Η αμαρτωλή
Μάζωξε τα κρίματά της-
πλήθια τ΄αμαρτήματα της
τα΄χωσε μες το φορτσέρι,
πήρε κι ένα λαμπροκέρι,
φόρεσε τα νυφικά της
- μη φανούν τα κρίματά της-
Πάσχα μέγα γιορτινή
πόθησε κι η χριστιανή
για να πάει να μεταλάβει
και βιαζόταν να προλάβει.
Αχ, καημούς η δόλια πο΄χω
δένουν στην ψυχή μου βρόχο.
Τρέμανε τα σωθικά της
τρέχανε τα δάκρυά της
που να ξέρει η πικραμένη
τώρα τι την περιμένει...
Συλλογιόταν η καημένη
καθώς ήτανε σκυμμένη.
Κι έπιασε το πετραχήλι.
Μα σαν το ΄φερε στα χείλη
΄΄μακριά, κριματισμένη,
φύγε τρισκαταραμένη΄΄
λέει κάποιος και τη σπρώχνει
κι απ΄την εκκλησιά τη διώχνει.
΄Άει καταδιαόλ, και συ
θα ΄βρω εγώ αλλού κρασί
και ψωμί να μεταλάβω
και την πίκρα μου τη θάβω΄΄,
λέει, γυρίζει στο καλύβι,
μα η προσβολή τη θλίβει.
Κάθετε στο παραγώνι
και μεταλαβιά σκαρώνει
και με τα νυφιάτικα της,
τα λευκά τα γιορτινά της
και με ένα άσπρο λαμπροκέρι
στο αμαρτωλό της χέρι,
βάζει μια μπουκιά ψωμί
σε μια κουταλιά κρασί
και χωρίς παπά, βαγγέλιο
μ΄ένα τρανταχτό της γέλιο
πιάνει και μεταλαβαίνει
κι άφεση η ψυχή λαβαίνει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου