Είναι τόσο παράξενη η ζωή μας, μια φαρσοκωμωδία.
“…Εις το επανιδείν…*”
“…Από τη στιγμή που με πλησίασε ο αινιγματικός άντρας με τα χοντρά μαύρα γυαλιά, ήμουν σίγουρη ενενήντα εννιά τοις εκατό πως ήταν Εκείνος. Μου φάνηκε αξιοθρήνητος, ενδεής, αξιολύπητος τώρα που ζητούσε τον «έλεο» ζωσμένος από τύψεις και μοναξιά. Την έβλεπα τη μοναξιά να περπατάει πάνω στο ρικνωμένο δέρμα του προσώπου και των χεριών του. Κι όμως αυτά τα χέρια, αυτό το αλλοιωμένο πρόσωπο, τα βουλιαγμένα μάτια, ήταν κάποτε ό, τι λάτρευα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Πού πήγε εκείνος ο άντρας που είχα αγαπήσει με τόσο πάθος και του είχα δοθεί άνευ όρων; Είχα στο πλάι μου ένα αξιοθρήνητο ανθρωπάκι που πάλευε να πιαστεί από κάπου κι έτρεχε πίσω από τη σκιά μου, χωρίς να είναι απολύτως βέβαιος για τίποτε.
«Είναι τόσο παράξενη η ζωή, τόσο σκληρή!» με αιφνιδίασε.
«Γιατί μιλάτε;» Προσποιήθηκα την ανίδεη.
«Α, με τον εαυτό μου μιλούσα. Τον οικτίρω. Είμαι ένας ελεεινός, ένας άθλιος! Ό, τι και να σκέφτεται κανείς για μένα, μου αξίζει. Είμαι για οίκτο. Όμως ο οίκτος είναι χειρότερος από το μίσος, σκοτώνει».
Δεν πρόλαβα ν’ απαντήσω. Η κομψή, λεπτοκαμωμένη γυναίκα που είχα δει στη Θεσσαλονίκη και μου φάνηκε γνωστή, πλησίασε χαμογελώντας.
«Έλληνες μήπως;»
“Έλληνες», έδωσε την απάντηση ο συνοδός μου.
«Έχουμε ξαναϊδωθεί;» ρώτησε.
«Πιθανώς. Ίσως όχι…» της είπα αναγνωρίζοντάς την.
«Τι καλά που σας βρήκα! Καλέ, τι σύμπτωση! Να σας συστηθώ: Ρίτα Πισίου, δικηγόρος από τη Θεσσαλονίκη. Μου επιτρέπετε να καθίσω παρέα; Βαρέθηκα μόνη μου, ουφ!»
Ο κύριος της πρότεινε την άδεια καρέκλα.
«Να τα μας! Κι εδώ η Μαργαρίτα; Και με το ίδιο ‘εξαίσιο θράσος’ (έτσι έγραφε σ’ ένα σημείωμά της: ‘είμαι όλη ένα εξαίσιο θράσος’) πάντα ίδια», είπα μέσα μου βλέποντάς την να πλησιάζει κρατώντας στο αριστερό της χέρι ένα χάρτινο κύπελλο με νεσκαφέ.
«Μου αρέσει να τον ρουφώ σιγά σιγά, ηδονίζομαι να τον απολαμβάνω, εγώ τον θέλω με γάλα. Έτσι είμαι εγώ! Απόλυτη!» τόνισε ναζιάρικα.
«Και τι με νοιάζει, δικό σου πρόβλημα», ήθελα να της πω. «Δε σου φτάνει ό,τι μου έχεις κάνει; Τι γυρεύεις πάλι ανάμεσά μας»; Αλλά δεν το έκανα. Σκέφτηκα πως δεν είχα το δικαίωμα.
«Να καθίσω, ε; Με θέλετε στη συντροφιά σας;» επανέλαβε. «Θέλω παρέα, είμαι μόνη».
Ο άντρας την κοίταξε με δυσπιστία.
«Γιατί όχι; Απάντησε μ’ ένα τυπικό μειδίαμα». Και γυρίζοντας σε μένα:
«Δεν έχετε αντίρρηση».
«Εγώ; Καμία!» είπα, σηκώνοντας διφορούμενα τους ώμους.
Αλληλοκοιτάχτηκαν με έκπληξη, προφανώς που βρέθηκαν αντιμέτωποι. Αλλά η δικηγορίνα είπε γελώντας:
«Ιδού ένα υπέροχο ιψενικό τρίγωνο! Μας πειράζω, καλέ!»
Βρέθηκα σε αμηχανία, περισσότερο ο άντρας που με κρατούσε ακόμα από το μπράτσο.
“Μα θα καθίσετε επιτέλους», είπε «ή θα φύγετε. Σ’ ένα ταξίδι συμβαίνουν τόσα απρόοπτα». Κι ενώ της έδειχνε ξανά την καρέκλα, ρώτησε: «Ρίτα Πισίου είπατε;”
“Ναι, είναι το χαϊδευτικό μου. Το όνομά μου ολόκληρο είναι Μαργαρίτα Πισίου».
“Α, Μαργαρίτα Πισίου…» ξεροκάταπιε σαν ζεματισμένος ο άντρας και άθελά του μου έσφιξε το χέρι.
«Σας θυμίζει τίποτα το όνομά μου; Δεν είμαι δα και διάσημη…»
«Όχι, ασφαλώς όχι… Τι να μου θυμίσει! Έχετε πολύ ωραίο όνομα. Γιατί το πετσοκόψατε; Αυτό.»
Προσπαθούσε να τα μπαλώσει. Τον είδα να καταρρέει. Είχε ιδρώσει από αγωνία. Ελευθέρωσα διακριτικά το χέρι μου από το δικό του και κάθισα πρώτη, αφήνοντάς τους στη δυστυχία ή την ευτυχία τους, δεν ξέρω. Ούτε με ενδιέφερε. Η συνάντηση εκείνη μου έφερε ταραχή, με αναστάτωσε, όσο κι αν προσπαθούσα να φανώ ψύχραιμη κι αδιάφορη. Με ακολούθησε κι ο άντρας. Η δικηγορίνα έμεινε όρθια, συλλογισμένη. Ύστερα από μικρή σιωπή είπε:
«Ευχαριστώ, δε θα καθίσω. Πλησιάζουμε στη σήραγγα. Πάω να βρω την προστατευόμενή μου, φοβάμαι μην τη χάσω. Θα σας ξαναδώ. Τσάο!»
Ο περιστασιακός συνοδός μου μάσησε κάποιες λέξεις ή φράσεις που πήγαν να πηδήξουν το έρκος οδόντων, ίσιωσε τις ρυτίδες που αυλάκωναν το μέτωπό του κι απόμεινε να παρακολουθεί το λικνιστό βάδισμα της Μαργαρίτας ώσπου την έχασε από τα μάτια του.
«Λοιπόν, ιδού η δεσποινίς Μαργαρίτα Πισίου, δικηγόρος το επάγγελμα, συνταξιδιώτισσα! Μάλιστα! Ωραία! Πολύ, πολύ ωραία! Μας το παίζει και δικηγορίνα τώρα», σάρκασα. «Τι σύμπτωση! Τι διαβολική σύμπτωση! Ποτέ δε θα μπορούσα να τη φανταστώ αυτή τη μοιραία συνάντηση…»
Ο άντρας δεν απάντησε. Βολεύτηκα στο κάθισμά μου. Εκείνος έβγαλε τα γιαλιά του, κίνηση αμηχανίας ήταν, τα δάχτυλά του έτρεμαν, δεν ξέρω αν ήταν από συγκίνηση ή ταραχή, δεν θα ήθελα να βρισκόμουνα ποτέ στη θέση του, τέλος είπε:
«Στα ταξίδια πολλές φορές συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα».
«Ασφαλώς», είπα, «επιτρέψτε μου όμως να κλείσω τα μάτια μου. Το σκοτάδι με εμπνέει».
Έγειρα στο πλάι το κεφάλι και συλλογιόμουν σκηνές από τα περασμένα. Αλλά γιατί τα θυμάμαι τώρα όλα αυτά; Είναι τόσο μακρινή η εποχή εκείνη! Έλα όμως που έρχονται στο προσκήνιο της ζωής μου και με τυραννούν. Να μπορούσα, Θεέ μου, με ένα σφουγγάρι να έσβηνα όλο το παρελθόν και τις οδυνηρές μνήμες! Αλλά πού; Μακάρι όλα όσα έχω ζήσει να ήταν ένα μακρύ όνειρο, ένα παραμύθι με ή χωρίς καλό τέλος. Όμως η πραγματικότητα είναι αυτή που είναι.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί στο σαλόνι να τη πάλι η δικηγορίνα μας! Και στηριγμένη στο μπράτσο ξανθού νεαρού.
«Πολλά καλημέρα μας! Μπορούμε να ποστεθούμε στην παρέα; Από δω το φιλαράκι, ο Μαρσέλο!» έκανε τις αναγκαίες συστάσεις.
Γύρισα απότομα προς το μέρος της, έχοντας σχεδόν πίσω μου τον κύριο με τα χοντρά μαύρα γιαλιά.
«Είναι ο Μαρσέλο», επανέλαβε. «Στο τρένο γνωριστήκαμε. Χρυσό παιδί, ξέρετε, Ιταλός με τα όλα του, ένας γλύκας το χρυσούλι μου. Μάγειρας στα καράβια και πάει Αγγλία. Κι εγώ, ξέρετε, τρελαίνομαι για θάλασσα, για μακρινά ταξίδια. Εξωτικές χώρες, νησιά κοραλλένια, απέραντοι ωκεανοί, φουρτούνες! Αυτή είναι ζωή!»
Έλεγε και χειρονομούσε ζωηρά. Ο νεαρός την παρακολουθούσε χαμογελαστός, προφανώς δεν καταλάβαινε τι έλεγε, ικανοποιημένος για την επιτυχία του.
«Ω, ναι; Φυσικά!» έκανε ο κύριος με συγκατάβαση και χαμογέλασε με μια τυπική υπόκλιση.
«Έχουμε πολλές ώρες ταξίδι ακόμα», είπε χαϊδεύοντας τα ξανθά μαλλιά του Ιταλού. «Και πώς τη βαριέμαι μια ηλικιωμένη κυρία που συνοδεύω. Έχω το αγόρι μου τώρα, ευτυχώς, και δε με νοιάζει. Είναι υπέροχος, ε, δε νομίζετε;»
Έγειρε σχεδόν όλη πάνω του νωχελικά, χαδιάρικα.
«Ναι, βέβαια… πολύ ωραίο παιδί», είπα, τονίζοντας την εμφανή διαφορά ηλικίας τους.
«Ένας άγγελος, δεν είναι; Μεσογειακός άντρας, τύπαρος!»
«Φυσικά! Αλλά κι εσείς…» ψέλλισε , μάλλον ειρωνικά ο περιστασιακός συνοδός μου.
Η δικηγορίνα χασμουρήθηκε καμαρώνοντας για το κομπλιμέντο. Έγειρε πλάι, αγκάλιασε τον ξανθό μάγειρα στα καράβια Ιταλό της και τραβώντας προς την αντίθετη κατεύθυνση:
«Γεια!
Φιλάκια
! Και εις το επανιδείν!» είπε σκάζοντας ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο του σγουρόμαλλου, ξανθού Ιταλού. «Εις το επανιδείν, δεσποινίς Μαργαρίτα Πισίου! Εις το επανιδείν!» είπα με έμφαση.
Ο άγνωστος άντρας που με συνόδευε έπιασε με τα δυο του χέρια το κεφάλι του:
«Εις το επανιδείν… ‘Εις τον άνω βυθό των ακαταλήπτων πραγμάτων’. Τι τραγική ειρωνεία! Οποία απάτη και πλάνη μου εύχαρις!» αναφώνησε. Και στρέφοντας προς το μέρος του ζευγαριού που χανόταν στο μακρύ διάδρομο, ψέλλισε: «Τω καιρώ εκείνω… ‘ο ξανθός Ολλανδός’ της, νυν ‘ο ξανθός Ιταλός’ της, η διαφορά βρίσκεται στο επάγγελμα. Ο τότε ‘μπίζνεσμαν, τσιφ Ολλανδία, πολλά λεφτά’, ο νυν ‘ξανθός Ιταλός μάγειρας στα καράβια, ωκεανοί, χώρες εξωτικές, νησιά κοραλλένια, μεγάλα ταξίδια’. Πόσους ξανθούς διαφόρων επαγγελμάτων και εθνικοτήτων να έχεις καταγράψει στο καρνέ των κατακτήσεών σου, δεσποινίς Μαργαρίτα Πισίου», ψέλλισε μασώντας τα λόγια του.
«Τι εννοείτε, κύριε; Τη γνωρίζετε;»
«Α, πρόκειται για κάτι παλιά χρεόγραφα, μη μου δίνετε σημασία, για κάτι παλιές ιστορίες, ιστορίες για αγρίους», απάντησε με θλιμμένο ύφος. «Η δεσποινίς Μαργαρίτα Πισίου! Χα! Η Μαργαρίτα! Έασον αυτήν χαίρειν! Περπατάμε; Η ζωή μας είναι φαρσοκωμωδία, μια περιπέτεια ατέλειωτη. Πού να φανταστείτε τι αλλαγές έχουν γίνει από τότε και στη δική μου ζωή…»
«Υποθέτω. Μπορώ να υποθέσω», διόρθωσα. Σ’ όλους συμβαίνουν αυτά».
«Προέχει το παρόν, κυρία μου. Αυτό έχει σημασία, όσον αφορά εμένα τουλάχιστον», είπε κι ακούμπησε τον αγκώνα του στον ώμο μου.
Κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε το κορμί μου. Ένιωσα πως ήθελε να μιλήσει για ένα σωρό ανείπωτα πράγματα που τον έπνιγαν. Δεν του έδωσα την ευκαιρία. Κάτι μέσα μου μ’ έκανε να θέλω να τον εκδικηθώ, να τον βασανίσω. Στο βάθος με ευχαριστούσε πού τον έβλεπα ταπεινωμένο μπροστά μου. Δικαιωνόμουνα. Πλήρωνε για τις παρελθούσες αμαρτίες του και μάλιστα πολύ ακριβά. Άραγε θα ομολογούσε πως πόνεσε στα τόσα μοναχικά(
χαμένα χρόνια;

«Μπαίνουμε στη σήραγγα, μπήκαμε κιόλας!» του έκοψα τον ειρμό των παρόμοιων σκέψεων, ήμουν σίγουρη πως έκανε αναδρομές στο παρελθόν και μπορεί να ένιωθε τύψεις, με βόλευε να τον θέλω σ’ εκείνη τη θέση τού μυστικά απολογούμενου. «Δεν έχει πλέον ορίζοντα. Μήπως θα ήταν καλύτερα να καθίζαμε; Νιώθω πιο ασφαλής καθισμένη στα σκοτεινά, η ερημιά με αγριεύει», είπα.
«Μπα; Ναι , βέβαια, το σκοτάδι είναι μια λύση. Βυθίζεσαι και ξεχνάς ό, τι σε πονάει».
«Ή σε κάνει να αναμοχλεύεις το παρελθόν. Αλλά ποια σημασία μπορεί να έχει το παρελθόν…»
Ήμουν ανελέητη. Του τα χρωστούσα όλα. Έπρεπε να πληρώσει όσο βαρύ κι αν ήταν το τίμημα. Είχε ξυπνήσει μέσα μου το καταπιεσμένο πάθος ή μίσος, αξεδιάλυτα, που έτρεφα εναντίον του. Δεν του είχα συγχωρήσει, κι ας νόμιζα πως ναι, την προσβολή και την ταπείνωση που είχα υποστεί για χάρη της Μαργαρίτας Πισίου. Ήταν η ευκαιρία της ζωής μου να τον δω να πέφτει στα πόδια μου. Η απατημένη γυναίκα που έκρυβα τόσα χρόνια περίτεχνα μέσα μου ήθελε να πάρει τη ρεβάνς. Το αισθανόμουν πως έτρεμε σαν βρεγμένο γατί, πως επιθυμούσε να με αγκαλιάσει, να ζητήσει, ίσως, συγχώρεση. Κι όσο αυτό μου γινόταν πεποίθηση, τόσο η επιθυμία που κυριαρχούσε μέσα μου να τον εκδικηθώ φούντωνε και μ’ έκανε να τον οικτίρω και να διασκεδάζω με την ένδεια της ψυχής και της ζωής του…”
(Απόσπασμα)
*
Το απόσπασμα είναι από την πρώτη έκδοση “ΦΥΤΡΑΚΗ”. Αθήνα 2002
*
Σημείωση: Το ταξίδι μου εκείνο ήταν πράγματι επεισοδιακό. Και η Θεσσαλονικά δικηγόρος με τον Μαρσέλο της με ενέπνευσαν κι έγραψα αργότερα το μυθιστόρημα “Γυναίκες σε υαλοπωλείο”.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου