*
Ελένη Χωρεάνθη: Επιλογή / παρουσίαση
*
Ναπολέων Λαπαθιώτης*
*
Συνεχίζω τον κύκλο επιλογής και παρουσίασης ελληνικής ποίησης με έναν επίσης σπουδαίο ποιητή από τους θεωρούμενους “καταραμένους” και ιδανικούς αυτόχειρες” της ελληνικής λογοτεχνίας, έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής.
Επηρεασμένος αρχικά από τον αισθητισμό και τον αισθησιασμό της εποχής του, αρχές του 20ού αιώνα, από τον Όσκαρ Ουάιλντ και άλλους, στα τελευταία του ποιήματα κυριαρχεί το αίσθημα του χαμένου ιδανικού και της νοσταλγίας». Εκτός από ποιήματα, έγραψε πάνω από 100 πεζογραφήματα, διηγήματα, επιφυλλίδες και κριτικά και αισθητικά κείμενα. Ασχολήθηκε επίσης με το λογοτεχνικό δοκίμιο, τη μετάφραση, τη μουσική σύνθεση, έγραψε και θεατρικά έργα. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει πολλοί Έλληνες συνθέτες.
Το έργο του βρίσκεται διασκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες. Πέντε χρόνια πριν φύγει από τη ζωή(1939), δημοσιεύτηκε η μοναδική ποιητική συλλογή. Είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του (1964), ο Άρης Δικταίος εξέδωσε τα ποιήματά του. Το κινηματογραφικό έργο Μετέωρο και σκιά (1985) βασίζεται στην ζωή του Ν. Λαπαθιώτη.
*
Επιλογή από το ποιητικό του έργο
*
Τὰ καημένα τὰ πουλάκια
*
Κρύο βαρύ, χειμώνας ὄξω,
τρέμουν οἱ φωτιὲς στὰ τζάκια,
τώρα ποιὸς τὰ συλλογιέται
τὰ καημένα τὰ πουλάκια!
*
Τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δένδρα,
τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δάση,
τὰ πουλάκια θὰ τὰ πάρει
ὁ βοριᾶς ποὺ θὰ περάσει,
*
ἡ βροχὴ καὶ τὸ χαλάζι
κι ὁ βοριᾶς ποὺ θὰ περάσει,
καὶ τὸ χιόνι ποὺ τὸ παίρνουν
στὶς αὐλὲς μὲ τὸ φαράσι...
*
Κι ἂν ἡ νύχτα εἶναι μεγάλη,
κι ἔρχεται γιομάτη τρόμους,
κι ἂν ὁ θάνατος ἀπόψε,
φέρνει γύρα μὲς τοὺς δρόμους,
*
κι ἂν ἡ παγωνιὰ θερίζει
κι εἶναι δίχως ρουχαλάκια,
δὲ βαριέσαι, ποιὸς θυμᾶται
τὰ καημένα τὰ πουλάκια...
*
Τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δένδρα,
τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δάση,
τὰ πουλάκια θὰ τὰ πάρει
ὁ βοριὰς ποὺ θὰ περάσει.
*
Στὰ παιδάκια εἶναι τὰ χάδια,
στὰ παιδάκια τὰ
φιλάκια
,τώρα ποιὸς τὰ συλλογιέται
τὰ καημένα τὰ πουλάκια!
*
Κι ὅταν γίνει, πάλι, βράδυ
κι ὅλοι πᾶνε νὰ πλαγιάσουν,
νὰ χωθοῦν μὲς τὰ κρεβάτια,
μὴ τυχὸν καὶ ξεπαγιάσουν,
*
τὰ πουλάκια τὰ καημένα,
τὰ πουλάκια, τώρα, πέρα
θὰ χαθοῦν χωρὶς ἐλπίδα
νὰ φανοῦν τὴν ἄλλη μέρα…
***
Προσμονή
*
Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνος
Καὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶς
Ποὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος,
- περιμένω, Μάνα, νὰ φανεῖς.
*
Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξεις
Πρίν, Σὰ ρόδο, σπάσεις καὶ σαπεῖς
Σχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξεις
Καὶ τὰ λόγια ἀκόμα, ποὺ θὰ πεῖς...
*
Ξέρω ἀκόμα, πὼς θὰ μὲ χαϊδέψεις
Μ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερό,
Ποὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψεις
Ποὺ μὲ βαραίνουν, τόσο καιρό...
*
Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνο,
Τί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺς
Φτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο,
- δὲν θὰ φύγεις... θὰ μὲ λυπηθεῖς!
***
Μυστικό...
*
Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ μάρμαρο
κι ἄλλες ἀπὸ χαμόγελο, εἴτε πόνο.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ τριαντάφυλλα,
ὅμως ἐκείνη δὲ τὴ φανερώνω!
*
Πόσο ἡ καρδιά μου θά ῾τρεμε, ἂν τὴν ἔλεγα!
Βάνω μία κλειδαριὰ γερὴ στὸ στόμα!
Τόσοι σοφοὶ ποὺ βρίσκονται τριγύρω μου
καὶ δὲ τὴ μάντεψε κανεὶς ἀκόμα;
*
Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ κρύσταλλο
κι ἄλλες ψυχὲς μὲ κλάματα ἔχουν γίνει.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ ροδόσταμο,
μὰ δὲ θὰ σᾶς τὴ ῾πῶ ποτέ μου ῾κείνη!
*
Ὅρκο ἔβαλα νὰ μὴ τὴ ῾πῶ, ὡς τὸ τάφο μου,
μὰ πάλι... ποιὸς ξέρει... καμμιὰν ὥρα...
Κάτι μοῦ καίει τὰ χείλη μου! Καλύτερα
νὰ κλείσω τὸ τραγούδι μ᾿ ἀπὸ τώρα...
***
Ὅταν βραδιάζει
*
Ὅταν βραδιάζει, μέσα μου, ξυπνοῦν τὰ περασμένα...
Ξυπνοῦν ἀργά, σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό,
- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν, καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶ,
κι ἔρχονται πάλι, μαγικὰ κι ἀνέλπιδα, σὲ μένα...
*
Πόθοι, παράπονα παλιά, νοσταλγικὲς φωνές,
λόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα, κι ὡστόσο ξεχασμένα,
παράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινές,
ὅπως ἡ φλόγα μιᾶς αὐγῆς, ὑψώνονται σὲ μένα
*
Μιὰ βρύση, τότε, μαγική, μοῦ λύνεται ξανά,
καὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει,
- ἕνα τραγούδι καθαρό, καθὼς τὰ δειλινὰ
ποὺ μέσα του λυτρώνονται, καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι…
***
T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ...
*
Τ᾿ ἁπλὸ παιδί, ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ, δὲν ἔζησε στὰ πλούτη,
δὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ,
-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί, ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτη
μπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ!
*
Δὲν ξέρει γράμματα πολλά, δὲν κάνει γιὰ σαλόνι,
τὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς, τριμμένα καὶ παλιά,
-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς, αὐτὸ ποὺ μεγαλώνει
τὰ ξένοιαστα πουλιά...
*
Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά, -στὸ διάβα κάποιου δρόμου,
νὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά,
-μ᾿ αὐτό, σεμνὸ καὶ ταπεινό, βαδίζει στὸ πλευρό μου,
σὰ μιὰ μικρὴ καρδιά...
*
Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάι
κι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖ,
τότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάει,
νὰ παρηγορηθεῖ... ]
***
Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική
Ι
*
Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ, μήτε νὰ ζήσω,
μὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο, σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω.
*
Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνω,
μόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει: νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω...
*
Κι ὅμως κἂν αὐτὴ ἡ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμα
νὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα.
*
Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη, τὴν ἀπέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω, μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει.
*
Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμα,
θὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα...
ΙΙ
*
Μόνος ἦρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοι
κι ὅλοι ξένοι, τραγουδᾶμε, μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει.
*
Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, ἀλίμονό μου,
τὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου!
*
Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μου,
μόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου...
*
Μόνος ἦρθα κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα γιὰ λίγο,
μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ἦρθα καὶ θὰ φύγω.
*
Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους, ὁ χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου;
Κι ὅπως ἦρθα καὶ θὰ φύγω, μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου...
***
Χειμωνιάτικο τοπίο
*
Ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι σὰν ἕνα κομμάτι πάγου,
πεθαμένο καὶ στημένο μέσ᾿ στὴ μέση του πελάγου,
*
μιὰ βουβή, μεγάλη ξέρα, πιὸ γυμνὴ κι ἀπὸ παλάμη,
μ᾿ ἕνα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό, μικρὸ καλάμι
*
κι ἕνας ἴσκιος -ἕνα κάτι- ποὺ δὲ ξέρω τί ἔχει χάσει
κι ἀπὸ τότε φέρνει γύρα, μὴ μπορώντας νά ῾συχάσει.
*
Παγωμένο τὸ χαμένο κι ὅλο φῶς, ἐκεῖνο τρίο,
σιωποῦσε κι ἀγρυπνοῦσε, μέσ᾿ στὴ νύχτα, μέσ᾿ στὸ κρύο…
***
Στὴ φυλακή...
*
Στὴ φυλακὴ μὲ κλείσανε
οἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμου
κι ἔσπασα πόρτες, κλειδωνιές,
νά ῾ρθω σὲ σένα, Φῶς μου!
*
Τὰ σίδερα λυγίσανε
ἀπὸ τὸ βογγητό μου
καὶ στέρεψαν γιὰ νὰ διαβῶ,
κι οἱ ποταμοὶ τοῦ δρόμου...
*
Καὶ σὰ τρελός σε γύρεψα,
μὰ σὺ δὲν ἐφαινόσουν!
Καὶ πικραμένος, γύρισα
νὰ μὲ ξανακλειδώσουν…
***
Ἐκ βαθέων
*
Λυπήσου με, Θέ μου, στὸ δρόμο ποὺ πῆρα,
χωρίς, ὡς τὸ τέλος, νὰ ξέρω τὸ πῶς,
- χωρὶς νά ῾χω μάθει, μὲ μιὰ τέτοια μοῖρα,
ποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει, καὶ ποιὸς ὁ σκοπός!
*
Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμένα,
προτοῦ ἡ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖ,
ζητώντας τοὺς ἄλλους, ζητώντας καὶ μένα,
ζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ!
*
Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκου,
γιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτό,
καὶ γίνουνται χῶμα, στὰ βάθη ἑνὸς λάκκου,
χωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό!
*
Λυπήσου κι ἐκεῖνα, λυπήσου κι ἐμένα,
- καὶ μένα, ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργική,
ζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξένα,
ποὺ δὲν ἔχουν, Θέ μου, καμιὰ λογική...
*
Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνει,
λιγάκι νὰ φέξει, μὲς στὰ σκοτεινά,
κι ἀμέσως ἡ μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνει,
κι ἀμέσως ἡ νύχτα γυρίζει ξανά...
*
Λυπήσου με, Θέ μου, στὴν ἀπόγνωσή μου,
λυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ,
- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μου,
νὰ ζῶ δίχως λόγο, καὶ δίχως σκοπό...
***
Κούραση
*
Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένα
κι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένα
κι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου, μὲ τὸ μάταιο λυρισμό,
ποὺ ἡ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει, παρὰ μόνο στὸ Λιμάνι
καὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας, ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνει
τὸν αἰώνιο Γυρισμό!
*
Τότε μόνο, λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορία,
μέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορεία,
φῶς ἀνέσπερο, χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφή,
τὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο, ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψει,
τὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι, σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψει,
τότε μόνο θὰ γραφεῖ!
*
Υ.γ. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 31.10. 1888) στο διώροφο νεοκλασικό της οικογένειάς του κάτω από τον λόφο του Στρέφη, όπου έζησε 40 χρόνια. Εκεί έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού έργου του αλλά και εκεί αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης προς 8η Ιανουαρίου 1944, φτωχός και καταπονημένος από τα ναρκωτικά. Υπήρξε θύμα του πάθους και της εποχής του, που θεωρούσαν το θάνατο ως λύτρωση από τα δεινά της ζωής. Η κηδεία του έγινε με έρανο των φίλων του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου