Ανάμεσα στις ανθισμένες κερασιές. Σαν δύο ξένοι.

Διήγημα: “Ανάμεσα στις ανθισμένες κερασιές. Σαν δύο ξένοι.”

Βαδίζανε παράλληλα ανάμεσα στις ανθισμένες κερασιές, μιλώντας σιγά σαν να μονολογούσαν.

Σαν δυο ξένοι που συναντήθηκαν τυχαία και λέει καθένας τα δικά του, χωρίς να ακούει τον άλλο.

-Μερικές φορές δεν έχω τι να κάνω τα χέρια μου, περισσεύουν κι από τις δυο μεριές του κορμιού. Αναρωτιέμαι τι τα θέλω. Έτσι σκέφτηκα να πιάσω το χέρι σου, να σε χαϊδέψω, να νιώσω κάτι ζεστό και τρυφερό στην αφή μου, είναι τόσο άχαρη και κρύα η μοναξιά. Να βρουν, στο κάτω κάτω, μιαν απασχόληση τα χέρια μου. Λέω να σου ζητήσω να κάνεις κάτι για μένα. Μπορεί να ’ναι και για σένα μια λύση. Δεν το αποφασίζω.

Κάποτε, το βρίσκω λογικό να σε σκέφτομαι όπως είσαι: ακατάστατος και μπερδεμένος. Είναι πολύ γλυκό, νιώθω μια απαλή αύρα σε όλο μου το κορμί όταν σε σκέφτομαι πρωτόγονα. Άλλοτε, πάλι νευριάζω. Μου φταίνε τ’ ακατάστατα μαλλιά σου, οι τρόποι σου. Και να δεις τότε πόσο άχαρα σέρνω τα βήματά μου ως εσένα.

-Είναι από συνήθεια. Δεν βαριέσαι.

Η γυναίκα, σαν να μην άκουσε ή να μην έδωσε σημασία, συνέχισε το μονόλογό της:

-Είναι θαυμάσιο να σε σκέφτομαι βουτηγμένο στη μούχλα των σχέσεών σου. Για το Θεό, τίποτα δεν είναι ανέπαφο στο μυαλό μου. Έχουν φθαρεί τα λόγια σου, τα χείλη, τα μάτια, η όψη, ακόμα και τα βήματά σου. Θέλω να σε θυμάμαι όπως ήσουν στη νεότητά σου.

Ο άνδρας, λες και ξύπνησε από λήθαργο, ψέλλισε:

-Α, η νεότητα! Τι βάναυση περιπέτειά κι εκείνη ανάμεσα στις ανθισμένες κερασιές κάποιο μαβί, όχι, ροδακινί απόγευμα. Ήσουν ένα ανίδεο πλάσμα, άκακο, γαλήνιο, τρισχαριτωμένο. Κι όλα πάνω σου ήταν αδέξια. Θυμάσαι τ’ αεράκι που μας τύλιξε μ’ έναν απίθανο μανδύα ξεγνοιασιάς;

  -Εκείνος ο καιρός της αφροσύνης ήταν γεμάτος ποίηση, είπε αδιάφορα εκείνη.

Ο άντρας συνέχισε τη φράση της.

-Γυρίζαμε στους δρόμους κι η βροχή περόνιαζε τη σάρκα ως το κόκαλο. Κι ήσουν γυμνή, χωρίς την πανοπλία της φθοράς, με την παραφορά στη νοτισμένη ώρα, δίχως πρόσωπο. Και οι κερασιές ανθίζανε τον όρθρο τον καθημερνό.

Η γυναίκα ξαναγυρίζει στην αρχική της έγνοια, στα χέρια της.

-Τώρα τα χέρια μου. Αυτά και ο καιρός είναι το μέγα πρόβλημα. Είναι και η όραση που έχει ατονήσει κοιτάζοντας τα ξερονήσια. Κι αυτό το πέλαγος δεν ανασαίνει. Γι’ αυτό λέω να στηρίξω πάνω σου τα χέρια μου. Νιώθω να μεγαλώνουν προς εσένα. Τα χέρια μου είναι ό,τι περισσεύει από τη θέλησή μου προς εσένα. Ανθίζουν κάποτε. Είναι τα χέρια μου που συλλογίζομαι τον κάματο, η έγνοια μου να σε λατρεύω. Τόσα βασανισμένα δάκτυλα προσμένουν αποδέκτη, τόσα απελπισμένα όνειρα φυτρώνουν μέσα μου μες σε μια πλήρη μοναξιά.  Έτσι, σε σκέφτομαι, μπλεγμένη στην απόφαση. Δεν ακούς.

     -Ακούω τον άνεμο γερμένο στο κορμί σου.

    

Τον άλλο χρόνο άπλωνα γύρω μου τα χέρια μου πουλιά, τώρα πορεύομαι στη μοναξιά μ’ ένα δισάκι όνειρα και την αποδοχή της τέφρας μου στα κύτταρα, αφήνω πια την αλλοτρίωση, την ένδεια του σώματος μες στον καθρέφτη.

-Σκέφτομαι πόσο πόνεσαν τα χέρια μου να σε λατρεύουν. Προσπέρασα την ερημιά μ’ αυτό το τέχνασμα της ηδονής. Καραδοκούσε, ωστόσο, η στέρηση, το νιώθεις, ως ένα τέταρτο σελήνης στου δέρματος την εκδορά. Και τα ερπετά που σε τριγύριζαν τόσους αιώνες, είναι ανήμπορη μια ξαφνική χειρονομία να σ’ αγγίξει. Κι έτσι που μου περίσσευαν τα χέρια, μιας και δεν έχω άλλο τίποτα να κάνω, λέω να τα στηρίξω πάνω σου, όπως σε στέρεα γη. Πάντα με πλήγωνε που μου περίσσευαν κι από τις δυο μεριές χωρίς προορισμό, σαν δύο δέντρα νηστικά.Και το μαρτύριο της σκέψης μου: το άγγιγμα. Γελάς; Κι όμως το άγγιγμα είναι που σκέφτομαι, πώς προχωράει μέσα στα χώματα, μέσα στα σώματα, μες από πόσες μοναξιές περνάει ο θάνατος.

Ο άντρας σαν να συνειδητοποίησε άξαφνα της ύπαρξή της, ψέλλισε, σχεδόν αφηρημένα.

– Να δεις που θα σαπίσουνε τα δάκτυλα κι η σάρκα μου θα γίνει απαλή σαν το μεδούλι. Τότε θα δεις τα χέρια σου να με λιπαίνουν, όπως το έρημο πουλί, ο ύστατος χαιρετισμός της αθωότητας.        

       Ωστόσο, η γυναίκα δεν έδωσε σημασία. Συνέχισε το μονόλογό της.

       – Γυρεύω δυο χέρια να κρατήσουν την άνοιξη, δυο μάτια να κοιτάξουν τον κόσμο, ψάχνω μια στέρεη παλάμη ν’ απιθώσω την καρδιά μου. Τόσα βασανισμένα δάκτυλα προσμένουν αποδέκτη.

– Κάτι ασπρίζει μέσα μου, μέσα στα χώματα, εκείνος.

       – Είναι μια κίνηση ουδέτερη χαμού, απαντάει.

Και συνεχίζει εκείνη. Στοχάζομαι πόσο μου κόστισε το δειλινό του χωρισμού κι η ανερμήνευτη πλημμύρα των δακρύων. Ακούω ν’ αργοσαλεύει μέσα μου μια θύμηση που λιγοστεύει, αδειανός καιρός. Αλήθεια πόσο δύσκολα το νιώθεις. Κι όμως, πάντα λιγόστευαν τα πράγματα στη σκέψη μου. Ήταν σαν κάτι από την αρχή να με καλούσε προς το φως. Κι έμπαινε το φθινόπωρο στον κήπο μας και στις μασχάλες των φυτών φυραίνανε τα σώματα των άστρων.

-Την έφερνες μαζί σου τη μεγάλη πολιτεία, σε όλο το μάκρος του μυαλού, εκείνος.

-Τώρα που πάει να κλείσει ο κύκλος του ψωμιού, σκέφτομαι τις αποσκευές που κουβαλούσα τόσα χρόνια κι έχω μια θλίψη που ανθίζει μέσα μου μυρωδιά σκίνου και σταριού στο πέτρινο αλώνι, εκείνη.

-Πέταγμα ερωδιού το πέρασμά σου, μουρμουρίζει απομακρυνόμενος εκείνος.

– Δεν έμεινε μήτ’ ένα κύτταρο χλωρό μες στον καθρέπτη της σιωπής, τόσο πολύ με πόνεσε τούτος ο χρόνος, το πέρασμά σου με βροχή, οι ώρες μας οι μακρινές κάτω απ’ τα πεύκα με βροχή τα νυσταγμένα καλοκαίρια, του φθινοπώρου οι νοτιές, η πέτρινη αναμονή, το σούρουπο που μας ενώνει, του απαντάει εκείνη στρέφοντας προς το μέρος του, πρώτη φορά.

Ο άντρας απλώνει τα χέρια, κάνει μια κίνηση να την αγκαλιάσει. Εκείνη στρέφει αλλού το πρόσωπό της.

-Είμαστε σαν δυο κλώνοι μοναχοί πάνω στο δέντρο της ζωής χωρίς προορισμό, δίχως καμιά προοπτική να συναπαντηθούμε πουθενά, μονολογεί απελπισμένα εκείνος.

-Και δίχως τόλμη, του πετάει, με στραμμένο το πρόσωπό της αλλού, εκείνη.

Εκεί που ο δρόμος έκανε καμπή, χωρίσανε. Ανάμεσα στις ανθισμένες κερασιές. Άλλος γι’ αλλού. Όπως συναντηθήκανε, ένα ροδακινί απόγευμα.

Σαν δύο ξένοι.

 

*Πρόκειται για την ποιητική σύνθεση “Τα χέρια”, (αναθεωρημένη και αναδομημένη) από τη συλλογή ποιημάτων μου, “Οι ώρες του ερωδιού”  * Σχέδιο εξωφύλλου: Τάκης Σιδέρης

Επιμέλεια Λουκάς Ρινόπουλος * Εκδόσεις Πλέθρον * Αθήνα 1993

Σχόλια