Ο αποχαιρετισμός της Ιφιγένειας

Ω, χαίρε, φως γλυκύτατο! 

Ο αποχαιρετισμός της Ιφιγένειας

Της Ελένης Χωρεάνθη //

Ω, χαίρε, φως γλυκύτατο! Ο αποχαιρετισμός της Ιφιγένειας 

 

 

 

 

“…΄Ο,τι κι αν λένε για πατρίδα και τιμή κι υπόληψη, όποιος το θάνατο επιθυμεί, είναι τρελός.

Θα προτιμούσα μια πικρή ζωή, παρά ένα θάνατο γλυκό. Κι όπως εμένα η καρδιά μου λέει,

είναι το φως πολύ γλυκό κι ο θάνατος σκοτάδι…”

 

Αλίμονο σε μένα, μητέρα.

Μαζί να κλαίμε τη μοίρα μάς έλαχε

και δεν υπάρχει πλέον ελπίδα για μένα

ούτε του ήλιου ετούτο το φέγγος.

*

Καταραμένη χιονισμένη χαράδρα των Φρυγών

και όρη της Ίδης,

όπου ο Πρίαμος κάποτε τον Πάρη

που Ιδαίο τον είπαν,

απαλό βρέφος πέταξε για να πεθάνει

χωρίζοντάς τον απ’ τη μητέρα του.

*

Μακάρι ποτέ να μην ήταν βουκόλος

ο Πάρις Αλέξανδρος στα βουνά

και να μη ζούσε ποτέ με τα βόδια

σιμά στων Νυμφών τις κρουσταλλένιες πηγές

και στα λιβάδια

που τρυφερά θάλλουν βλαστάρια

και ρόδα και άνθη υακίνθινα κόβουν οι θεές.

 

Εκεί όπου κάποτε μαλώνοντας

έφτασαν τρεις θεές:

η Αθηνά, η δολόπλόκα η Κύπριδα και η Ήρα

με τον Ερμή, το αγγελιαφόρο του Δία,

καυχώμενες:

για τα ερωτικά της η Κύπριδα,

για το κοντάρι της η θεά Αθηνά Παλλάδα

και για το που κοιμόταν στο βασιλικό κρεβάτι

με τον άντρα της το βασιλιά το Δία η Ήρα,

μαλώνοντας φρικτά για τα πρωτεία τάχα στην ομορφιά,

για το θάνατό μου την Άρτεμη προκαλούσαν

που τώρα άνεμο ούριο εκείνη θα φέρει

και θα σαλπάρουν στην Τροία των Ελλήνων τα πλοία,

γιατί έτσι το θέλει η Άρτεμη, μανούλα μου,

κι εκείνος που με γέννησε,

έφυγε, μάνα μου,

με παράτησε μόνη, παντέρημη.

 

Ω, η δυστυχισμένη εγώ,

φαρμακερή που είδα την Ελένη,

χάνομαι,

θανατώνομαι,

σφαγιάζομαι

από τ’ ανόσια του πατέρα τα χέρια.

*

Μακάρι να μην είχε δεχτεί

στους όρμους της η Αυλίδα τα πλοία τα χαλκέμβολα,

το στόλο τον ελάτινο που πάει στην Τροία

κι ο Δίας να μην έστελνε στον Εύριπο

ενάντιους ανέμους

που άλλους ευνοούν κι άλλους παιδεύουν.

 

Αχ, πόσο πολυβάσανο,

πόσο πολύμοχθο είναι το γένος των ανθρώπων

και η μοίρα σκληρή

να γνωρίζουν οι θνητοί το τι τους περιμένει.

Αχ, αχ! μεγάλα πάθη,

μεγάλες συμφορές προξένησες στους Δαναούς,

καταραμένη κόρη του Τυνδάρεω.

*

Φέρτε με στο βωμό σιμά εμένα

που τα κάστρα των Φρυγών θα καταλύσω.

Φέρτε στεφάνια

να στολίσω τα ξανθά μου τα μαλλιά.

Ελάτε γύρω από τον ιερό ναό,

φέρτε νερό,

φέρτε κρασί για τη σπονδή

κι εκεί το αίμα το δικό μου ας σταλάζει

αφού η θεά η Άρτεμη προστάζει.

 

Ω, σεβαστή μητέρα, σεβαστή μου,

να σου προσφέρω δάκρυα δεν σου πρέπει,

δάκρυα δεν ταιριάζουν στις θυσίες.

 

Αλί, αλί!

Κορίτσια της Χαλκίδας, μπρός!

Δοξολογείστε τη θεά όλες μαζί,

εδώ στ’ αυλιδικά νερά,

το θάνατό μου καρτερούνε οι στρατοί

για να σαλπάρουν προς την Τροία.

 

Ω, γη μου ιερή Πελασγική,

πολύχρυση Μυκήνα,

ήρθε η στιγμή, σ’ αφήνω γειά,

εσένα που με ανάθρεψες να γίνω δόξα της Ελλάδας

τώρα για σένα εγώ και τη ζωή μου δίνω.

 

Χαίρετε σεις,

όρθια βουνά και κάμποι της πατρίδας,

χαίρε, ημέρα του θεού με φως στεφανωμένη,

εγώ θα πάω σ’ άλλη γη,

άλλη ζωή αλλού να κατοικήσω.

Ω, χαίρε φως γλυκύτατο,

παντοτινά σ΄ αφήνω”,

 

είπε αποχαιρετώντας τη ζωή που δεν έζησε κι απομακρύνθηκε από τις γυναίκες που την παράστεκαν τις τελευταίες στιγμές της ζωής της. Σε λίγο χάθηκε κι από τα μάτια τους.

Κι απόμειναν να κοιτάζουν το φριχτό κενό που άφησε πίσω της, τον άδειο δρόμο της θυσίας.

 

 

 

* Απόσπασμα από την Τραγωδία του Ευριπίδη “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”.

Ελένη Χωρεάνθη: Μετάφραση, μυθιστορηματική διασκευή, βιβλίο 4.

Εκδόσεις: 24γράμματα/Γιώργος Δαμιανός, Αθήνα 2021.

 

 

 

 

 

Σχόλια