Μουσείο Κώστα Καπετανάκη

Κρινάκια της άνοιξης, η μέλισσα. Τα λυπημένα δάκρυα της Παναγίας για τη γενοκτονία των ψυχών του Λάκκου | Μουσείο Κώστα Καπετανάκη

Της Ελένης Χωρεάνθη //

 

 

 

 

Κρινάκια της άνοιξης, η μέλισσα  | Τα λυπημένα δάκρυα της Παναγίας για τη γενοκτονία των ψυχών του Λάκκου

Μουσείο Κώστα Καπετανάκη *

 

 

 

Ένα αναπαλαιωμένο σπίτι με ροζ παράθυρα, ένας ευρύχωρος καλλιτεχνικός χώρος, πανόραμα με έργα Τέχνης θαυμαστά, γήινα, ιδέες χειροπιαστές, με χώμα και νερό, σκουριά, στάχτη κι “άφωτο φως” ζωγραφισμένα, σκαλισμένα γλυπτά, χαρακτικά πάνω σε θρύψαλα της χαμοζωής, πανάρχαια κομμάτια από πέτρες σμιλεμένα, σφραγιδόλιθοι που κάποτε ήταν μάτια θεών αρχαίων, ανάγλυφοι “καππαδόκες” πάνω σε απλωμένες χαρτόκουτες, όλα με υλικά γήινα καμωμένα, από το δρόμο μαζεμένα. Και μέσα σε όλα τούτα και πέρα από όλα, η δεσπόζουσα μορφή της “Τζένης”. Η Τζένη είναι “Το κορίτσι με το γαλάζιο κορδελάκι”, η μούσα η εκλεκτή του καλλιτέχνη, η Ελληνογαλλίδα περσόνα, η ψυχή ανάμεσα στις παραπεταμένες ψυχές του “Λάκκου” και “Τα κορίτσια με τα μπλε”, αναστημένες όλες οι ψυχές σε έργα τέχνης. Όμως καλύτερα, να μας μιλήσει ο ίδιος ο δημιουργός για το έργο του.

 

 

 

 

Κύριε Κώστα Καπετανάκη,  από το πλούσιο βιογραφικό σας προκύπτει πως, εκτός από εκπαιδευτικός με παράπλευρες σπουδές και δραστηριότητες, ιδιαίτερα στο χώρο “του παιδιού με ειδικές ικανότητες”, έχετε συγγραφικό και πολύπτυχο εικαστικό έργο. Είστε ένας πολυσχιδής καλλιτέχνης με πολύ ιδιαίτερο ύφος: ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, ποιητής. Ασχολείστε με το παρελθόν, την παιδική σας ηλικία, και φέρνετε στο φως κομμάτια ενός απολεσθέντος παραδείσου. Συναρμολογώντας τα κομμάτια, τα θραύσματα, επουλώνετε πληγές του πονεμένου εκείνου κόσμου του Λάκκου, με την ιδιάζουσα, πρωτότυπη τέχνη σας. Είστε ένας πολύ προχωρημένος καλλιτέχνης, ένας δημιουργός που στήνει γέφυρες και ενώνει το πριν με το νυν με την προοπτική του μέλλοντος και του αεί. Βρίσκεστε, καλλιτεχνικά, πολύ μπροστά από την ξεστρατισμένη ηλεκτρονική εποχή μας, σκαλίζοντας την αιώνια στάχτη, ανιχνεύοντας τα μυστικά του Σύμπαντος που κρύβει στα σπλάχνα της η ζωοδότρα Γη. 

     Θα θέλατε να μας να μας μιλήσετε σχετικά με το πολύπτυχο έργο σας και την καλλιτεχνική σας κοσμοθεωρία; Για το “απαγορευμένο κόκκινο Μουσείο ‘Τα ροζ παράθυρα του Λάκκου’” και “το πορτραίτο της Τζένης”;

 

Θα ξεκινήσω σιγά σιγά “το πορτραίτο μου”. Γραμμική “Κάππα”. Ήρθε ο καιρός, η μητρική γραμμή της αλήθειας καλά κρυμμένη στο απόκρυφο φως, στης μνήμης τη μνήμη να ταξιδεύει ως το άφωτο φως. Είναι ένα ταξίδι σε χρόνο άχρονο από τον πέρα χρόνο στον τώρα χρόνο. Είναι μια επικοινωνία εσωτερική, που ξεπερνάει την πεπερασμένη δυνατότητα των λέξεων καθώς συντελείται στη φάση της καλλιτεχνικής δημιουργίας όπου αποκλείεται κάθε διήγηση. Ένας έρωτας είναι.  Αυτοερμηνεύεται, παρερμηνεύεται αν ερμηνεύσεις τι ήθελε να πει ο ποιητής. Να απαντήσει θέλει στο μυστήριο της ύπαρξης και στο τέλος του μικρού ταξιδιού της χωρίς απάντηση. Ένα ονειροπόλημα είναι στην ιστορική γραμμή της αιωνιότητας, ουράνιο και γήινο μαζί, μια προσωπική γραφή, η μέσα μου μοναδική αλήθεια. Ένα “Σχίσμα” θρήσκο άθρησκο που αφήνει το “νυν” και ταξιδεύει στο ακατάλυτο φως του “αεί”, στο σχήμα το Αγγελικό. Μια κραυγή είναι άγνωστης γλώσσας, η αρχή η πρώτη που έρχεται από την πρωτοΰπαρξη, μυστική κραυγή που σε υπερβαίνει. Ένα μυστήριο των “Αχράντων” που απέχει το φως της έτη φωτός. Η μόνη αθάνατη δωρεά του Θεού στη φθαρτότητα των θνητών που δεν ζήσαμε ακόμα, που δεν ξέρω αν θα τη ζήσουμε ποτέ ρεμβάζοντας τη νύχτα, κοιτάζοντας τα μαγικά αστέρια.

Ο δρόμος μου ο εικαστικός ξεκίνησε από ένα απρόσμενο γεγονός. Έβλεπα τη μάνα μου πολύ συχνά να κατεβαίνει στο υπόγειο του σπιτιού από τη σκάλα της καταπακτής, σαν να ήθελε να κρύψει κάτι. Τι μου κρύβεις, μάνα, έλεγα από μέσα μου. Μια μέρα λοιπόν που έλειπε, κατέβηκα στο υπόγειο για να βρω τον κρυμμένο “θησαυρό”. Το υπόγειο γεμάτο νερά. “Λάκκος” το όνομα της περιοχής. Ψάχνω ψάχνω, έλα εδώ, μάνα, να δω τι μου κρύβεις. Και τι ήταν αυτό που έκρυβε; Μια επιγραφή αραβικής γραφής σε μάρμαρο. Εγώ βέβαια, ένα παιδί 10 χρονών, πού να ξέρω από τέτοια.  Κατέβαινα λοιπόν κρυφά, έβγαζα το μάρμαρο από την κρυψώνα και ονειρευόμουν ήρωες, μάγισσες, ξωτικά. Έγραφα και ζωγράφιζα παραμύθια. Πού με χάνεις, στο υπόγειο. Να φωνάζει η μάνα μου από πάνω. Πάλι στο υπόγειο, θα μου κρυώσεις. Μια μέρα τη βλέπω μπροστά μου. “Ο Αρχάγγελος του κακού”. Έγινε το ανάγνωσμα της κολάσεως. Έφαγα το ξύλο της αρκούδας. Δεν θα ξανακατεβείς κάτω μέχρι τη Δευτέρα παρουσία. Αυτό ήταν: να γράφω και να ζωγραφίζω, να γράφω και να ζωγραφίζω, και πάλι από την αρχή. Την επιγραφή την έβαλα στην πρόσοψη του Μουσείου. Πριν γίνει σπίτι, ήταν η κρήνη του Χασάν Αγά, έτους 1204. Ο Έφορος Αρχαιοτήτων τη διάβασε.

 

 

 

 

Η ιστορία του Λάκκου, αρχίζει με το διάταγμα 173/1900, “Περί χαμαιτυπείων της Κρητικής Πολιτείας”. Ορίζεται ως περίκλειστος χώρος. Δεν βγαίνεις έξω, παρά μόνο με την άδεια της χωροφυλακής. Η περιοχή ήταν ακατάλληλη, μακριά από την “καθωσπρέπει” κοινωνία του Ηρακλείου. Αυτός ο μικρόκοσμος, συνεχίζει τη ζωή του, περιθωριοποιημένος, με τη δική του “αργκό”, χωρίς να ενοχλεί. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, αναβαθμίζεται. Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες φέρνουν τον ανώτερο πολιτισμό, τα όργανα, τους χορούς, την πολίτικη κουζίνα. Στο Λάκκο, κατεβαίνουν και παίζουν οι μεγάλοι ρεμπέτες, ο Μπάτης και ο Βαμβακάρης.

Το απαγορευμένο κόκκινο Μουσείο “Τα ροζ παράθυρα του Λάκκου”. Ήρθα πάλι να γυρίσω το χρόνο, να διαβάσω τις σκιές έτσι που κρέμονται στους μισογκρεμισμένους τοίχους, απομεινάρια γεμάτα οργή, καμινάδες που στέκουν αμίλητες και η σκιά τους σκεπάζει τα πεταμένα παράθυρα. Ενθυμείται η σκιά της μνήμης τη θεατρική παράσταση σε συνδυασμό με τα φυσικά χρώματα που στόλιζαν μυστικά με απέριττο κάλος τα πορτραίτα των σπιτιών, που κατοικούσαν σε ένα ξεχωριστό κόσμο, μοναδικό, διαφανή στο σύμπαν, που η πανδημία της σκιάς τόσο όσο αφαιρούσε από το φως της το έλασσον φως και η αύρα το χάιδευε το αειθαλές ήθος, αφαιρώντας το περιττό από τον απέριττο χώρο για να ισορροπήσει το θεατρικό δρώμενο. Πόσο ωραία είναι και η σκιά μου, πόσο αληθινή, γεμάτη φως, φωτίζει τη σκιά μου γι’ αυτό την παίρνω μαζί μου όπου κι αν πάω. Ξόρκι ανείπωτο, ιερό. Ακολούθα το. Το ακολουθώ γιατί δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τάνικο. Ήρθα πάλι απόψε να προσευχηθώ με το δικό μου τρόπο. Είμαι μόνος, αν έρθεις κι εσύ μαζί μου θα σ’ αγαπώ ακόμα πιο πολύ. Είπα δεν μπορεί, θα μου μιλήσουν, θα μου τα πουν όλα, οι σκιές της μνήμης θ’ αναστηθούν. Γράφει η σκιά στην ιστορική γραμμή και αφήνει το αποτύπωμα της μοναδικής αλήθειας. Ξεφυλλίζω φύλλο φύλλο το τετράδιό της. Ορθάνοικτος ο κόσμος όλος ζωογόνος, μαγιά. Διαβάζω με δραματική διάθεση τη θρησκευτική μινιμαλιστική εικονογραφία. Το άγνωστο μεγάλο αφροδισιακό καταργεί τον πέρα χρόνο και όλα τα “πρέπει” και καθαγιάζει το δράμα. Ήρθε ο καιρός, κόκκινη κλωστή.

 

 

 

 

Ναι, ήρθε ο καιρός να σωθεί κάτι από αυτόν τον τόπο που δεν αντιγράφει, που έχει διεθνή μοναδικότητα. Ένα αποτύπωμα του απλού ανθρώπου είναι. Να σώσει λοιπόν τα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων αυτών που κανείς δεν εγνώριζε, και που κανένα βιβλίο δεν θα γράψει ποτέ γι αυτούς. Ένα Μουσείο “αντί” στη μανία της καταστροφής και την παραχάραξη της ιστορίας του τόπου. Να σώσει από τη γενοκτονία ένα σπίτι του “Λάκκου” και μέσα εκεί να στεγάσει “Τα ροζ παράθυρα του Λάκκου”. Αυτά τα στεφάνια των αφανών μαρτύρων των αναστεναγμών και δακρύων, τα ανυπεράσπιστα, τα άστεγα εν ασφυξία αποπνιγμένα. Σε ψάχνουν, θέλουν να βγουν στον αέρα, στο φως του ήλιου. Θέλουν το “υποκείμενο’” να τα ελευθερώσει και να τα λυτρώσει από την καταδίωξή τους και την καταδίκη τους σε μια φυλακή. Θέλουν τον “προστάτη” να στεγαστούν στα “συναξάρια”. Αυτά τα παλίμψηστα, αυτά τα τρυφερά σκουπίδια τα ανυπόληπτα του αιώνιου χώρου, που έχουν λεηλατηθεί από το αρχαίο έγκλημα της σιωπής και τα χείλη της σιωπής βοούν. Σιωπή, θα μας ακούσουν, σιωπή, θα μας προδώσουν οι στίχοι, κανείς να μην το μάθει. Σιωπή, κανείς δεν τα πρόσεξε τα όνειρα της σιωπής σ’ αυτόν τον σιωπηλό δρόμο.

Η μάνα μου είναι η ράφτρα του Λάκκου. Είδα πολλές “πρόβες νυφικού”. Όλα τα κορίτσια έρχονται στο σπίτι μας για να ραφτούν. Ένα κορίτσι με συγκλονίζει. Είναι η Ελληνογαλλίδα Τζένη. Μια θεϊκή ομορφιά. Η μεγαλύτερη περσόνα του Λάκκου. Έκανε τόσα πολλά για τα παιδιά που χάθηκαν στο στοιχειωμένο κόκκινο καλντερίμι της χαμένης αθωότητας. Είναι η μούσα μου. Είναι το οικόσημο του Μουσείου. Είναι στο εξώφυλλο του βιβλίου μου “είμαι ο κανένας”. Εδώ τη ζωγράφισα “καρκινικά”.

 

 

 

 

-Όλα σας τα έργα έχουν το χρώμα και τη μυρωδιά της γης, το άφθαρτο ενάντια στη “φθαρτότητα”.

Δεν ακολουθώ την κλασική τεχνική των χρωμάτων του εμπορίου. Οι δικές μου μπογιές είναι της γης. Τις βρίσκω από τη “χρυσή” Χαλκιδική, ο όρμος της Καλογριάς έχει ωραίες μπογιές. Η Σίμωνος Πέτρα του Αγίου Όρους, η Σαντορίνη έχει όλο το χρωματολόγιο κι ακόμα παραπάνω. Και η Κρήτη. Πώς τα χρωμάτισαν οι Μινωίτες όλα αυτά τα αριστουργήματα; Είναι η περίφημη βιολίφα των ιερών χωμάτων της Κνωσσός, “η αθέατη πλευρά της παράδεισος”.

Τα υλικά μου είναι όλα αυτά που πετούν οι άνθρωποι ως άχρηστα. Ξύλα, οι περίφημοι στύλοι της ΔΕΗ που έχουν εμποτιστεί με λιθανθρακόπισσα και ζουν μια αθάνατη ζωή, οι στύλοι του ΟΤΕ,  επίσης, οι πόρτες και τα παράθυρα. Τι πάνε και πετούν οι άνθρωποι. Πετούν τα γαλλικά παράθυρα,  αυτά τα έργα τέχνης, και βάζουν αλουμινοκατασκευές. Αιώνια θύματα της απάτης οι άνθρωποι. Δεν υπάρχει καλλίτερο υλικό από τη χαρτόκουτα. “Η τέχνη της χαρτόκουτας”, η “γλυπτική επί χάρτου”. Οι “Καππαδόκες” μου. Όλη αυτή η επική σειρά απλώθηκε κατάχαμα σε χαρτόκουτες.

Χρησιμοποιώ και τις τρεις μορφές τέχνης, χωρίς να ξεχωρίζω κάποια. Απλά, όταν κουραστώ με τη γλυπτική, γυρίζω στη ζωγραφική ή τη χαρακτική. Μα πιο πολύ μου αρέσει ο συνδυασμός τους. Όταν συμμετέχουν σε ένα έργο οι δύο απ’ αυτές ή και τρεις, δηλαδή η ζωγραφική, η γλυπτική και η χαρακτική, το αποτέλεσμα εντυπωσιάζει, είναι ολοκληρωμένο, εκπληκτικό να συμβαίνει συχνά.

 

 

 

 

Ένα μεγάλο μέρος της γλυπτικής μου, μετά που τελειώνει, ανοίγω λάκκους στο χώμα και την ενταφιάζω. Βάζω και τα “κτερίσματα”, που είναι φυτικές μπογιές, σκουριές από λαμαρίνες που είναι πεταμένες εδώ κι εκεί και διάφορα άλλα υλικά. Το Καλοκαίρι ποτίζω την ενταφιασμένη γλυπτική, το Χειμώνα βρέχεται. Το αποτέλεσμα είναι συνταρακτικό, γιατί οξειδώνεται. Φανερώνει το παρελθόν μέσα στο σήμερα. Στη γη μένει 2 έως 3 χρόνια. Είναι εκρηκτικός ο τρόπος έκφρασης με πρωτογονισμό ενστικτώδους σοφίας, με νέες θρησκευτικές εικόνες του ονείρου, με λυρικές πράξεις. Είναι με ό,τι γνωρίζω κι όχι με ό,τι βλέπω. Ένα έργο ποίησης, ένα “Αντί” στο όμοιο, του ομοίου, στα όμοια των ομοίων. Ένα “Έπος” που αφηγείται και η δύναμη της αφήγησης υπερβαίνει το ιστορικό γεγονός, το παρακάτω, είναι απροσδόκητο. Φέρνει τον προχρόνο στον μεταχρόνο. Αυτή είναι “Η Ορθόδοξη” γλυπτική μου. Είναι οι περίφημες “πασπαρόπετρες”, που βρίσκω στον κόλπο Μεραμβέλλου, στην Ανατολική Κρήτη, στο Μικρό Βούλισμα.

Στο Μικρό Βούλισμα, ή Ίστρον, ή χρυσή άμμος, υπάρχουν ερείπια Μινωικού οικισμού. Τα μάρμαρα, ίσως του ναού του Βάκχου, κατάπιε η θάλασσα. Στα σπλάχνα της έγιναν βότσαλα, και κάπου κάπου τα ξεβράζει από τα βάθη της στο ακρογιάλι. Είναι “μάτια” αρχαίων Θεών. Με τα βότσαλα αυτά [μαρμαρόπετρες], κάνω τις “Σφραγίδες” μου.

 

 

Μου αρέσει να κάνω εκθέσεις σε μεγάλο χώρο. Όχι μία έκθεση αλλά 2 και 3 και 4 εκθέσεις μαζί. Να υπάρχει ένας διάλογος για το μέλλον φύσης και τέχνης. Για τη διαρκή νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο και του φωτός πάνω στις στάχτες της σκιάς. Να προκαλεί ενεργειακά βαθύτερα στοχαστικά νοήματα, αέναα, μεταβλητά. Να εκπλήσσει, να μαγεύει, να κατεβάζει στο μικρόκοσμο τα ουράνια φαινόμενα, να παρακινεί σε ένα στοχασμό, να προτείνει το καινούργιο. Ένα τέτοιο απέραντο χώρο έχει η Βασιλική του Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο. Στο ένα κλίτος να εκθέτω “Τα ροζ παράθυρα του Λάκκου”, μια επική σειρά “Τετραλογίας” που έχει “Τα πορτραίτα χωρίς πρόσωπο”, “Το κορίτσι με το γαλάζιο κορδελάκι”, “Το κορίτσι με το ρούχο το μεταξωτό”, “Το κορίτσι με το πανέρι και τα λουλούδια…” και τα “Γραμματόσημα στο άλλο κλίτος”, την “Αθέατη πλευρά του άφωτου φωτός”, στο ιερό τους “Καππαδόκες” και στην πλατεία, μεσαίο κλίτος, την “Ορθόδοξη γλυπτική”.

Κι ένα έργο “παρέμβασης” για την καταστροφή, για την καμένη γη που θα αφήσουμε: Σαλιγκάρια πεθαμένα στο νησί Γαύδος, στη σπηλιά της Καλυψώς.

Η ενσωματωμένη ανάγλυφη γλάστρα, πάνω από τους κίονες του Μουσείου, στο υπέρθυρο, με τα κρινάκια της Άνοιξης, και μια μέλισσα, είναι τα δάκρυα της Παναγίας, που κοιτάζουν με λύπη τη γενοκτονία των ψυχών του Λάκκου.

 

 

 

 

    -Δυο λόγια σχετικά με το νέο βιβλίο σας “Είμαι ο κανένας”, “΄Ένα έπος έρωτος και πάθους”, προς κάθε τι Ωραίο και Υψηλό

Επιμύθιο: “Είμαι ο κανένας”. Ο τίτλος του ποιήματος, άλλαξε πολλές φορές. Σκεφτόμουν και “ξανά μανά”, κι όλο μου ερχόταν στερεότυποι τίτλοι. Κάποια στιγμή, ένας τίτλος που με συνεπήρε, ήταν αυτός ο τίτλος, και που τελικά έδωσα στο ποίημά μου. Ο τίτλος είναι αυτοβιογραφικός, έχει ένα μεγάλο εύρος ρόλων να υποδύομαι. Μου αρέσει το “έπος” για τη συνεχή ροή ελεύθερου λόγου. Είναι μια θεατρική παράσταση για “έναν” με πολλά προσωπεία. Μου αρέσει το “έπος” και στην τέχνη.

    Χρειαζόταν να περάσουν χρόνια για να βγουν από τη λήθη οι αδικοχαμένες ψυχές, που άφησαν την τελευταία τους πνοή εκεί στο καλντερίμι του Λάκκου. Να σκύψει κάποιος με αγάπη στον πονεμένο τόπο του μαρτυρίου, παραμερίζοντας τη στάχτη της Άρνας, και με σηματωρό το “άφωτο φως” να περιμαζέψει όσα από τα σκόρπια κομμάτια άφησε ο χρόνος, να επουλώσει τις πληγές με ιάματα γήινα, με χώμα, με νερό και με σκουριά. Έτσι που, “ενάντια στη φθαρτότητα”, να ενώνουν γη και ουρανό, το παρελθόν, τον πριν, τον νυν και τον ερχόμενο καιρό για μια αιωνιότητα στην αέναη συμπαντική κοσμογονία και αστρογένεση.

 

 

 

Ελένη Χωρεάνθη

Παλαιό Φάληρο, 9 Δεκεμβρίου 2022

 


Σχόλια