Παρεπόμενα του Ελληνοϊταλικού πολέμου
Της Ελένης Χωρεάνθη //
Παρεπόμενα του Ελληνοϊταλικού πολέμου
Ένας Ιταλός αξιωματικός στο σπίτι μας
Ο πόλεμος στο Μέτωπο τυπικά είχε μόλις τελειώσει, έφυγαν οι Γερμαναράδες, αφού ρήμαξαν τον τόπο κι έσπειραν τον τρόμο με τις εκτελέσεις αθώων καθημερινών ανθρώπων, έμειναν οι Ιταλοί του Μουσολίνι ν’ αποτελειώσουν τον πόλεμο που ο Ντούτσε αναίτια μας είχε κηρύξει. Γύριζαν παντού ιταλικά αποσπάσματα κι έκαναν, περισσότερο τυπικά. “εκκαθαρίσεις”. Ήρθε και στο χωριό μας ένα απόσπασμα. Θυμάμαι πολύ καλά τα γεγονότα εκείνης της κρύας χειμωνιάτικης νύχτας κι ας ήμουν μια οργιά άνθρωπος, μια “κατσαρίδα”, όπως με έλεγε ο Έλληνας διερμηνέας των Ιταλών.
“…Η μάνα έκλαιγε όλο το βράδυ. Έξω πάλι έβρεχε. Το ιταλικό απόσπασμα, μαζί με το φόβο και την απειλή, είχε, θαρρείς, κουβαλήσει και μια σκοτεινιά θεοσκότεινη. Η μάνα έκλαιγε. Σκέπαζε με τη χόβολη τη γάστρα κι έκλαιγε. Σκούπιζε με την μπροστοποδιά τα δάκρυά της και σκέπαζε το ψωμί στη γάστρα με τη χόβολη. Σκούπιζε τον ιδρώτα που αυλάκωνε το πρόωρα ρυτιδωμένο μέτωπό της με το μανίκι της κι έκλαιγε βουβά. Και κάπου κάπου αναστέναζε. Μπορεί και να καταριόταν τη μοίρα της, τον Ιταλό, τον πόλεμο, το ληστή, τον μπάρμπα μου που “κολονιαζόταν ως τα γέρα του, αυτός χάλασε το σπίτι”, έλεγε η μάνα, το πατρικό της εννοούσε. Ποιος ξέρει.
Μέσα στη σάλα οι αξιωματικοί σπάζανε καρύδια, έπιναν φρέσκο ρακί, αστειεύονταν στη γλώσσα τους και γελούσαν. Ήταν πρόεδρος ο πατέρας μου κι ήταν υποχρεωμένος να τους “φιλοξενήσει”, για να μην πειράξουν το χωριό. Είχαν έρθει για περιπολία. Το αντάρτικο έδινε κι έπαιρνε στα βουνά. Ήταν προτού έρθουν οι Εγγλέζοι με τις λίρες.
Η μάνα έκλαιγε στο μαγειρειό. Ο πατέρας κερνούσε αγάντα κρασί, μετά από το ρακί. Στο φούρνο ψηνόταν το αρνί με τις πατάτες, Η μάνα έκλαιγε. Αφού ήπιανε αρκετά, ο αξιωματικός ρώτησε το διερμηνέα, έναν κοντόχοντρο Αγρινιώτη με κατακόκκινα σαν καρπουζόφετες μάγουλα και δυο μάτια τόσα δα, ίσαμε κεφάλια από καρφιά, Κόκκινο, θαρρώ τον λέγανε:
“Πού είναι η κυρία του σπιτιού που μας περιποιείται;”
Ο Κόκκινος τον οδήγησε στο μαγειρειό. Η μάνα έκλαιγε και καταριόταν, κατακόκκινη από την πυρά.
“ Γιατί κλαίει η κυρία;” ρώτησε ο Ιταλός. “Τι έχει;”
“Εσείς τρώτε και πίνετε μες στο σπίτι μου, να του πεις, κι οδικός μου αδερφός, ο γκαρδιακός, έναν είχα, είναι στη φυλακή στο Βραχώρ’. Μπορεί και να μη ζει. Αυτό να του πεις, αφού θέλει να μάθει”, είπε, σκουπίζοντας τα δάκρυά της.
Ο Ιταλός αξιωματικός άφησε το ποτήρι με το κρασί που κρατούσε πάνω στο τζάκι και ακούμπησε ελαφρά τη μάνα μου στην πλάτη. Γύρισε μετά στο διερμηνέα του:
“Πολύ κακό. Εμείς να τρώμε και να πίνουμε στο σπίτι της κυρίας και φρατέλο της να βρίσκεται στη φυλακή; Μην κλαίει. Εγώ μόλις φτάσω κάτω, δώσω αμέσως εντολή, αμέσως ελευθερώσω φρατέλο!”
Πικρογέλασε η μάνα.
“Αύριο θα να ‘ναι αργά. Δεν θα ζει ο αδερφός μου”, είπε και ανακάτωσε τη χόβολη στη γάστρα. “Αύριο ποιος θα είναι ζωντανός”, συμπλήρωσε και σκούπισε τα δάκρυα με την ποδιά της.
Δάκρυσε ο Ιταλός. Πήρε το ποτήρι του από το τζάκι, το σήκωσε ψηλά κι έχυσε το κρασί στη φωτιά:
“Ιταλό αξιωματικό έχει καρδιά, έχει φρατέλος…, εγώ χυθεί έτσι αίμα μου, αν δεν ελευθερώσω φρατέλο. Μην κλαίει”.
Πήγε στη σάλα, έπιασε τον ασύρματο κι έδωσε εντολή να τον αφήσουν ελεύθερο. Και τον άφησαν την ίδια στιγμή. ΄Ομως ο Αντρέας μπορεί να μην έμαθε ποτέ πώς γλύτωσε. Ο Αντρέας ο “πικρός αδερφός” της μάνας μου, ανηφόριζε ολονυχτίς και δεν πίστευε πως είναι ελεύθερος. Έψαχνε το κεφάλι του για να βεβαιωθεί πως είναι στη θέση του. Και η μάνα που δεν πίστευε στα λόγια του εχθρού, μαγείρευε όλη τη νύχτα κι έκλαιγε. Σερβίριζε κι έκλαιγε. Δεν προσευχόταν. Καταριόταν τον πόλεμο, μόλις που είχε γυρίσει ο πατέρας.
Ο Αντρέας σώθηκε σχεδόν από θαύμα. Η μάνα έπαιξε κορώνα γράμματα το κεφάλι της και τα τα δικά μας, των παιδιών και του πατέρα μας για τον αδερφό της, που κουβαλούσε πυρομαχικά για τους αντάρτες του βουνού, με φορτωμένα μουλάρια, με πράγματα δήθεν για το μαγαζί. Είχε μυηθεί στο σοσιαλισμό στη Φυλακή. Μαζί με τα γράμματα που έμαθε, μυήθηκε στο κίνημα. Τα είχε καλά και με τους χωροφύλακες. Κανέναν δεν πρόδωσε. Ήταν έντιμος και πιστός φίλος. Τον ήξερε η μάνα τον αδερφό της. Εκείνο που δεν κατάλαβε ποτέ, ήταν πως ο Αντρέας “κυνηγούσε σκόρπια πουλιά” σε όλη του ζωή ώσπου έγινε κι ο ίδιος πουλί, αητός και πέταξε στα βουνά.
Έφυγε μιαν άλλη νύχτα, ποιος ξέρει από ποια ανάγκη ή απειλή, δρασκέλισε τον κόσμο που κοιμόταν βαριά τη νύχτα που πήρε την απόφαση να σμίξει με τους αντάρτες του βουνού. Κανείς δεν τον πήρε είδηση. Έξω φυσομανούσε, μάνιαζε ο καιρός. Το ποτάμι βούιζε άγρια. Εκείνος πέταξε χαρούμενος πίσω από τ’ αγριοπούλια. Ο Αντρέας ήτανε λεύτερο πουλί και ήταν για ανοιχτούς ορίζοντες. Πνιγόταν. Δεν άντεχε την καθημερινότητα. Μόνο ο πατέρας το είχε καταλάβει πως ο Αντρέας κυνηγούσε σκόρπια πουλιά, ιδέες που δεν πραγματοποιήθηκαν, που δεν θα πραγματοποιηθούν.
“Αγαπημένη, υπομόνευε, και θα γυρίσω νικητής”, έγραφε στη Χριστίνα, τη γυναίκα του σε γράμματα που έμεινα “ανεπίδοτα”.
Ο Αντρέας δεν ξαναγύρισε. Έμεινε για πάντα στο βουνό κυνηγώντας “σκόρπια πουλιά”, τη λευτεριά, τον ήλιο, την ξαστεριά.
Η μάνα έφυγε με την ελπίδα πως θα γυρίσει ο αδερφός της. Έτσι δεν έμαθε ποτέ ότι “σκοτώθηκε πολεμώντας, πως πέθανε μαζί με τα πουλιά που κυνηγούσε, μαζί με τα όνειρα, τις ελπίδες, τον αγώνα για μια καλύτερη ζωή.
Πάνε από τότε τόσα χρόνια…”
1. *Απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου “Η σκοτεινή αποθήκη”
Υ. Γ. Στη φωτογραφία: Το σπίτι στο χωριό όπου γεννηθήκαμε, όπως είναι ανακαινισμένο τώρα και δεξιά το άριστα διατηρημένο Δημοτικό σχολείο της δεκαετίας του 1930, όπου πρωτοπήγα το 1945 στη Δευτέρα τάξη. Είχα μάθει να διαβάζω από τη μεγαλύτερη αδερφή μου, τη Μαρία, κι ο Δάσκαλος με έγραψε στη Δευτέρα. Κι από την Τρίτη τάξη με προβίβασε στην Πέμπτη. Κι εγώ έκλαιγα που “έχασα” και την Τετάρτη. Δεν θα ήμουν το “παιδί θαύμα” – τότε δεν τα ξέρανε αυτά- αλλά επειδή είχα χάσει δύο χρόνια εξαιτίας του πολέμου που το σχολείο είχε κλείσει. Το σημειώνω εδώ, ως στοιχείο αυτοβιογραφικό.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου