Στην Ελένη, το Γιάννη, τη Δήμητρα
Μια ιστορία παλιά
Η Ευτέρπη κι ο Σταμάτης
– λέει μια παλιά ιστορία
πάθους, έρωτος κι αγάπης –
το ’ριξαν στην ασωτία.
Νιάτα και παρά σκορπάνε,
Στα μπαράκια ξενυχτάνε
κι όσα έρθουν κι όσα πάνε.
Δεν είχαν την ευκαιρία
για να γράψουν ως το τέλος
της αγάπης την πορεία
κι έμεινε μισό το μέλος.
Στα μπαράκια τριγυρνάνε,
νιάτα και παρά σκορπάνε
κι όσα έρθουν κι όσα πάνε.
Η μεγάλη ιστορία
– πάθους, έρωτος κι αγάπης –
βούλιαξε στην ασωτία,
στο φρικτό κατάντημά της.
Μεθυσμένοι κάποιο βράδυ,
μέσα σ’ όνειρο μαγνάδι,
βούτηξαν σ’ ένα πηγάδι.
***
Ο Περικλής
Ο μπεκρής ο Περικλής,
είναι πότης μερακλής,
κάθε βράδυ στα μπαράκια
κατεβάζει ποτηράκια.
Το ’χει ρίξει στο μεθύσι
τον καημό του για να σβήσει.
Θέλει σώνει και καλά
να ξοδεύει τον παρά,
πίνοντας να ξενυχτάει,
να μεθάει και να ξεχνάει
τη σκληρόκαρδη Φανή
που δεν λέει να φανεί.
Τον παράτησε ένα βράδυ
μεθυσμένο στο σκοτάδι
κι έφυγε από το σπίτι
μ’ ένα φίλο του αλήτη.
Και το τσούζει στο μεθύσι
τον καημό του για να σβήσει.
Αχ, μπεκρή μου Περικλή,
κρασοπότη, μερακλή,
τι τον θέλεις τον παρά
αν σε λένε κερατά.
Κι αν το ρίχνεις στο μεθύσει
το μαράζι δεν θα σβήσει.
***
Η Μαρουλού
Άπιστη, ψεύτρα γυναίκα,
κατεργάρα Μαρουλού,
ξενυχτάς με πέντε δέκα
και τρεχοβολάς αλλού.
Με τα σούρτα, με τα φέρτα,
πού το πας φιρί φιρί;
Τριγυρνάς, πίνεις αβέρτα,
“δίνεις ρέστα” σου Ψειρή…
Με κερνάς πικρό φαρμάκι,
κάνεις ό,τι σου καπνίσει.
Μου ’γινες καρφί, σαράκι.
Χρόνος είναι, θα κυλήσει.
Το ’βαλες σκοπό και στόχο,
θέλεις σώνει και καλά,
στο λαιμό να δέσω βρόχο
και να σφίξεις τη θηλιά.
Δεν πάει άλλο. Να το ξέρεις.
Δεν σ’ αντέχω τώρα πια.
Με τα κόλπα θα με φέρεις
στο αμήν, πικρή σουπιά.
Δεν θα βρεις άλλο κορόιδο
να χορεύεις στο ταψί.
Μ’ όλους τα ’χεις κάνει ρόιδο,
βρε μαργιόλα μελαψή.
Άκου με, στο ξαναλέω:
δεν μασάω πια ψέματα.
Δεν αξίζεις πια να κλαίω,
και να ’χω μπερδέματα.
Τώρα σου σφαλνώ την πόρτα,
τέρμα τα καμώματα.
Πάρε τα σοκάκια βόλτα,
ρίξε αλλού δολώματα.
***
Κορίτσι από τα Σάλωνα
Κορίτσι από τα Σάλωνα,
ορκίζομαι, θα μάλωνα
για σε και με τη μάνα μου,
πανέμορφη Σουλτάνα μου.
Σ’ είδα και σ’ ερωτεύτηκα,
μα το φαρμάκι γεύτηκα.
Εσύ δεν καταδέχτηκες
και μ’ άλλονε παντρεύτηκες.
Κορίτσι από τα Σάλωνα,
ξέχασες πώς σκαρφάλωνα
τις νύχτες στο μπαλκόνι σου
και μου ’ριχνες τη ζώνη σου.
Για τίποτα δεν γνοιάζεσαι
και μ’ άλλονε μοιράζεσαι
τις μέρες και τις νύχτες σου,
τις ώρες τα ξενύχτια σου.
Τώρα πλαγιάζεις μ’ άλλονε,
– καημέ μου, εσύ μεγάλωνε –
να γίνεις κυπαρίσσι
για το τρελό κορίτσι…
***
Η Σταμάτα
Ήταν όμορφη η Σταμάτα,
είχε όνειρα, είχε νιάτα.
Μα ερωτεύτηκε κομμάτι
έναν παραλή ακαμάτη.
Έρωτας, ξάπλα και σχόλη
ήταν η ζωή τους όλη.
Ο ακαμάτης όλο εκέρνα
μέρα νύχτα στην ταβέρνα.
Μα για… άλλης το χατίρι
το ’χε ρίξει στο ποτήρι.
Και κατάντησε μπερμπάντης
και μπεκρής ο ακαμάτης.
Πικραμένη, απατημένη
μένει χήρα η παινεμένη
μια καταραμένη Τρίτη
να θρηνεί το μακαρίτη.
Κι αποφάσισε η μαύρη
μοναχή την άκρη να ’βρει.
Και μια νύχτα η Σταμάτα
“κρίμα”, είπε, “τέτοια νιάτα
για χατίρι του ακαμάτη
να τα θάβω αμανάτι
μες στα άχαρα τα μαύρα
και στην άσωστη ανάβρα”.
Μέσα στην απελπισιά της
ξεπουλάει την ομορφιά της
και μετράει κάθε διαβάτη
πόσο αξίζει, με το μάτι.
***
Οι παλιόφιλοι
Συναντήθηκαν δυο φίλοι
στην Ομόνοια κάποιο δείλι,
και για τα παλιά μιλούσαν,
έκλαιγαν κι αναπολούσαν:
–Τη θυμάσαι, βρε Σαΐνη,
την πανέμορφη Ισμήνη
με τα γαλανά τα μάτια
και τ’ ατέλειωτα γινάτια;
Την καρδούλα μου κομμάτια
μου ’χε κάνει με τα μάτια.
Μου την πήρε κάποιος άλλος,
ένας ψεύτης πιο μεγάλος.
–Βρε ξενύχτη, λες αλήθεια
ή μου πλάθεις παραμύθια;
Σ’ άλλον είχε εκείνη βλέψεις.
Φίλε, πώς να το μαντέψεις;
Είμαι εγώ αυτός ο άλλος,
ο ηλίθιος, ο μεγάλος.
Είμαι εγώ που σου μιλάω
και πικρά χαμογελάω.
–Είμαστε δυο μπατιράκια
στης Αθήνας τα μπαράκια.
Βίβα! Ας πιούμε το φαρμάκι
για της ψεύτρας το μεράκι.
***
Παλαιό Φάληρο, Νοέμβριος του 2002
*Πρώτη δημοσίευση
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου