Απολογια, Δύο ποιήματα 15 και 16

 

 Κώστας  Χωρεάνθης, Συλλογή: Απολογία
               Δύο ποιήματα *
                         15
Πάνω στα βλέφαρα κοιμήθηκεν η νύχτα.
Σε ποια μεριά της γης σαπίζουν τ’ άσπρα κόκαλά μας
δαρμένα απ’ τη βροχή
ή μες στη θάλασσα τυραννισμένα από το κύμα.
Σε ποια μεριά της γης είναι η πατρίδα μας
που τ’ όνομά της κρέμεται σ’ επιγραφές αδιεξόδων
και κουβαλάει στα φτερά των φθόγγων του τη σκοτωμένη μνήμη.
Πάνω στα βλέφαρα αναπαύτηκεν η νύχτα.
Χρυσές πλαγιές με θάμνα και χορτάρι
μυρίζοντας ξινά το θερισμό
βαθουλωμένο μονοπάτι απ’ την οπλή
κ’ υγρό ρουθούνισμα για τους ανήφορους της δίψας.
Περιβολάκι δροσερό που φέγγεις μες στα σπλάχνα μας
πατρίδα μας τρεμάμενη σε δάκρυ
κι ο πρόγονος μες στα φαρδιά του ρούχα που χωρούν
χειρονομίες αμέτρητες σαν κύματα
με τη γυναίκα πλάι του που μόλις βγήκε απ’ τ’ αργαλειό
με ήλιου σκιά να βάφει την ποδιά της.
Πάνω στα βλέφαρα κοιμήθηκεν η νύχτα
μα ήταν τα μάτια μας ορθάνοιχτα
γυρεύοντας το μονοπάτι
μας κοίμιζε ο ύπνος μ’ ανοιγμένα βλέφαρα
κι απ’ της ανάγκης τις ραγισματιές ονείρατα φυτρώναν
που είχε φυτέψει η τίση άλλου καιρού.
1974
                           16
Ο αλλοτινός καιρός είχε φορέσει την εκδίκηση
περίμενε στ’ ανήμπορο κατώφλι.
Πατρίδες που κοιμήθηκαν μες την ψυχή ξυπνήσαν
ανέτειλαν κορφές στρογγυλεμένες απ’ την έγνοια
μικρές κοιλάδες οργωμένες
κι άλλες με κουμαριές που μαύρισαν κοτσύφια
τ’ αλέτρι γράφει την εκδίκηση.
Περνά απ’ το μονοπάτι κουρελιάρης γέρος
στη συγκατάβασή του ξεψυχούνε τα σκυλιά
διαβαίνει μες τα μέγαρα
κ’ η εικόνα η πρώτη ανάβει στην καρδιά του
τότε που εγκαταλείποντας τη νιότη
χάθηκε μέσα στους δρυμούς
ο αλλοτινός καιρός προσμένει την εκδίκηση.
Στ’ ανήμπορο κατώφλι
ξάγρυπνα μάτια
ανέγγιχτα από το πασπάλισμα της νύχτας
περνούν μπροστά τους όνειρα
και μια πατρίδα μακρινή μια ανήμπορη Αφροδίτη
σακατεμένη από τον Ενάλιο
ο αιώνας την αγγίζει μ’ άδειο βλέμμα
παραξενεύεται πως ανασαίνει ακόμα.
Ο αλλοτινός καιρός απάνω στο κατώφλι
κι όνειρα αξήγητα στα ρημαγμένα μάτια
πατρίδα των αφανισμών
στην άκρη τ’ ουρανού ανατέλλει.
                                                   Αθήνα, 1974
                                 
* Δύο ποιήματα του Κώστα Χωρεάνθη
Πρόκειται για τα δύο τελευταία άτιτλα ποιήματα, 15 και 16, της συλλογής 16 ποιημάτων με τίτλο “ΑΠΟΛΟΓΙΑ”, αριθμημένων από 1 ως και 16, που άρχισαν να γράφονται την άνοιξη του 1967, με την επιβολή της Χούντας των συνταγματαρχών και ολοκληρώ - θηκαν το 1974, όταν αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία στη Χώρα. Είναι ενδεικτικοί οι δύο τελευταίοι στίχοι:
“...πατρίδα των αφανισμών /στην άκρη τ’ ουρανού ανατέλλει”.
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, Αθήνα 1975
                                   
Υ.Γ.:Μικρό αφιέρωμα μνήμης με τη συμπλήρωση 26 χρόνων από την εκδημία του (28. 9.1996/ 28. 9. 2022)
                                    
Ο Κώστας Χωρεάνθης, αντικειμενικά, ήταν από τους ελάχιστους έντιμους ανθρώπους, που συνάντησα στη ζωή μου, διανοούμενους ποιητές, συγγραφείς, ήταν ομηριστής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφραστής αρχαίων και Γάλλων συγγραφέων. Σίγουρα, η απουσία του, δεν αφορά μόνο την οικογένειά του, αλλά την έρημη την Παιδεία  και τα Γράμματά μας. Εκτός από εκδομένα βιβλία του, υπάρχει μεγάλο ανέκδοτο ποιητικό, δοκιμιακό και μεταφραστικό έργο.














 

Σχόλια