Σάτυρος έρως

 
 
 
 

Από την Πεζογραφία μου
Γιαννούλης Χαλεπάς:
Σάτυρος Έρως
(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα)
"... Προς το παρόν τουλάχιστο, εμένα με απασχολεί ο τρελός άγιος του χωριού μου, που δεν ήταν ούτε άγιος ούτε τρελός, αλλά ένας πονεμένος ασκητής ήταν που νήστεψε μια σαραντάχρονη σαρακοστή στην εξορία του σώματος και της ψυχής του ασκούμενος στην τέχνη της υπομονής και της αναμονής. Πάλεψε ενάντια σε προσωπικά φαντάσματα και εφιάλτες. Αντιστάθηκε με τον τρόπο του σε όλα τα στοιχειά δουλεύοντας στα σκοτεινά για να κρατήσει ζωντανά τα όνειρά του, έσκαβε μέσα του κρύβοντας πίσω από το μύθο του τρελού, του ασκητή και του αγίου του χωριού το αληθινό του πρόσωπο. Για να γεμίσει το χάος που τον κατοικούσε λάξευε τη λύπη, τον πόνο, το όραμά του στο μάρμαρο υπερβαίνοντας τα όριά του ίσαμε το πλήρωμα του ορισμένου χρόνου. Ποιος; Ο γλύπτης Γαιννούλης Χαλεπάς, η πιο συμπυκνωμένη και προβληματική μορφή της νεότερης Ελλάδας. Ο καλλιτέχνης που μπήκε δυναμικά με την επιθετική ωριμότητα των είκοσι χρόνων, κατέκτησε τον καλλιτεχνικό χώρο και, υπερβαίνοντας τα εμπόδια έδωσε λειτουργικότητα διαχρονική στο έργο του.
Ο μεγάλος δημιουργός, που εξέχεε την ψυχή του πάνω άψυχα υλικά ζωοποιώντας τα κι έγινε σύμβολο στο χώρο της τέχνης και σημείο αναφοράς. Ωστόσο, περίμενε σαράντα χρόνια ολομόναχος στην ερημιά της αθώας τρέλας ωσότου να τον θυμηθούν και να τον ανασύρουν από την αφάνεια για να δημιουργήσει ανανεωμένος το καινούριο του καλλιτεχνικό σύμπαν.
Είναι προφανές πως η ζωή και η τέχνη του μοιάζουν με αντίστροφη πορεία, τόσο ανώμαλη και τραγική, ώστε να τον αναγκάσει να επινοήσει έναν δικό του χρόνο, μια διάσταση που μπορούσε να ανήκει μόνο στον ίδιο. Η απόγνωση και το ένστικτο της επιβίωσης σε αντιπαράθεση. Ωστόσο, η επίγνωση της απόστασης που τον χώριζε από τον υπόλοιπο καλλιτεχνικό, κυρίως, κόσμο, όσο κι αν ήταν επώδυνη, φανερώνει την καλλιτεχνική υπεροχή του. Είναι λίαν αποκαλυπτική η λακωνική φράση που βγήκε από τα φρυγμένα του χείλη με ωμό σαρκασμό τον καιρό της επιστροφής του από την ακυβερνησία του λογικού: Ποιος μπορεί να με κρίνει εμένα, παιδί μου;
Όπως ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος, Δαίδαλος ο πηλός και Ίκαρος ο ίδιος, κλεισμένος στα τείχη που είχε ορθώσει ολόγυρά του το κοινωνικό και, κυρίως, το καλλιτεχνικό κατεστημένο της εποχής του, δούλευε άοκνα συναρμολογώντας τα τσακισμένα και διαμελισμένα του φτερωτά όνειρα για να μπορέσει κάποτε να πετάξει πάνω από τα τείχη όπου ζούσε στη σιωπή μακριά από τον πολύβουο κόσμο. Να βγει από τη λήθη και να ορθώσει το ωραίο του καλλιτεχνικό ανάστημα, να στήσει το ολοκαίνουργο καλλιτεχνικό σύμπαν, απαντώντας έτσι έμπρακτα σε όσους τον ήθελαν τρελό, χαμένο και ζωντανό νεκρό, αποδιοργανωμένο και κατεστραμμένο. Και να τον είχε θέσει στο περιθώριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας ως εξοφλημένο ηθικά και πνευματικά.
Περίμενε καρτερικά να ξημερώσει ένα πρωί που θα τον βγάλει από το Λαβύρινθο, όχι μια μυθική Αριάδνη με το μίτο της, αλλά μια Αντιγόνη, η δική του Αντιγόνη που τον περιέβαλε με αδιαπραγμάτευτη κι αμέριστη αγάπη και τον φρόντισε με μητρική στοργή ως να ήταν το μεγάλο της μωρό. Η μούσα του η στερνή που τον ενέπνευσε στη δημιουργία της νέας του, επαναστατικής καλλιτεχνικής έκφρασης στη Γλυπτική.
Χρειάστηκε μια γλυκιά, τρυφερή και διορατική νέα γυναίκα να τον βγάλει από το χάος της μοναξιάς και της ερημιάς και να τον οδηγήσει στο φως. Μια πρόσχαρη και αισθαντική νέα γυναίκα, στερνή, μυστική και πάναγνη ερωμένη της ψυχής και της καρδιάς του, που τον εμψύχωνε και τον ενδυνάμωνε ακόμα και με μια απλή κι αθώα θωπεία, ίαμα στη στερημένη του ζωή, την ορφανή από αγάπη κι από έρωτα, αυτόν τον αθεράπευτο αισθηματία, τον εραστή του Ωραίου, που έδωσε την πιο αγνή, αδρή και πρωτόγονη ενσάρκωση του Έρωτα / Πόθου, όντας εντός του ο ίδιος Σάτυρος και Έρωτας.
Με μασκοφορεμένα πρόσωπα του μύθου και της τραγωδίας πορεύτηκαν μαζί και χώρια, φίλοι κι αντίπαλοι, εχθροί, καταστροφικοί και δημιουργικοί, συνοδοιπόροι και πλάνητες, ναυαγοί και νεκραναστημένοι. Πόσα και πόσα πρόσωπα δεν υποδύθηκαν μαζί και χώρια στον ατελεύτητο εκείνο χρόνο της σιωπής στα σκοτεινά υπόγεια του μυαλού του και του κόσμου!
Έχει κάτι μαγικό, ξεχωριστό η περίπτωσή του με τα σκαμπανεβάσματα της ζωής που χάλκεψε γι’ αυτόν η μοίρα. Οι συμφορές, η ζήλια των ομότεχνων, το μίσος και η μιζέρια των σοφών δασκάλων του έβαλαν τα δυνατά τους να μαράνουν το ρόδο το αμάραντο στο πρώτο μοσχοβόλημά του. Το καταπάτησαν και το τσαλάκωσαν για να το αποτελειώσει η απονιά και να το αφανίσει η συμπεριφορά του άλλου κόσμου, των μη ενήμερων του ουρανού της τέχνης.
Τον άκουγα που διηγιόταν και σιωπούσα βουλιαγμένος σ’ ένα ατέλειωτο όνειρο ή διάβαζα βιβλία ή χειρόγραφα, μελετούσα τα έργα του να τον ανακαλύψω μέσα τα δημιουργήματά του, δεν ξέρω. Είμαι σε σύγχυση. Ακόμα. Πάντως συναντηθήκαμε. Αυτό είναι παραπάνω κι από βέβαιο..."
*Απόσπασμα από το μυθιστόρημα.: Μιλάει ο αφηγητής...

 

Σχόλια