Σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία/ διήγημα
Ελένη Χωρεάνθη
Σαν σήμερα 5 χρόνια πριν
Ευχαριστώ
παρά πολύ την καταξιωμένη δημοσιογράφο, εξαιρετική ποιήτρια και
πεζογράφο, Ελένη Γκίκα και τη φιλόξενη εφημερίδα "Φιλελεύθρος" για την
τιμή που μου επιφύλαξαν να εντάξουν για δημοσίευση στη σειρά "Ένα Χρυσό
Καλοκαίρι......" το διήγημά μου: "Η Ξανθίππη εξομολογείται" ή, ο δικός
μου τίτλος:


Πολλά
χρόνια τριβελίζει το μυαλό μου αυτή η σκέψη: Δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει
άλλη γυναίκα στον κόσμο τόσο ανυπεράσπιστη στην κακογλωσσιά του κόσμου,
όσο εγώ, η Ξανθίππη. Και κάθομαι και σκέφτομαι: Τι κακό έκανα. Ποιον
έβλαψα.
Αλλά τι
λέω τώρα; Γυναίκες είμαστε. Ό, τι θέλουν μας κάνουν! Εμένα άλλο με
προβληματίζει: Τι του βρίσκουν αυτά τα όμορφα πλουσιόπαιδα και τρέχουν
πίσω από τον άντρα μου. Θα μου πεις, εσύ πώς ανέχεσαι, γυναίκα, την
απλυσιά, την ασχήμια του, μια Ξανθίππη το γένος Λαμπροκλέους; Άλλο εγώ.
Η καρδούλα μου το ξέρει πώς τον παλεύω τον καιρό. Τι θέλεις να κάνω,
εσύ που με κατηγορείς; Να τον χωρίσω; Ένας λόγος είναι. Τι θα πει ο
κόσμος.
Της
Ξανθίππης έλαχε να είναι σύζυγός της ένας τόσο σπουδαίος άντρας, που
ταίρι του δεν έχει στον απάνω κόσμο, κι αντί να καμαρώνει, τον έδιωξε
από το σπίτι. Ό, τι και να πω, ποιος θα με πιστέψει. Εγώ ξέρω πώς την
αντέχω την απλυσιά του. Λες και φοβάται νερό. Φωνάζω, κλαίω κι οδύρομαι,
τι άλλο να κάνω; Ποιος θα δικαίωνε την Ξανθίππη που θα τολμούσε να
χωρίσει έναν Σωκράτη;
Ο ίδιος πεντάρα δεν μου δίνει. Του φτάνει, λέει, να γεννώ και να
μεγαλώνω τα παιδιά του. Αυτό αλήθεια είναι. Και δεν μου αντιμιλάει ποτέ,
όταν εγώ του σέρνω τα «εξ αμάξης» για την αδιαφορία του, έτοιμη να
χιμήξω πάνω του και να τον ξεσκίσω με τα νύχια μου• κι εκείνα τα
βρωμόπαιδα να τον παρακινούν να με χτυπήσει, ακόμα και τότε, με
υπερασπίζεται. «Πώς την ανέχεσαι να σε εξευτελίζει έτσι και δεν την
ξεφορτώνεσαι», όταν του λένε, εκείνος τους απαντάει: «Η Ξανθίππη είναι η
πηγή της φιλοσοφίας μου. Με εμπνέει και με βοηθάει με τον τρόπο της να
ανέχομαι εσάς και την αλαζονεία σας», τους λέει και τους αποστομώνει.
Α, όσο γι’ αυτό, ποτέ δεν με αφήνει ανυπεράσπιστη μπροστά στους
άλλους. Θα με ρωτήσετε τώρα γιατί παντρεύτηκα έναν άντρα πολύ μεγαλύτερό
μου κι από γενιά, κατώτερη, εγώ η Ξανθίππη το γένος Λαμπροκλέους, κι
επιπλέον άσχημο και βρομιάρη. Μήπως με ρώτησε κανένας αν ήθελα να τον
παντρευτώ; Έχομε δικαίωνα οι γυναίκες να επιλέξουμε με ποιον άντρα θα
πλαγιάσουμε; Μόνο για το κρεβάτι μας θέλουν οι άντρες. Να γεννούμε και
να μεγαλώνουμε τα παιδιά τους.
Ο άνθρωπός μου αδιαφορεί για τα παιδιά του, «του φτάνει, λέει που
έχει εμένα να του γεννώ παιδιά και να τα μεγαλώνω. Η πατρίδα τα
φροντίζει μετά. Και πως είμαι νέα και όμορφη κι από καλή γενιά, ποιο το
όφελος; Αυτός συναναστρέφεται όποια γυναίκα επιθυμεί και όποιο
πλουσιόπαιδο βουτηγμένο στα μύρα και στα έλαια. Ο Σωκράτης όλα δικά του
τα έχει. Όλα τα επιλέγει. Και δεν κάνει πίσω. Μήτε μπροστά στον θάνατο.
Ισχυρίζεται πως αν νομίσει ποτέ πώς δεν τον χρειάζεται πια η Πολιτεία
και η Δημοκρατία, κυρίως αυτή, θα θέσει αυτοβούλως τέρμα στη ζωή του.
Ακούστε με που σας το λέω, εσείς που με κατηγορείτε για δύστροπη. Εδώ
είμαστε. Και το θα ζήσουμε κι αυτό.
Τον κατηγορούν οι εχθροί του «πως εισάγει καινά δαιμόνια και
διαφθείρει τους νέους». Συκοφαντίες ασύστολες είναι. Και να δείτε, ότι
θα τον καταδικάσουν ακόμα και σε θάνατο. Και δεν θα αντιδράσει. Κάποια
μέρα θα τον βγάλουν από τη μέση τον Σωκράτη.
Μερικά χρόνια αργότερα
Καταλάβαινα
πόσο ανυπεράσπιστος ήταν κι εκείνος. Ο Σωκράτης, όμως, δεν ήταν από την
ίδια σάρκα με τους άλλους άντρες, ήταν ένας και μοναδικός σε όλα. Τώρα
μαλάκωσε η γλώσσα μου. Εκείνος έχει φύγει στην αιωνιότητα κι εμείς εδώ
μετράμε τις απώλειες και λογαριάζουμε τα πεπραγμένα, το κέρδος και τη
ζημιά. Θυμάμαι τις στιγμές που ζήσαμε μια ζωή μαζί, αυτήν τέλος πάντων,
τη ζωή που ζήσαμε, όπως τη ζήσαμε. Από όσο θυμάμαι, στην αγορά περνούσε
τον καιρό του συζητώντας με κάθε λογής πολίτες. Ότι έλεγε ήταν κανόνας,
ήταν νόμος. Πέρα από εκείνη την αδιαφορία για την περιβολή του, την
απλυσιά και τη δυσμορφία του, τόση σοφία, τόση ομορφιά είχαν τα λόγια
του. Μέλι στάζανε τα χείλη του. Λες και κατοικούσε μέσα του κάποιος
ολύμπιος θεός.
Εμένα, ακόμα και όταν τον ξεγύμνωσα μπροστά σε όλο τον κόσμο και στους
θαυμαστές του και τον κατάβρεξα στη μέση της αγοράς, μπορεί να ήταν και
στο θέατρο, άλλη φορά, κι ενώ οι παρατρεχάμενοι φώναζαν: «Διώξε την,
χτύπα την», εκείνος απαντούσε αγέρωχα: «Μου αρέσει, το διασκεδάζω! Είναι
υπέροχη! Μου δίνει διεξόδους στις φιλοσοφικές μου αναζητήσεις!» Το
καταλαβαίνετε;
Πες
μου τώρα, εσύ, Πραξαγόρα, που είσαι γεροντότερη και μυαλωμένη, χωρίζεις
έναν άντρα που σου παραστέκεται κι όταν τον αδικείς; Αλλά εκεί που τον
θαύμαζα και τον παραδέχτηκα, ήταν για τις ιδέες του. Η υπομονή του και η
επιμονή στο να υπερασπίζει τις ιδέες του μέχρι θανάτου. Όσο να ‘ναι,
ζώντας μέρα νύχτα με έναν ξεχωριστό άντρα, κάτι καλό παίρνεις, ας ήταν
κι έτσι που ζούσαμε με τόσο πλήθος κόσμου ανάμεσά μας να ορίζει τη ζωή
μας,
Μπορείς
να φανταστείς, Φαιναρέτη μου, σε ποια κατάσταση βρισκόμουνα εγώ λίγο
πριν προχωρήσει στην «πολιτική αυτοχειρία», ανάμεσα σε τόσους άντρες
φίλους του που τον παρακαλούσαν να μην πιει το κώνειο, έτοιμοι να τον
φυγαδεύσουν κρυφά• κι εκείνος αμετανόητος με εγκατέλειπε με μικρά παιδιά
να μεγαλώσω μόνη μου, χήρα γυναίκα. Κι αντίς να με καλέσει κοντά του,
να αποχαιρετιστούμε με έναν παρηγορητικό λόγο, είπε σε κάποιον:
«Πάρτε την μακριά από δω!»
Τότε νόμισα πώς δεν με αγαπούσε καθόλου, πως δεν γνοιαζόταν για
τα παιδιά του. Αλλά θαρρώ πως δεν ήταν έτσι. Δεν με έδιωχνε, να μας
απομακρύνει ήθελε, για να μην δειλιάσει την τελευταία στιγμή και πάει
κατά διαόλου όλη του η φιλοσοφία και η προσπάθεια να ανοίξει νέους
δρόμους στη σκέψη των Αθηναίων με τη σοφία και τη διδασκαλία του. Τώρα
που το ξανασκέφτομαι νηφάλια, αν τότε δεν έπινε το κώνειο, τι θα λέγανε
μετά, ποιος θα μιλούσε συνετά για τον σοφότατο Σωκράτη; «Ένας δειλός
ήταν», θα έλεγαν. Σαν να τους ακούω.
Α, πόσο κι εγώ τον είχα αδικήσει. Έβλεπα μόνο την εξωτερική του
ασχήμια και την αφροντισιά. Δεν μπορούσα να καταλάβω την αγωνία του, τι
τον έσπρωχνε να μιλάει στην αγορά και να συναναστρέφεται με τους
αλαζονικούς νεαρούς. Κυρίως εκείνο τον Αλκιβιάδη και την ομορφιά του,
δεν μπόρεσα ποτέ να τον χωνέψω. Δεν μπόρεσα να ξεδιαλύνω τι καταλάβαινε
από τη διδασκαλία του άντρα μου αυτός ο αλαζόνας, ο κακοαναθρεμμένος
νεαρός.
Εκείνος
υπερασπίστηκε τι; ιδέες του με τη στάση του στη ζωή κι έφευγε ήσυχος
αφήνοντας πίσω του τέτοια ανεκτίμητη κληρονομιά στα δικά του και σε όλου
του κόσμου τα παιδιά: Τη σοφία του που την επισφράγισε με τον θάνατό
του.
«Ακόμα κι αν μας αδικεί η πατρίδα, πρέπει να την υπακούμε...», έλεγε πάντα.
Έκλεισε τα ματάκια του κι αποκοιμήθηκε ξέροντας πως έκανε το σωστό.
Από μακριά ολομόναχη, με τα παιδιά να σκούζουν ανήξερα για το τι
συνέβαινε, έβλεπα πώς λιγόστευε η ζωή του και μεγάλωνε στη φαντασία μου η
άτρωτη μορφή του. Κι από τη μια ήθελα να αναποδογυρίσω το σύμπαν, την
Πατρίδα, την Αθήνα, τη Δημοκρατία της και τους απάνθρωπους νόμους που
έστελνε στον θάνατο για εκείνα «τα καινά δαιμόνια», τις φιλοσοφικές
αναζητήσεις του, τον πιο σοφό άνθρωπο του κόσμου, που ήταν σύζυγός μου
και πατέρας των παιδιών μου• κι από την άλλη πάλι, έλιωνα μέσα από λύπη
που δεν θα τον ξανάβλεπα ποτέ πια .«Έασον αυτόν χαίρειν!» είπα και
γύρισα στο σπίτι μου. Οι φίλοι του φρόντισαν για τα υπόλοιπα.
Και η Αθήνα του έστησε αγάλματα στερνά...

*Το
διήγημα γράφτηκε αποκλειστικά για τη συγκεκριμένη εφημερίδα και στη
σειρά "Ένα χρυσό καλοκαίρι", της οποίας τα διηγήματα αναφέρονται στον
Ε'. π. Χ. αιώνα.Προτίμησα να δώσω ένα βήμα στην αδικημένη σύζυγο του
Σωκράτη, θεωρούμενη παγκοσμίως στρίγκλα. Και βάσει ιστορικών στοιχείων
να την....αθωώσω....
(Ελένη Χωρεάνθη)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου