Χρώματα και έξι ακόμα ποιήματα

 

 



 

Σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία/ποίηση
Ελένη Χωρεάνθη
🟣 Χρώματα*/και άλλα έξι ποιήματα
Δος μου λίγο χρόνο να σιαχτώ,
φως μες στο γυαλί να κοιταχτώ,
με ανθούς τη γύμνια μου να ντύσω
και πουλιά στην πέτρα να κεντήσω.

Κόκκινο και μαύρο, βιολετί.
Πόσα ακόμα η ζωή μου απαιτεί;
Θέλει τόπο η μνήμη να σταθεί,
στο βυθό της λήθης μη χαθεί.

Πιάσε μου το χέρι, κράτησέ με,
να ‘βρω της αγάπης τη γραμμή.
Κι αν το θέλεις, πάλι, μίσησέ με,
βρες μιαν όποια να ‘ναι αφορμή.

Ο καιρός περνάει και δεν γυρίζει,
μένουν οι καημοί στην κουπαστή.
Βάνω την ελπίδα μετερίζι,
ξάρτι η αγάπη να πιαστεί.
2000

🟣 Επί ξύλου

“...Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…”
Κάπου, στο πίσω μέρος του μυαλού,
στο ρημαγμένο σπήλαιο της ψυχής,
ωσάν σε όρμο απόκρυφου γιαλού,
ευωδιά ο ανθός μιας ενοχής.

Εκεί, σε μιαν απόμερη ακτή,
μέσα στο αίμα βουτηγμένο
απ' της αγάπης την Πεντηκοστή,
μένει ένα αντίδωρο αγιασμένο

να κοινωνούν όσοι αγάπησαν πολύ
κι έμεινε η καρδιά σακατεμένη,
μια πληγή που αιμορραγεί, μα δε βολεί
να επουλωθεί κι όλο βαθαίνει.

Κι όπως σταλάζει σιγανά η βροχή
απ’ των δακρύων μας τη βρύση,
γλυκά η ψυχή αναπολεί μιαν εποχή
που ο έρωτας πηγή είχε αναβρύσει.

Καθώς πληθαίνει των δακρύων η ροή
και η ψυχή φυλλορροεί, αναθυμάται
δείπνα ερώτων μυστικά κι αναριγεί
και «επί ξύλου» η καρδιά «κρεμάται».
Αθήνα, 1999 / Παλαιό Φάληρο,11- 1- 2021

🟣 Πικρή σαμπάνια

Για μια νύχτα αγάπης τρυφηλή,
έχυσα θολό και μαύρο δάκρυ
στου πικρού καημού σου το γυαλί
κι έφτασα στης κόλασης την άκρη.

Μέσα σε καθρέφτη ραγισμένο,
είδα του προσώπου μου τη γύμνια.
Φαίνεται μου ήτανε γραμμένο
απ’ της μοίρας τα πολλά τσαλίμια.

Ντύθηκα χλαμύδα πορφυρή,
να καλύψω της ψυχής μου την ορφάνια
κι ήπια μονορούφι την πικρή,
της πρωτοχρονιάς σου τη σαμπάνια.

Έφτασα στης κόλασης την άκρη
απ’ τ’ αρίφνητά μου πάθη
κι έχυσα της πικρουλιάς το δάκρυ,
για τα αμέτρητά μου λάθη.

🟣 Περισυλλογή

Τι να τα κάνεις τα λειψά τα προσιτά,
τα τετριμμένα, τα πεζά, τα αδιέξοδα,
ξοδεύοντας καιρό στα περιττά,
στο βόλεμα, στους τύπους, στα ανέξοδα.

Μας παίζει άσχημα παιγνίδια ο καιρός,
χάσαμε το ρυθμό στο αναμέτρημα.
Ο κόσμος είναι άγριος, βλοσυρός.
Ξεμείναμε μεσοστρατίς στο ενδιαίτημα.

Ο ταλαιπωρημένος χρόνια στοχασμός,
σκοντάφτει ανήμπορος σε κάθε κίνημα
κι ακολουθεί του κόσμου χαλασμός.
Κι όμως ήταν γενναίο το ξεκίνημα.

🟣Παράπονο

Με πνίγει το παράπονο,
το παραθύρι αφήνω.
Είναι η καρδιά μου αδειανή
και θλίψη καταπίνω.

Έξω βοριάς και αστραπές,
τον κόσμο έχουν ρημάξει
οι βροχοπτώσεις άσπονδες.
Τα πάντα έχουν αλλάξει.

Μπρος μου απλώνεται γκρεμός
κι ένα βαθύ σκοτάδι.
Κουράστηκα να περπατώ
να ψάχνω για σημάδι.

Nα δραπετεύω στο κενό,
o τρόμος με παγώνει
μες σ’ ένα όνειρο στενό,
που πάει και δεν τελειώνει.

Βάλτωσα στα οράματα
και στις προοπτικές
και μένω στα προγράμματα
με τις αποσκευές.

Χωρίς καμιά απαντοχή
μόνο με παρασόλι,
οδεύω πάντα στη βροχή
κάθε γιορτή και σκόλη.

Έχω μουσκέψει ως την ψυχή
κι ως μέσα στο μεδούλι.
Μ’ έχει πονέσει η αμυχή
-του μόχθου παραπούλι-

Μεγάλωσαν οι φθονερές,
οι ώρες της οδύνης
και χάνονται οι απαντοχές
στο μάκρος της ευθύνης.

Θέλω να βγω στο ξέφωτο,
λιγάκι ν’ ανασάνω.
Βιάζομαι, δεν έχω καιρό
επιλογές να κάνω.
Παλαιό Φάληρο 10-12-2010 / 19 - 4 - 2011

🟣Ένα ασήμαντο συμβάν

Ένα ασήμαντο, τυχαίο συμβάν
του είχε ανακόψει την πορεία
κι έμεινε πίσω από το παραβάν
και τον προσπέρασε η ιστορία.

Έζησε ξεχασμένος, μοναχός
μακριά απ' τον κόσμο σε μια σκήτη
κι έφτανε ώς εκείνον ο αχός
από του ρεύματος την κοίτη.

Εξήντα τόσα χρόνια στο καράβι
μιας θλιβερής αποσταμένης ουτοπίας,
δίχως να πάψει ούτε στιγμή να θάβει
μέσα του τον καημό μιας απουσίας.

Κεντούσανε οι στάλες της βροχής
στα κράσπεδα της μνήμης ιστορίες
αγάπης μιας αρχαίας ενοχής
όταν οι Έλληνες κουρσεύανε τις Τροίες.

Πάνω στη φλούδα του καιρού η απορία
χορεύοντας με της βροχής τις στάλες
και μ' ένα τίναγμα φτερού η καρτερία
σκορπούσε θλιβερές των θρήνων τις κροκάλες.

Ένα ασήμαντο, μηδαμινό συμβάν
τον έριξε άναυλο σε μια βραχονησίδα
κι έμεινε πίσω απ' της ζωής το παραβάν
ως ναυαγός στου ολέθρου τη σανίδα.

Πέρασαν χρόνια, δίσεκτοι καιροί
κι εκείνος στο βυθό της αγωνίας
έλιωσε μοναχός σαν το κερί
βουλιάζοντας στο φως της αγρυπνίας.

Ένα ασήμαντο στο βίο του συμβάν
έγινε αιτία να χαθεί μια ευκαιρία
κι έμεινε πίσω από το παραβάν
να ροκανίζει νοσταλγός την απορία.

🟣Τι ζητάς*

Τι, ψυχή μου, ζητάς
στο σκοτάδι να δεις,
τι γυρεύεις, πού πας,
ποιον πλανιέσαι να βρεις;

Τι στη νύχτα ακλουθάς,
τι, ψυχή μου, ποθείς
στο σκοτάδι και πας
και κατόπι θρηνείς;

Μια φεύγεις, μα πάλι
γυρίζεις ξανά,
σαν κάτι -ναι- αγάλι
σφιχτά σε να τραβά;

Αχ, τι να ‘ναι αυτό
που εμένα καλεί;
Κι ό, τι εγώ λαχταρώ,
δεν υπάρχει. Γιατί;

* Το αρχαιότερο ή ένα από πρώτα μου ποιήματα.
Και τα εφτά ποιήματα είναι από τη συλλογή
ποιημάτων “Στα περιθώρια της λύπης”
Σχέδιο εξωφύλλου και κοσμήματα: Verina Horeanthi
Εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2021

Σχόλια