.
Η απροσδόκητη απάντηση και η κίνηση εκείνη μ' έκαμε να βεβαιωθώ πως επρόκειτο για τον άνθρωπο που είχα υποψιαστεί από την αρχή. Η φωνή του ίδια κι απαράλλαχτη, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει. Είχε όμως έναν τρόμο που άγγιζε τα όρια του πανικού.
«Ο θάνατος της αθωότητας, εννοείτε», είπα για να τον συντρίψω όσο είχα καιρό ακόμα.
Δεν απάντησε.
«Και ποιος, δε μου απαντήσατε, ποιος είναι ο προορισμός σας; Ο σκοπός του ταξιδιού, θέλω να πω».
Με ξάφνιασε. Το συνήθιζε, θυμάμαι.
«Χα, ο σκοπός του ταξιδιού!» έκαμα, περισσότερο για να προσπεράσω την ερώτηση και ν' αποφύγω την απάντηση. Ίσως και για να τον μπερδέψω. «Δεν υπάρχει πάντα σκοπός, ή μήπως υπάρχει; Ξέρω κι εγώ; Τα πιο πολλά πράγματα γίνονται ερήμην μας, κινήματα της καρδιάς».
Έκλεισα τα μάτια και συλλογιόμουν την επόμενη κίνηση.
(Αναρωτιέμαι: δε συλλογίστηκες ποτέ πώς, πίσω από τα συν και τα πλην, την επίφαση μιας ολόκληρης ζωής, υπάρχει ένας άνθρωπος που πίστεψε κι απογοητεύτηκε, αγάπησε και προδόθηκε, ερωτεύτηκε κι απατήθηκε, ονειρεύτηκε και διαψεύστηκε, που έπαιξε κορόνα γράμματα τη ζωή του και έχασε ή κέρδισα, διάφορο, όλα είναι πιθανά κι απίθανα, έπεσε, σηκώθηκε, έκλαψε, αλλά επιβίωσε; Πώς περίμενες, πώς ήθελες να είμαι στα πενήντα μου; Η Ωραία Ελένη των εξήντα πέντε Μαΐων μοναχά στη φαντασία του δημιουργού των ομηρικών επών, στο παραμύθι, υπήρξε. Κι εμένα με λένε Δάφνη, ούτε καν Υακίνθη...)
Σαν αστραπή πέρασαν από το μυαλό μου οι σκέψεις. Τον κοίταξα με συγκατάβαση, με κατανόηση, έτσι που τον είχα πλάι μου, ένα θλιβερό απομεινάρι της αλλοτινής του γοητείας, μια ασήμαντη κουκκίδα στο κενό του χρόνου, στριμωγμένο από τα συναισθήματά του. Τον λυπήθηκα. Δεν ήθελα ωστόσο και να θυμάμαι για ποιο σκοπό πήγαινα κι αυτή τη φορά στο Λονδίνο. Προτιμούσα να μέναμε σε κείνη την ουδέτερη κατάσταση της ανωνυμίας κι ό, τι ήθελε προκύψει. Έπειτα ποια σημασία μπορούσε να έχει για έναν περιστασιακό συνοδό το δικό μου αύριο, έστω κι αν αυτός ένα τοις χιλίοις ίσως ήταν ο άλλοτε ποτέ 'δικός μου' άνθρωπος;
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι, χωρίς να μου απαντήσει. Έδειχνε να μην είχε ακούσει τίποτα από όσα είχα πει ή να μην έδωσε σημασία σ' ένα μου συλλογισμό που άλλωστε ήταν ολωσδιόλου υποθετικός. Παίζοντας με τα δάχτυλά του αμήχανα και σαν αφηρημένος ρώτησε πάλι:
«Λοιπόν; Ποιος είναι ο σκοπός του ταξιδιού σας;»
«Επιμένετε να σας πω; Σε τι θα ωφελούσε; Έχει σημασία;»
«Πιστεύω πως ναι. Έχει μεγάλη σημασία. Είμαι μάλλον βέβαιος».
Η φωνή του τώρα στέρεη και επίμονη, οροθετημένη, δε μου άφηνε πια άλλα περιθώρια για υπεκφυγές. Ωστόσο προσπαθούσα να αποφύγω να δώσω μια συγκεκριμένη απάντηση.
Χμ, αφορά σε προσωπικό μου θέμα, κάποιο πρόβλημα υγείας, δεν ξέρω αν πρέπει να είμαι χαρούμενη ή όχι, το αποτέλεσμα θα δείξει. Ας το ξεχάσουμε. Σημασία έχει το παρόν. Παρελθόν-παρόν- μέλλον... Λέξεις κενές ή περιεκτικές έννοιες; Άραγε έχει ο χρόνος διαστάσεις;» έριξα μποτίλια στο πέλαγο.
Δεν έδωσε σημασία ή έκαμε πώς δεν τον ενδιέφερε ο προβληματισμός μου.
«Λόγοι υγείας; Συγκεκριμένα τι; Τι σας συμβαίνει;» επέμεινε να μάθει.
«Το Χέρφιλντ!» αναστέναξα εκ βαθέων. «Εσείς;»
«...»
Μου φάνηκε πως κατάπινε λυγμούς με δυσκολία. Έγειρα προς το μέρος του σαν υποψιασμένη, λησμονώντας την εκδικητική μου διάθεση.
«Μα, τι σας συμβαίνει; Κλαίτε; Γιατί; Έχει, πώς μπορεί να έχει σχέση με σας η δική μου δυστυχία;»
«Αυτός είναι κι εμένα ο προορισμός μου, κυρία μου», αναστέναξε από τα βάθη της ψυχής του κουρασμένα, σχεδόν ανέλπιδα ο ξένος. «Οι δρόμοι μας και πάλι συγκλίνουν προς μιαν αρχή που μπορεί να σημαίνει το τέλος του ταξιδιού...»
Η φωνή του ραγισμένη, θαρρείς δακρυρροούσα, τρέμουσα ζητούσε έλεος, εκλιπαρούσε συμπόνια, καθώς κι οι δυο συμπορευόμασταν προς ένα αύριο αινιγματικό.
Ένιωσα λύπη. Αυθόρμητα ελευθέρωσα το χέρι μου από το δικό του και χάιδεψα τρυφερά, ανθρώπινα την ανάστροφη της παλάμης του.
«Οh my god! Τι σύμπτωση! Τι τραγική σύμπτωση», έκανα σχεδόν απελπισμένα.
*
*Απόσπασμα από το τομυθιστόρημά μου “Γυναίκες σε υαλοπωλείο”
Εκδόσεις: GEMA, Αθήνα 2011
*
Σημείωση: Αφορμή να γράψω το μυθιστόρημα “Γυναικες σε υαλοπωλείο, ήταν μερικά απρόοπτα που συνέβησαν στο μακρύ εκείνο ταξίδι στην Αγγλία για ανώτερες σπουδές.
22. 6. 2023

 

Σχόλια