Έρωτας στα χρόνια του Εμφυλίου

 

 

 

 

 

 

 

Ποίηση: “Έρωτας στα χρόνια του Εμφυλίου”. Της Ελένης Χωρεάνθη

Της Ελένης Χωρεάνθη //

 

 

 

 

Τρία γράμματα / Μία ποιητική σύνθεση

[“…Μια καλημέρα μένει/ Μια κίνηση του ανθρώπου προς τον άνθρωπο/Ένα φιλί δίνει μιαν άλλη διάσταση στο χρόνο/ δίνει διέξοδο στα όνειρα/ κι ήρθα για να σου πω μια καλημέρα/μες απ’ τη γύρη ενός διάφανου πρωινού…”]

Εκείνος

 Αγαπημένη μου

– της έγραφε στο γράμμα –

υπομόνεψε και θα γυρίσω νικητής

Δεν την μπορώ την καταπίεση

το ξέρεις

Στο βουνό εδώ έχει άλλο θεό

έχει μεγάλο ορίζοντα

βλέπεις τον κόσμο πιο μεγάλο

πάει ο νους δυο δρασκελιές πιο πέρα

το σούρουπο δεν σε πλακώνει

 

Αγαπημένη μου

κάπου εκεί στο πίσω μέρος της αυλής

είναι το δέντρο

που φυτέψαμε τον άλλο χρόνο

όταν τραγούδαγαν τ’ αηδόνια στη φτελιά

Αυτό να λογαριάζεις όταν έρχονται τα δίσεκτα

Και να κρεμάς τις έγνοιες σου

όταν θα βλέπεις τα πουλιά να ταξιδεύουν

Είναι οι πίκρες μας μεγάλες

πιο κρύες απ’ τις θάλασσες

και πιο βαθιές απ’ τους ωκεανούς

Είναι και τα βουνά

πιο πάνω από τη θέληση του καθενός

 

Αγαπημένη μου

θυμήσου να κρεμάσεις τη φωτογραφία μου

στον τοίχο πλάι στα εικονίσματα

και μίλα μου

όταν θα βρεις καιρό

με το χαμόγελο που ξέρεις να κερνάς

Σφίξου στον κόρφο σου όταν φωλεύουν τα πουλιά

Μη φεύγεις απ’ τον ύπνο μου

είναι πολύ γλυκό το όνειρο Όσο σε σκέφτομαι δεν νιώθω κούραση

δεν έχω ερημιά

μονάχα ο νους μου λίγο τρυφεραίνει

Κοιμόσουνα

εγώ λαχτάραγα το ξέφωτο

τον ουρανό να βλέπω χωρίς άκρη

Για τούτο πήρα τον ανήφορο και γλίστρησα

στη σιωπή

Ήταν η νύχτα σκοτεινή σαν από πίσσα

και σύρθηκα σκιά έξω

απ’ τον κόσμο που μ’ αρνιόταν

Συδαύλισα και τη φωτιά

να μένει ζωντανή στην ανθρακιά

να μην σβηστεί και ξεπαγιάσουν τα όνειρα

Σου χάιδεψα και τα μαλλιά

κοιμόσουνα

δεν με κατάλαβες

κοιμόσουνα τον πιο βαθύ γλυκό σου ύπνο

εκείνη τη βραδιά.

Σε άφησα στον ύπνο σου και γλίστρησα

σκιά μες στη σιωπή των λυπημένων δέντρων

Άκουγα μοναχά το καρδιοχτύπι μου

και την ψυχή μου που θρηνούσε το ζωντανό

το χωρισμό μας

 

Πότιζε τις τριανταφυλλιές

μην τις μαράνει ο καημός και τις ξεράνει ο πόθος

Έτσι λέω τώρα που η αυλαία έπεσε

κι είμαστε τόσο αλαργινοί

δυο ξένοι

κι είναι μια τρύπα η ψυχή του καθενός

Ξοδεύτηκε πολύς καιρός γι’ ατή τη γνώση

 

Είδα το θάνατο

πολλές φορές να με χλευάζει

με χίλιες γλώσσες να με περιπαίζει

Έχει πολλά βαστάξει τούτο το πετσί

και το κορμί που κουβαλάω στις ερημιές

Και τώρα που σου γράφω

το νιώθω πάνω απ’ τη ζωή μου το θεόρατο

μηδενικό

ένα ποτάμι θάνατο τον κουβαλάω

μια θάλασσα πικρή με περιζώνει

 

Ακούω τον άνεμο

που κλαψουρίζει στις χαράδρες

Βλέπω τη μοναξιά να με ζυγώνει να με κυκλώνει

να με πνίγει

Στο πίσω μέρος του κενού

είναι το σπήλαιο που χάσκει μέσα μου

Μη φεύγεις απ’ τον ύπνο μου

είναι πολύ γλυκό το όνειρο της χαραυγής

μη βιάζεσαι

έχει πολλά τερτίπια η μοναξιά

 

Όταν τα βράδια

παίρνει σάρκα η ερημιά

και περπατάς αερικό πάνω στο δέρμα μου

τρίζουν τα βήματά σου στη σιγή

Κρύψου στον κόρφο μου

Μην μένεις άλλο στον εξώστη

αγαπημένη

θα βραχείς

Φουρτούνιασαν τα μέσα μου

η καρδιά μου κλαίει

Καληνύχτα

 

Εκείνη

 

Δεν φτάνει να κοιτάς τον ουρανό

περιβαλλόμενος την απραξία των ωρών

με μια θαμμένη τύψη μέσα σου

Έφευγες

κι εγώ μετρούσα με νου μου το σκοτάδι

των στιγμών του ενταφιασμού

κι η κλίνη ευωδίαζε της ευφροσύνης

θυμίαμα εξαίσιας συνουσίας των σωμάτων

κι ήρθες με το μουρμουρητό των φύλλων

την ώρα που η πλάση γύρω σιωπά

Μην πεις πως έχει άκρη ο καημός

– από το ένα μισοσκόταδο

στο άλλο

λειτουργεί ο θρήνος –

Λησμόνησα “τον πρίγκιπα των κρίνων”

κι είμαι στον Επιτάφιο των θρήνων

Στα μετερίζια της οδύνης ξενυχτάει ο ύπνος μου

και η πικρή αναμονή

διώχνει το νυχτοπούλι του θανάτου

Είναι το αίμα μου που κλαίει το μισεμό σου

Δεν ακούς

 

Δεν είναι ασπίδα ο μισεμός

για να φυλάει τη σάρκα μου στα στενορύμια

της απαντοχής

Δεν έχει δάκρυα ο πυρετός

που ανεβαίνει μες στις φλέβες μου

Είναι το χάδι σου

καθώς με τύλιγες με μισεμό

κι η δόλια μου η αφή

συδαύλιζε τη μυστική φωτιά

κι άκουγα τον αχό του ποταμού

πίσω απ’ το φράχτη των ονείρων μου

 

Έξω έχει πήξει το σκοτάδι και φυσάει

τρελός βοριάς

βρέχει

Βρέχει και μέσα στην καρδιά μου

μια δυνατή

θρηνητική βροχή

Ουρλιάζει κι ένα αγρίμι στη σπηλιά

και συδαυλίζω τη φωτιά

που έχει φουντώσει στη γωνιά

 

Πες μου λοιπόν την ιστορία

Θέλω να την ακούσω από την αρχή

Κι ας έχει δάκρυα

το όνειρο και ο γλυκασμός έχουν τελειώσει

και δεν ανθίζει το κλαδί της κερασιάς

που γέρνει προς τον ποταμό

ποιος πάει προς το χειρότερο

δεν ξέρω

Μπορείς να δεις πιο κει

απ’ τη ρωγμή που κόβει τον καιρό στα δυο

 

Θα τον ποτίζω το βασιλικό στο παραθύρι

έτσι γι’ ανάμνηση

– εκείνον που φυτέψαμε την άνοιξη

για τον εξορκισμό –

Θα τον θυμάσαι

Έχω να σεργιανίσω τόσα μονοπάτια

και τόσα όρη θλίψης να διαβώ

Είναι πικρή η απαντοχή να σε προσμένω

τώρα που ζεις με τα πουλιά

δεν έχει όνειρα να βολευτείς σ’ ένα σεντούκι

μες στη λήθη

Είναι κι ο ήχος του νερού που ξεκουφαίνει

κι ο ουρανός που ακουμπάει στην προσμονή μου

Δεν έχει δρόμο ο καημός για να σε φτάσω

μέσα στην κάμαρά μας πια καθίζει σιωπή

και φτερουγάει στα φυλλοκάρδια η μοναξιά

“μη με λησμόνει”

ένα τριζόνι μου τρυπάει τη σιωπή της ερημιάς

με την ανεμική φωνούλα του

– τρι τρι τρι τρι τρι τρι τριιιιί – την πάσα νύχτα

Μην πεις πως τρέφομαι με όνειρα

Δεν έχει τόπο να ριζώσουν οι ελπίδες

Όλα τελειώσανε σε μια στιγμή

κι ο χρόνος έκανε ρωγμή

στο άδειο ξύπνημα της μέρας

με το πουλί

που κελαηδούσε δακρυσμένο στη σκεπή

 

Μείνε όπως ήσουν μια φορά

μέσα στο θαλασσί πουκάμισο της μέρας

τότε στην ακροποταμιά

που ο άνεμος μαστίγωνε την ερημιά

που σκέπαζε τον κόσμο

ο ήλιος ζέστανε την κάμαρά μας αναπάντεχα

με την καινούρια μέρα

που ερχόταν κατακόρυφα από τον ουρανό

 

Ως τα Χριστούγεννα

κι ως την Πρωτοχρονιά έχει ο Θεός

Έτσι να λες.

Εκείνος

 

Περπάτησα σπιθαμή

προς σπιθαμή τ’ άγρια βουνά

Πόσα φεγγάρια έχω μετρήσει

δεν θυμάμαι

πόσες κορφές και κορυφογραμμές έχω πατήσει

πού να ξέρω

Είναι πολύ οδυνηρό να βλέπεις τον καιρό

να φεύγει μες από τα χέρια σου

τριζοβολούν τα κόκαλα της μεταμέλειας

Εδώ πάνω

βλέπεις τα πράγματα με καθαρό μυαλό

δεν έχει ομίχλη

τη βλέπεις τη ζωή σου να γλιστράει

προς το ποτάμι

Είναι γιατί το πίστεψα το όνειρο κι είναι μακριά

πολύ μακριά η στράτα μου

Κι εδώ σκοτώνουν τα πουλιά που κελαηδούν

κι αργεί πολύ να ρθει η άνοιξη

 

Θα σου την πω την ιστορία

από την αρχή

Πρέπει να ξέρεις πώς ζυγιάζεται ο καιρός

πάνω απ’ τη μοίρα μας

να μάθεις πώς αντέχει αυτή η γη και δεν βουλιάζει

Πρέπει να μάθεις

να τον κυβερνάς τον πόνο σου

να κρύβεις δάκρυα να ποτίζεις τον αμάραντο

να κρύβεις σπόρους να ταΐζεις τα πουλιά

 

Όμως για να σου πω την ιστορία

από την αρχή

πρέπει να ανεβώ στην κορυφή

να ιδώ τον κόσμο πίσω μου

και τον καιρό

που τρέχει αντίστροφα απ’ τη μνήμη

Είναι μακρύς και δύσβατος ο γυρισμός

Κινήσαμε για την κορφή

και μείναμε μεσοστρατίς ανίδεοι κι αξημέρωτοι

και γελασμένοι

Είναι άπιαστο το όνειρο κι η λευτεριά

μια χούφτα τέφρα

ό,τι απόμεινε από την ορμή

και δεν μπορεί σε τούτη την υγρή σπηλιά

να στεγαστεί

Καταλαβαίνεις

 

Ωστόσο

με παρηγορούνε τα ποτάμια

μ’ εκείνο τον ασίγαστο παλμό και τη ροή τους

Κι όταν τα βράδια παίρνει σάρκα η ερημιά

και περπατάει πάνω στο δέρμα μου

τρίζουν τα βήματά της στη σιγή

σε νιώθω να κοιτάζεις τη ρωγμή που άνοιξε

στο στέρνο μου ο χρόνος

Βλέπω τα μάτια σου υγρά να φωσφορίζουν μες στη νύχτα

κι ακούω τα μοναχικά σου βήματα

να τριβελίζουν τον εξώστη.

 

Βιάσου γλυκιά μου

κρύψου στον άδειο κόρφο σου

μην μένεις άλλο στον εξώστη θα βραχείς

φουρτούνιασε εδώ μέσα η καρδιά μου

Και τώρα που με κυνηγάει ο χρόνος

να σε φτάσω

με πνίγουν οι κορφές των θρασεμένων δέντρων

κι οι χαράδρες των βουνών κόβουν του γυρισμού το δρόμο

ακούω τον άνεμο που κατεβαίνει από τα όρη

Εδώ ο κόσμος πνίγεται στη σιωπή

και το σκοτάδι πέφτει κατακόρυφα στη μνήμη

Κι αυτό που μ’ έφερε εδώ σ’ αυτή την κόχη

δεν έχει νόημα

έχει σαπίσει μες στη μνήμη

έχει ραγίσει κι η απόφαση σαν το γυαλί και με παιδεύει

Όμως δεν έχει δρόμο για το γυρισμό

μη με κοιτάς μ’ αυτή τη θλίψη που σκοτώνει

Δεν γυρίζει πίσω ο ποταμός

Κι όλα τα βάσανα περνούν με τον καιρό

τα συνηθίζεις.

 

Μη μένεις άλλο στον εξώστη

Θα βραχείς

Φουρτούνιασαν τα μέσα μου και η καρδιά κλαίει

Μια καλημέρα μένει

Μια κίνηση του ανθρώπου προς τον άνθρωπο

Ένα φιλί δίνει μιαν άλλη διάσταση στο χρόνο

δίνει διέξοδο στα όνειρα

κι ήρθα για να σου πω μια καλημέρα

μες απ’ τη γύρη του διάφανου πρωινού

Μη μένεις άλλο στον εξώστη

αγαπημένη θα βραχείς

Πλημμύρισε από δάκρυα η ματιά μου

Καλημέρα

 

Παλαιό Φάληρο, 24 Οκτωβρίου 2022

 

 

* Τα “Τρία γράμματα /Μία ποιητική σύνθεση”, είναι η ποιητική μεταφορά του κειμένου με τίτλο “Τα ανεπίδοτα”, β’ μέρους του μυθιστορήματός μου: “Η σκοτεινή αποθήκη”, (Δόμος, Αθήνα 2000) Δημοσιεύθηκαν ως ανεξάρτητο πεζό κείμενο στο Fractal στις 21. 10. 2020.

 

 


Σχόλια