Διήγημα: “Έκτωρ και Ιζαμπώ. Ελεύθεροι και ωραίοι!”
Της Ελένης Χωρεάνθη //
“Έκτωρ και Ιζαμπώ. Ελεύθεροι και ωραίοι!”
…Ο καιρός περνούσε. Μεγάλωναν τα παιδιά της παρέας, μεγάλωναν και τα κουτάβια τους. Έγιναν χαριτωμένα σκυλάκια. Με το περιλαίμιο και την καδένα κρεμασμένη στο λαιμό του το καθένα. Ο Έκτωρ δεν έχανε ευκαιρία να πλησιάζει την Ιζαμπώ κουνώντας την ουρά του και να της χαμογελάει. Κάπως έτσι συνεννοούνται μεταξύ της οι σκύλοι. Η Ιζαμπώ περίμενε με λαχτάρα πότε θα έβρισκε τρόπο να το σκάσει και να τρέξει σαν σίφουνας κοντά του. Την είχε κυριέψει ένα κάτι παράξενο που την έσπρωχνε προς το μέρος του ωραίου σκύλου με την ασημιά καδένα, χωρίς να ξέρει γιατί της συνέβαινε αυτό. Μια δύναμη ακατανίκητη που πήγαζε μέσα από τα σπλάχνα της την παρακινούσε να πάει να τον συναντήσει.
Ήταν σίγουρη πως κι ο ωραίος Έκτωρ θα έτρεφε τα ίδια αισθήματα για την πάρτη της και θα ένιωθε την ίδια ταραχή στα σωθικά του.
«Αν κατάφερνα να ξεπορτίσω και να το σκάσω κρυφά από το σπίτι, ο ωραίος μου θα με περίμενε στη γωνία. Κι ένα τεράστιο χαμόγελο που θα έφτανε ίσαμε τ’ αυτιά θα φώτιζε το όμορφο πρόσωπό του», σκεφτόταν με το ένστικτο που έχουν όλα τα ζωντανά.
Έκανε μεγάλα όνειρα. Αν κατάφερνε να πραγματοποιήσει ένα γενναίο ξεπόρτισμα θα μπορούσε να μάθει από πρώτο χέρι τι γίνεται έξω από τα κάγκελα της αυλής, πώς ζούνε τα σκυλιά του δρόμου που δεν έχουν σπίτι και αφεντικά να τα φροντίζουν και να τα προστατεύουν. Είχε μεγάλη περιέργεια να γνωρίσει τον έξω κόσμο. Αισθανόταν φυλακισμένη και καταδικασμένη να ακολουθεί τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς, να υπακούει και να μην κάνει αταξίες. Έπληττε από την καλοπέραση μέσα στο σπίτι και ήθελε να δοκιμάζει πως περνούν οι σκύλοι που γυρίζουν ελεύθεροι στους δρόμους.
Περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τη λαθραία έξοδο από το σπίτι. Με το μικρό της το μυαλό, δεν μπορούσε να φανταστεί πως μια απόδραση, που τη θεωρούσε γενναία πράξη, θα μπορούσε να της βγει σε κακό και να πληρώσει πολύ ακριβά την αποκοτιά της.
Η μεγάλη ευκαιρία που ζητούσε η πριγκηπέσα Ιζαμπώ να το σκάσει από το σπίτι, δεν άργησε να της δοθεί το βράδυ που στο σπίτι γιορτάζαμε τα γενέθλια του Πέτρου και είχε μαζευτεί πολύς κόσμος από συγγενείς και φίλους. Η είσοδος άνοιγε κι έκλεινε συνέχεια, κόσμος μπαινόβγαινε. Στο μεγάλο σαλόνι γινόταν χαμός από τα παιγνίδια μας, φωνές, φασαρία, γέλια, ξεφωνητά και ουρλιαχτά, χαλούσε ο κόσμος.
«Ή τώρα ή ποτέ!», είπε μέσα της η Ιζαμπώ.
Με την καρδιά να χτυπάει δυνατά, έτοιμη να σπάσει και περπατώντας στα νύχια κατάφερε να φτάσει απαρατήρητη στην είσοδο του σπιτιού. Μπερδεύτηκε με τους επισκέπτες που εξακολουθούσαν να μπαίνουν και, χωρίς να την αντιληφθεί κανένας βγήκε κρυφά έξω στο δρόμο.
«Ουφ! Επιτέλους, είμαι ελεύθερη», ανάσανε. «Δεν είμαι πια κουτάβι. Είμαι πια μεγάλη και μπορώ να χειριστώ, έστω και για λίγο, την ελευθερία μου», ψέλλισε.
Στάθηκε λίγο ν’ αφουγκραστεί αν την ψάχνουν. Ησυχία. Σιγουρεύτηκε πως δεν υπάρχει κανένας πίσω της και το έβαλε στα πόδια. Έτρεχε σαν τρελή προς τα εκεί που την έσπρωχνε η άγνωστη δύναμη από τα μέσα της. Ήταν σίγουρη πως κάπου θα την περιμένει το χαριτωμένο σκυλάκι με ένα χαμόγελο ίσαμε τ’ αυτιά.
Έφτασε ασθμαίνοντας στην αλάνα που συγκεντρώνονταν ο παιδόκοσμος, ο γατόκοσμος κι ο κουταβόκοσμος.
Και πράγματι, ο ωραίος Έκτωρ, οδηγημένος προφανώς, από το ένστικτό του κι εκείνος, την περίμενε με αγωνία κουλουριασμένος σε μιαν άκρη. Έτσι τουλάχιστο νόμισε εκείνη. Μόλις την είδε ο Έκτωρ πετάχτηκε, τίναξε από πάνω του τη σκόνη, έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της κουνώντας την ουρά του για καλωσόρισμα κι ένα χαμόγελο ίσαμε τ’ αυτιά λάμπρυνε το πρόσωπό του. Η Ιζαμπώ δεν μπορούσε να αντισταθεί. Έτρεξε κοντά του κι άρχισε να τρίβεται πάνω του.
Σαν έμπειρος στα τρυφερά αγκαλιάσματα ο ωραίος Έκτωρ την πήρε και πήγαν σ’ ένα μέρος ασφαλές για να μην τους δει κανένα κακό μάτι. Και κρύφτηκαν πίσω από ένα φουντωτό θάμνο.
Εκεί, μακριά από θορύβους και χωρίς φόβο, έζησαν οι δυο τους λίγες υπέροχες κι ανεπανάληπτες στιγμές. Ταξίδεψαν μαζί στο φιλντισένιο παράδεισο ενός ονείρου που κράτησε τόσο, όσο οι πόρτες των σπιτιών των αφεντικών τους ήταν ανοιχτές. Ύστερα χωρίστηκαν χωρίς εξηγήσεις, δάκρυα και υποσχέσεις, χωρίς να δώσουν ραντεβού για άλλη φορά, όπως ακριβώς είχε γίνει και η απρογραμμάτιστη συνάντησή τους.
Δεν είχαν ανταλλάξει επίθετα ούτε καν διεύθυνση κατοικίας. Το μόνο που ήξερε ο ένας για τον άλλο ήταν το όνομα Έκτωρ και Ιζαμπώ, έτσι τα φώναζαν οι δικοί τους. Ούτε μπορούσαν να διαβάσουν το όνομα που έγραφε η ταυτότητά τους, η καδένα. Κι αυτό τους έφτανε και τους περίσσευε για την ώρα εκείνη. Μπορεί και για πάντα.
Μετά τη νυχτερινή της περιπέτεια, καλή και παστρικιά, με καινούριες εμπειρίες, πήρε το δρόμο της επιστροφής μυρίζοντας το δρόμο ακολουθώντας έτσι τα χνάρια της να γυρίσει στο σπίτι για να συνεχίσει την προηγούμενη ζωή της.
Έλα, όμως, που στη ζωή τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα θέλομε!
Η Ιζαμπώ, όταν γύρισε στο σπίτι, βρήκε την είσοδο της αυλής κλειστή. Αυτό δεν την εμπόδισε να μπει. Πήδησε πάνω στον πέτρινο περίβολο, τέντωσε το σώμα της σαν λάστιχο, πέρασε μέσα από τα κάγκελα κι έτρεξε σαν σίφουνας να μπει στο σπίτι. Το μόνο που την ενδιέφερε, ήταν να μπει χωρίς να την πάρουμε είδηση. Αλλά η πόρτα ήταν κλειστή, τα φώτα σβηστά και στο σπίτι βασίλευε απόλυτη ησυχία. Δεν ήξερε τι να κάνει. Λούφαξε πλάι στην είσδο περιμένοντας μήπως την ανοίξει κάποιος για να τρυπώσει μέσα κι ύστερα όλα θα ήταν μέλι γάλα, όπως πριν.
Κουλουριάστηκε στο χαλάκι της πόρτας και περίμενε. Περίμενε, περίμενε όλη τη νύχτα μισοκοιμισμένη, ξάγρυπνη, τίποτα. Όταν ξημέρωσε, τότε κατάλαβε τι είχε κάνει. Πώς, με τι πρόσωπο να παρουσιαστεί μπροστά στους ανθρώπους που την είχαν σαν παιδί τους. Θα τη δέχονταν ή θα την έδιωχναν κακήν κακώς, και με το δίκιο τους, σαν αλανιάρα και αχάριστη; Έστω και έξω στην αυλή να την άφηναν να μένει, καλά θα ήταν. Αλλά πώς να έχει αξιώσεις από την οικογένειά της, αφού δεν σεβάστηκε κανέναν κι έφυγε σαν κλέφτρα;
«Καλύτερα να εξαφανιστώ κι ό, τι θέλει ας γίνει!», μουρμούρισε στη γλώσσα της. «Θα πάω να ζήσω με το φίλο μου».
Μάζεψε το ξεστρατισμένο της μυαλό κι έτρεξε αμέσως στην αλάνα, εκεί που είχε συναντήσει τον Έκτορα με την ελπίδα πως θα τον βρει εκεί να την περιμένει. Αλλά, φευ! Δεν υπήρχε κανένας.. Περίμενε μήπως φανεί κανείς, αλλά τίποτα. Τι να κάνει; Η αλάνα άδεια κι έρημη. Από μια άποψη, καλύτερα που δεν ήταν κανείς εκεί. Έτσι δεν θα έβλεπε κανένας από τους γνωστούς τα χάλια της.
Απογοητευμένη, γεμάτη τύψεις και πεινασμένη, πήρε την απόφαση να φύγει από το μέρος εκείνο και να αναζητήσει αλλού καταφύγιο. Στο κάτω, κάτω τόσα σκυλιά ζουν ελεύθερα στους δρόμους. Κάπου κι εκείνη θα έβρισκε μια γωνιά να κοιμάται κι ένα κομμάτι ψωμί όπως όλα τα αδέσποτα.
Αν και δεν ξανασυνάντησε τον Έκτορα, γνώρισε πολλά αδέσποτα και γρήγορα εξοικειώθηκε με τον τρόπο ζωής στον δρόμο. Τα δύσκολα ήρθαν, όταν άρχισε να φουσκώνει η κοιλίτσα της και να βαραίνει το κορμί της. Δεν μπορούσε να τρέχει, όπως πριν, αναζητώντας την τροφή της. Πέρασε ο καιρός που είχε την καλοπέραση στο καλό σπίτι, εκεί που όλα τα μέλη της οικογένειας την είχαν πώς και πώς!
Όμως τους γύρισε την πλάτη και το έσκασε. Αναπολούσε τις χαρές που ζούσε με τα παιδιά, τους αγαπημένους φίλου της, τους συνεργούς στις σκανταλιές και στα παιγνίδια. Αν την έβλεπαν στα χάλια που είχε καταντήσει θα την απόφευγαν σαν να είχε πάνω της καμιά κολλητική αρρώστια και θα την περιφρονούσαν. Ούτε καν να το διανοηθεί πως θα μπορούσε να γυρίσει πίσω στο σπίτι ζητιανεύοντας λίγη στοργή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου