Ποίηση με οντολογική χροιά
Γράφει η Ελένη Παπανδρέου //
Ελένη Χωρεάνθη «Φρουροί της νύχτας», εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος
Η Ελένη Χωρεάνθη, με την τελευταία ποιητική της συλλογή «Φρουροί της νύχτας», μας οδηγεί στα γνωστά της υπαρξιακά μονοπάτια, δημιουργώντας μια ποίηση ακριβοδίκαιη στον στοχασμό της, σχεδόν τραγουδιστή, μα πάνω απ’ όλα θηλυκή. Αν και οι στίχοι της φορούν το σκοτάδι της λύπης και τα πανιά της γεμίζουν από «Μουσώνες» και ανέμους ανόσιους, εκείνη επιλέγει ως πρώτο φρουρό των ποιημάτων της μια παραίνεση γεμάτη αισιοδοξία. «Χαμογέλα κι εσύ κάθε μέρα» λέει, επιμένοντας πως μόνο μέσα από τα χαμόγελα ανθοφορεί η καθημερινότητα και η ζωή οχυρώνεται απέναντι στο απροσδόκητο. Η εμφατική χρήση του «κάθε μέρα» μας εισάγει στην έννοια της συνεχούς ροής του χρόνου, στοιχείο δομικό στην ποιητική της συλλογή.
Η πρώτη ενότητα αποτελείται από 15 ποιήματα και δανείζεται τον τίτλο «Η μελωδία των «Ωρών» από το τελευταίο ποίημα. Για το ποιητικό υποκείμενο ο χρόνος οδηγεί σε «μια αβέβαιη συνάντηση στο ακατοίκητο μέλλον», ορίζει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο συγκλίνει η χαρά με τη λύπη, σμιλεύοντας «Εκ του προχείρου» τον πόνο της ύπαρξης και τα ανθρώπινα πάθη στις ζωές των ανθρώπων. Αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Οι ώρες
χρησμοί οιωνοσκόποι
αιώνες αλύτρωτοι
ασκητεύουν στην έρημο
θαμώνες ανίδεοι
νυσταγμένοι φρουροί
σιωπηλοί μισθοφόροι της νύχτας στα έρημα»
Στο χρόνο των ποιημάτων της Ελένης Χωρεάνθη ηχούν λυπητερά η ονειροπόληση μιας παιδικής αθωότητας αλλά και η επιστροφή σε μια χώρα όπου η ύπαρξη στέρεης γης προσφέρει την πολυπόθητη ασφάλεια και ανακούφιση. Η Γη είναι η «Μεγάλη μητέρα», το χώμα που χωνεύει όσα ταυτόχρονα γεννάει. Οι πληγές θα κλείσουν μόνο αν θαφτούν εκεί. Πάνω απ’ όλα νοσταλγός, η ποιήτρια, αποζητά μια επιστροφή σε «μια μικρή άγονη γη», σε μια πατρίδα χωρίς σύνορα. Με μια δέηση προσκαλεί το θείο και με μια καλημέρα πασχίζει να ξορκίσει τους δαίμονες που καιροφυλακτούν να κατασπαράξουν την ίδια αλλά και όσους ζουν «βίους παραλλήλους». «Στις ρωγμές του παρόντος» συναντά τα πάθη της ψυχής και του «κόσμου τα θηρία». Κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί από τη «στάχτη στην ψυχή», το «μυστηριώδες κενό» στην πέτρα, τον κακούργο άνεμο που ξεδιπλώνει μια κίνηση πέρα από τα ανθρώπινα προκαλώντας τη μοίρα ως ποντοπόρα δύναμη της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η ενότητα κλείνει με το ομότιτλο ποίημα «Η Μελωδία των Ωρών», υπονοώντας την ίδια τη ποίηση, στοιχείο φωτοφόρο που «οδεύει προς το μέλλον». Αηδόνια, αστέρια, αερικά και κυρίως η σιωπή γεννούν την ποίηση, σύντροφο παρήγορο στη λύπη των ταξιδιών. Οι ώρες φέρνουν τα μελλούμενα, οι ώρες τα γλυκαίνουν σε μια συνεχή αναζήτηση της αλήθειας του ήχου. Αυτή την αλήθεια αναζητεί η ποιήτρια καταφεύγοντας στο αγκάλιασμα ομόηχων λέξεων που οδηγούν στην κορύφωση της μουσικότητας του λόγου, μέσα από όλα τα είδη της ομοιοκαταληξίας -ζευγαρωτή, πλεχτή, σταυρωτή, ζευγαροπλεχτή. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά:
«Η μελωδία των «Ωρών»
αγγέλων κι αρχαγγέλων
απ’ τα ερέβη των καιρών
οδεύει προς το μέλλον.
Ήταν αναμενόμενο
ένα χαμένο αστέρι
να βρει τον ήχο των «Ωρών
παννύχιο να τον φέρει.»
«Σαν παίζει η σιωπή βιολί
με τ’ αργυρό φεγγάρι
μέσα στη νύχτα τη θολή
τ’ αηδόνι σιγοντάρει»
Η δεύτερη ενότητα ονομάζεται «Στο ρυθμό των Χαϊκού» και αποτελείται από 6 ποιήματα χαϊκού και τέσσερα σε ελεύθερο στίχο. Ακολουθώντας πιστά τη φόρμα των 5, 7, 5 συλλαβών, οι οποίες τοποθετούνται σε τρεις στίχους, αποδεικνύει την έμφυτη ικανότητά της να υπηρετεί έναν περιορισμό που -όπως και στην ομοιοκαταληξία- ενισχύει την αισθητική της ποίησής της. Τα χαϊκού αντιπροσωπεύουν μερικές από τις καλύτερες στιγμές της συλλογής, καθώς το κάθε ποίημα είναι μια πινελιά λεπτοφυούς ομορφιάς που δομεί μια εικόνα σύνθετη σε συμβολισμούς και ευρεία σε σύλληψη. Επιστρατεύει στοιχεία από τη φύση όπως το φεγγάρι, τη βροχή, τα περιστέρια τα οποία τοποθετημένα σε μικρές κοφτές εικόνες καθρεφτίζουν μέσα από τη στατικότητά τους μια κίνηση εσωτερική που όμως επεκτείνεται σε ένα υπαρξιακό γίγνεσθαι. Συχνά οι εικόνες αυτές είναι αντιφατικές υπονοώντας πως όλα -το κακό και το καλό, το όμορφο και το άσχημο, η χαρά και η λύπη- συντελούνται ταυτόχρονα, σε ένα διαρκή εναγκαλισμό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα παρακάτω:
«Χλομό φεγγάρι
τ’ αστέρια κοιμήθηκαν
όνειρο ήταν»
«Οι μέρες φεύγουν
ανθοί ροδοπέταλα
αιώνων σκόνη»
«Φύλλα πεσμένα
στ’ ακρογιάλι του χρόνου
ο έρως θρηνεί»
Ο χρόνος πότε εμφανίζεται με τη μορφή του μέτρου που συνεπάγεται η αναφορά σε μήνες, μέρες και ώρες, πότε εκτείνεται στο άπειρο διασχίζοντας τους αιώνες, και συχνά υπονοείται μέσα από την κατάσταση στοιχείων της φύσης όπως τα πεσμένα φύλλα, η επιστροφή των χελιδονιών, δίνοντας έτσι μια πιο σύνθετη, σχεδόν μεταφυσική χροιά. Ο χρόνος χωράει το μικρό και το μεγάλο, οδηγώντας μέσα από την αέναη κίνησή στο κενό και το χάος. Χαρακτηριστικά η ποιήτρια αναφέρει στο ποίημα «Είμαστε» που ακολουθεί σε ελεύθερο στίχο τα χαϊκού, εντασσόμενο στην ίδια ενότητα:
«Τι είναι η ζωή
τι άλλο – αλήθεια – είναι η ζωή
παρά μικρές στιγμές αιωνιότητας του χρόνου
πάνω στη ζωοδότρα μάνα Γη
τη Μάνα τη Μεγάλη της ζωής πηγή
μες της συμπαντικής μηδενικότητας το άπειρο χάος.»
Ξεκινώντας από τη Γη, το θηλυκό στοιχείο δηλώνει την κυριαρχία του ως ζωοδότρα πηγή από καταβολής κόσμου. Οι γυναίκες της Ελένης Χωρεάνθη είναι ευλογημένες όσο και καταραμένες, αλλάζοντας πρόσωπα, ρόλους και ιδιότητες. Στην πρώτη ενότητα η Κασσάνδρα, οι μυροφόρες, τα κορίτσια του Άουσβιτς, η Ωραία Ελένη «μ’ ένα κόκκινο στεφάνι το λαιμό», απόδειξη ενός μαρτυρίου, γελούν, νοσταλγούν, μοιρολογούν καθώς τρέχουν να προλάβουν ένα θαύμα. Ο δρόμος για τον παράδεισο είναι μακρύς. Φιγούρες προαιώνιες, ταγμένες στα βήματα της μοίρας που τους ορίσθηκε, αναζητούν τη ζωή στο πρόσωπο του έρωτα την ίδια στιγμή που βυθίζονται άλλοτε στη λύπη και άλλοτε σε κοινωνικά προσδιορισμένες ενοχές. Σε κάθε περίπτωση, ορίζουν τα βήματα τους σε μια ατελή προσπάθεια να ξεφύγουν από το βάρος του μύθου που τις γέννησε.
Στη δεύτερη ενότητα το χαϊκού «Κόρη του γιου σου» συνοψίζει όλες τις αντιφατικές όσο και μεγαλειώδεις ιδιότητες της αιώνιας μητέρας. Είναι «λυχνία εφτάφωτη», «Βρεφοκτονούσα / δακτυλοδεικτούμενη / ανθρωποβόρα», «Λεπιδοφόρος/οστεοφρουρούμενη/αιμορρούσα», «Φως των ματιών μου/πηγή αναμάρτητος/Παρθενομήτορ» και τελικά «Κόρη του γιου σου» συνοψίζοντας με ευφυή τρόπο ότι μέσα στο τρίπτυχο μάνα-κόρη-ερωμένη υπάρχει ένα μόνο γυναικείο πρόσωπο που αναπαράγεται σε όλους τους ρόλους και με όλες τις μορφές.
Η τρίτη και τελευταία ενότητα ονομάζεται «Επίμετρο» και αποτελείται από 5 ποιήματα που μοιάζουν με μικρές τραγουδιστές ιστορίες με πρωταγωνίστριες γυναίκες άστατες, άσωτες, τρελές. Πυροδοτούν τον πόνο σε όποιον τις αγαπά, καθώς είτε ξοδεύονται από αγκαλιά σε αγκαλιά, είτε οδηγούνται στην αυτοκαταστροφή, Με τρόπο παιχνιδιάρικο, σχεδόν ειρωνικό η ποιήτρια τοποθετεί απέναντι από το Κορίτσι από τα Σάλωνα, τη Μαριλού, τη σκληρόκαρδη Φανή και την Ευτέρπη, έναν άντρα-θύμα. Τελικά το παμφάγο θηλυκό είναι μια διαρκώς καιόμενη σκιά, που ορίζει σε ποιον θα χαρίσει το κορμί της, χωρίς ποτέ να δίνει την ψυχή της.
Καταλήγοντας, θα πρέπει να τονισθεί πως η ποιήτρια τοποθετεί τις ποιητικές της ιστορίες μέσα στο τρίπτυχο γη-κόσμος-σύμπαν, προσπαθώντας να δώσει μια οντολογική χροιά στην ποίησή της. Φως και σκοτάδι αποτελούν ένα αγαπημένο δίπολο επάνω στο οποίο ξετυλίγονται οι στίχοι, υπονοώντας την μετάλλαξη της χαράς σε λύπη και του καλού σε κακό. Φορείς του φωτός το φεγγάρι και τα αστέρια, φορείς του σκότους το χάος και η λύπη, αφήνονται στον προαιώνιο χορό της ζωής που τελειώνει για να ξαναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της. Σε κάθε περίπτωση η ποιήτρια αφήνει όλα τα φώτα της ύπαρξής της αναμμένα προσμένοντας τη μουσική του λόγου να την τυλίξει με το παρήγορο φως του. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στις λεπτοκαμωμένες βινιέτες της κόρης της, Βερίνας Χωρεάνθη, που δίνουν μια ανάσα εκλεπτυσμένης ομορφιάς στη συνολική αισθητική του βιβλίου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου