Μικρή καλοκαιρινή ιστορία [Για τον Ροβήρο Μανθούλη]
Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //
Η αναγγελία για το πέρασμα στην άλλη διάσταση του σπουδαίου σκηνοθέτη Ροβήρου Μανθούλη, ενός σημαντικού ανθρώπου της Τέχνης και των Γραμμάτων, ενός δημιουργού ο οποίος άφησε το αποτύπωμά του στον πολιτισμό, ήταν αφορμή να γραφτεί η μικτή καλοκαιρινή ιστορία,. Και με θεωρώ τυχερή που όχι μόνο γνώρισα προσωπικά τον σπουδαίο Έλληνα δημιουργό, αλλά τίμησε με μια επίσκεψή του, και το πατρικό μου σπίτι.
Έγραψα τη «Μικρή καλοκαιρινή ιστορία» ως φόρο τιμής στον Έλληνα σκηνοθέτη, που «έφυγε νέος στα… 92 του χρόνια», όπως γράφτηκε στον τύπο – και δικαίως, γιατί ήταν από εκείνους τους δημιουργούς καλλιτέχνες που δεν γερνάνε ποτέ ο «Pοβήρος Μανθούλης – Μια ΖωήΤαινίες», όπως πέρασε στο διαδίκτυο.
Τον αείμνηστο, πρωτοπόρο Έλληνα σκηνοθέτη Ροβήρο Μανθούλη γνώρισα κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 50. Είχα τη χαρά και την τιμή να έρθει με τον βοηθό του στο πατρικό μου σπίτι στο χωριό, αρχές καλοκαιριού ήταν, από όπου θα φωτογράφιζαν την Τριχωνίδα για το ντοκιμαντέρ που έκανε τότε, να κεραστεί γλυκό του κουταλιού βύσσινο και να πιει στην υγεία του πατέρα μου ένα ποτήρι νερό από τη Δεξαμενή, τη μόνη πηγή πόσιμου νερού την εποχή εκείνη.
Το γεγονός αυτό συνέβη ένα καλοκαίρι, πριν εξήντα περίπου χρόνια από σήμερα, όταν δύο ξένοι κύριοι βγήκαν από ένα Τζιπ που σταμάτησε στη «στροφή», λίγο πάνω από το σπίτι μας προς μεγάλη έκπληξη και χαρά των παιδιών που έβλεπαν «ένα τόοοσο ουραίου φουρτηγό», όπως είπαν όλα μαζί που έφτασαν τρέχοντας στην αυλή μας, εκεί που «αρμαθιάζαμε» τα καπνόφυλλα που είχαμε μαζέψει από το χωράφι τη νύχτα:
–Δισποινίς, σι χαλεύνι κάτ’ ανθρώπ’ μ’ αυτουκίνητου…’, άντρες ήθελαν να πουν, γιατί μόνο οι άντρες ήταν άνθρωποι. Οι ελεύθερες γυναίκες ήταν «τσιούπες» και οι ύπανδρες γυναίκες ήταν… τι ήταν; Ήταν Γιώργαινα, Βασίλαινα, Τάσαινα, Κώτσαινα! Έχαναν και το βαφτιστικό τους όνομα.
«Δεσποινίς» με αποκαλούσαν και τα πιτσιρίκια του χωριού, όπως άκουγαν από τα μεγαλύτερα αδέρφια τους που πήγαιναν στο σχολείο. Έτσι αποκαλούσαν παλιότερα όλες τις δασκάλες «που δεν είχαν άντρα», κυρίες ήταν οι «ύπανδρες». Τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν τότε στην επαρχία, ήταν φορτηγά και κάτι μικρά λεωφορεία της κακής ώρας, κανένα ταξί που κι αυτό εκτελούσε χρέη «αστικής συγκοινωνίας». Έτσι ένα αυτοκίνητο διαφορετικό από τα συνηθισμένα, φυσικό ήταν να προκαλέσει την περιέργεια και να εντυπωσιάσει τα «αργόσχολα» πιτσιρίκια της γειτονιάς, όσα δεν μπορούσαν να αρμαθιάζουν τα καπνόφυλλα.
-Εμένα, κατακαλόκαιρο; Έκανα το σταυρό μου…
Ωστόσο, μ’ εκείνο το «τόοοσο…», σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό μου η ξεθωριασμένη εικόνα και μνήμη μιας παρόμοιας σκηνής που συνέβη καταχείμωνο του ίδιου Σχολικού έτους λίγο πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων.
Ήταν ένα βουρκωμένο από ομίχλη και υγρασία χειμωνιάτικο βραδάκι, όταν ξαφνικά, εκεί που κάναμε μάθημα ήσυχα κι ωραία με τους 98 – σωστά διαβάζετε, με τους 98 μικρούς μαθητές μου, Πρώτη και Δευτέρα Δημοτικού, δύο τάξεις μαζί – σε μια τεράστια αίθουσα (για αποθήκη καπνού προοριζόταν), δίπλα στο δημόσιο δρόμο, το μοναδικό ασφαλτοστρωμένο δρόμο που διασχίζει το χωριό, και ενώ κόντευε να νυχτώσει, από το πουθενά σταματάει κάποιο αυτοκίνητο μπροστά στο απέναντι καφενείο με την ντουντούκα στη διαπασών να καλεί το χωριό στο καφενείο να δει την «Αστέρω», τη θρυλική ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, σε σενάριο Αλέκου Σακελλάριου με Αλίκη Βουγιουκλάκη, Δημήτρη Παπαμιχαήλ, Τίτο Βανδή, Γεωργία Βασιλειάδου, Στέφανο Στρατηγό, Λινάρδου, τρανταχτά ονόματα της εποχής …
Ήταν τόσο δυνατός και εκκωφαντικός ο θόρυβος που δεν μπορούσαμε να γίνει μάθημα. Μου είχε σπάσει τα νεύρα. Τους ειδοποίησα να σταματήσουν ή να χαμηλώσουν το μεγάφωνο, αλλά τίποτα. Πριν προλάβω να αντιδράσω διαφορετικά, να βγω η ίδια, χτυπάει η πόρτα, ανοίγω και βλέπω μπροστά μου έναν κύριο ίσαμε την πόρτα ψηλό και γεροδεμένο να μου χαμογελάει και με το δείχτη του αριστερού χεριού του με ακουμπάει στον ώμο και:
–Εσείς γράφετε ποιήματα, πετάει τη φράση.
«Τι μου λέτε, κύριε, δεν το ήξερα!», πήγα να του πω, προσπαθώντας να κρατήσω την ψυχραιμία μου, και να μην υποκύψω στο δέλεαρ, τον παρακάλεσα όσο μπορούσα ήρεμα, να σταματήσουν να φωνάζουν από το μεγάφωνο μισή ωρίτσα ακόμα, να τελειώσουμε. Και μετά…
Φάνηκε πως έδειξε κατανόηση. Σκέφτηκε λίγο.
–Κατανοώ απολύτως, έχετε δίκιο, είπε.
Χαιρέτησε ευγενικά με μια κίνηση του χεριού του, έστριψε, κατέβηκε τα δυο τρία σκαλάκια κι έφυγε τρέχοντας. Αμέσως μετά η ντουντούκα σταμάτησε. Η ησυχία αποκαταστάθηκε πλήρως κι εμείς συνεχίσαμε τη δουλειά μας και την ορισμένη ώρα, τελειώσαμε. Έφυγαν τα παιδιά, μάζεψα τα πράγματά μου, κλείδωσα και με τη φράση «εσείς γράφετε ποιήματα», να τριβελίζει τη σκέψη μου, κατέβηκα σχεδόν τρέχοντας στη δημοσιά για να πάω στο σπίτι μου.
Ο κύριος με τα μεγάλα μαύρα γυαλιά – τότε πρόσεξα πως φορούσε γυαλιά και ήταν μαύρα και τα ρούχα που φορούσε ήταν μαύρα – με περίμενε απέναντι, μαύρος πίσσα, κατάμαυρος, στημένος μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του κατάμαυρου αυτοκινήτου:
«Συνεργείον περιοδεύοντος κινηματογράφου»,
Αστέρω
Αλίκη Βουγιουκλάκη – Δημήτης Παπαμιχαήλ
έγραφε μια μεγάλη ταμπέλα, καρφωμένη πάνω στον ουρανό του αυτοκινήτου. Ένα φορτηγάκι ήταν όλο κι όλο το «Συνεργείον…» και γύριζε με αυτό στα χωριά προβάλλοντας δακρύβρεχτες ταινίες του «Παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου», που συγκινούσαν τους θεατές, για να βγάζει το ψωμάκι του ο άνθρωπος. Τότε ήταν πολύ πιο δύσκολο να βρει κανείς δουλειά κι έκανε κι εκείνος ό, τι μπορούσε.
–Γράφετε ποιήματα, επανέλαβε, το βλέπω στα μάτια σας, το είδα από την πρώτη στιγμή.
Νόμισα και μπορεί να ήταν μπλόφα, αλλά δεν ήταν, όπως φάνηκε στη συνέχεια.
–Φαίδων… Τάδε…, συστήθηκε, αρχίζει το έργο, σας αφήνω. Εμείς όμως δεν τελειώσαμε εδώ,
είπε τέλος, έβγαλε γρήγορα από τη θήκη του αυτοκινήτου και μου έδωσε έναν κίτρινο φάκελο.
–Είναι στίχοι, όταν δεν θα ’χεις τι να κάνεις… είπε.
Μου έσφιξε το χέρι και βάλθηκε να συντονίσει τη μετάδοση της ταινίας, μιας από εκείνες τις δακρύβρεχτες που συγκινούσαν τον κόσμο, φαντασιώνονταν, οι αγράμματοι άνθρωπο, ταυτίζονταν με τους ήρωες, λησμονώντας για λίγο τις έγνοιες και τα καθημερινά δικά τους βάσανα.
Πρώτη μου δουλειά, μόλις έφτασα στο σπίτι ήταν να ερευνήσω το περιεχόμενο του φακέλου. Ήταν γεμάτος χαρτάκια διπλωμένα όπως όπως, τσαλακωμένα. Πρώτη φορά έβλεπα ποιήματα πάνω σε χαρτάκια. Και τα χάζευα, εκστασιασμένη, θυμάμαι, που κρατούσα χειρόγραφα ποιήματα, τα οποία ένας άγνωστος νέος άντρας μου τα είχε εμπιστευτεί χωρίς να ξέρει τίποτε για μένα. Μπορεί και να είχε από κάπου μάθει. Είχαν ήδη δημοσιευθεί στις τοπικές εφημερίδες κάποια από τα πρώτα μου ποιήματα με ψευδώνυμο, φυσικά. Ωστόσο από κάπου μπορεί να είχε διαρρεύσει και να υπήρχε κάποιος κοινός γνωστός, που τον είχε πληροφορήσει. Αργότερα και μέχρι σήμερα που έφεραν στο προσκήνιο την επεισοδιακή γνωριμία μου με τον Φαίδωνα… τάδε… δεν μπορώ να εξηγήσω , γιατί δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την τύχη του περιεχομένου του φακέλου εκείνου. Ήταν ανεξήγητη ενέργεια
που μοιάζει να ήθελε να τα ξεφορτωθεί. Μπορεί να αφορούσαν κάτι που τον πονούσε και δεν μπορούσε να το καταστρέψει μήτε να το κρατήσει κοντά του.
Όσες φορές κι αν συναντηθήκαμε αργότερα, πάντα σε επίπεδο φιλικής σχέσης, άψογος, κύριος με όλη τη σημασία της λέξης, υψηλού διαμετρήματος άνθρωπος, δεν αναφέρθηκε στα ποιήματά του ποτέ. Από εκείνα τα χειρόγραφα ολιγόστιχα ποιήματα πάνω στα κακοποιημένα χαρτάκια δεν έχω συγκρατήσει παρά ένα μισό που έχει σχέση με το λειτούργημά μου, είχε θέμα τους Δασκάλους:
«…Τρανέψαμεν εσήμερα
θωρούμε τους δασκάλους,
[…]
τους βλέπουμε μεγάλους
[…]
όμως χωρίς ιδανικά…»
κι ένα ακόμα που μου ήρθε μόλις στο νου, αυτό, νομίζω, το θυμήθηκα ολόκληρο, ίσως γιατί απευθυνόταν σε κάποια κόρη που τον είχε πληγώσει, δεν ξέρω. Μπορεί και να ήθελα τότε να είχε γραφτεί για χάρη μου, αλλά η «γλυκιά κόρη» προϋπήρχε, μήτε έχει καμιά σημασία για μένα:
Κόρη γλυκιά, δεν φταις εσύ
που σού ’γραψα τραγούδια ερωτικά.
Τα μάτια σου, κυρά μου,
τα μάτια σου τα πλάνα μιλούν ποιητικά.
Κι άλλα θε να σου γράψω
κι ίσως για σένα κλάψω
κρυφά και μυστικά.
Πέρασε, όπως πέρασε ο χειμώνας, ήρθε η ολάνθιστη άνοιξη, πιο νωρίς εκείνη τη χρονιά, ο τόπος μας γέμισε ία μενεξελιά, ροζ κρινάκια, στα πλάγια ξεπετάχτηκαν ολάνθιστοι ασφόδελοι, ασφάκες, σπάρτα κι ασπάλαθοι, πλημμύρισε το μικρό μας σύμπαν αρώματα κάθε λογής και μύρα, λοφάκια ευωδερά και κάμπους μοσχομύριστους και μοσκοβολισμένους. Ο κόσμος ξεχύθηκε από νωρίς, μόλις ημέρεψε ο καιρός στα καπνοχώραφα. Τότε όλα τα χωριά μας ασχολούνταν αποκλειστικά με την καπνοκαλλιέργεια που άρχιζε από τον Φεβρουάριο με τη σπορά και το πότισμα των φυντανιών κι από τα μέσα Μαΐου, ανάλογα με τον καιρό και το ορισμένο μέγεθος των μικρών φυτών, άρχιζαν τα φυτεύματα, γέμιζαν τα χωράφια κόσμο. Άλλοι σκυμμένοι φύτευαν με ξύλινα σουβλιά, οι πολλοί, άλλος με το λάστιχο ακολουθούσε και πότιζε ρίζα, ρίζα τα φυτεμένα μικρά φυτά για να «πιάσουν», να ριζώσουν, άλλος έφερνε φυντάνια, άλλοι έκαναν άλλες βοηθητικές δουλειές.
Αρχές του τελευταίου δεκαημέρου του Ιουνίου, τελειώνοντας τα σχολεία, άρχισε η συλλογή των «γινωμένων» φύλλων του καπνού. Δουλειά δύσκολη, νύχτα με νύχτα. Μαζεύαμε νύχτα με φεγγάρι ή λάμπα θυέλλης, τα κίτρινα φύλλα από ρίζα σε ρίζα, τότε ήταν που κάθε ασέληνη νύχτα, μόλις έκανε την εμφάνισή του το «άστρο της αυγής», ο Αυγερινός, άρχιζε να χαράζει το πρόσωπο της νέας πέρας. Και με την ανατολή του ήλιου γυρίζανε στο σπίτι και, στη σκιά πια, καθόμασταν κι αρμαθιάζαμε.
Τους επισκέπτες μας τους υποδέχθηκε, θυμάμαι, ο πατέρας μου ξυπόλυτος, γιατί υπέφερε από κάλους και μόλις έμπαινε στο σπίτι, ό,τι καιρός και να ήταν, έβγαζε παπούτσια και κάλτσες, και δεν είχε κανένα πρόβλημα να υποδέχεται και να φιλοξενεί τους επισκέπτες του, όποιοι και να ήταν, και σε ό,τι μπορούσε να φανεί χρήσιμος. Η εγκαρδιότητα υποδοχής και η φιλοξενία ήταν από τα σημαντικά προσόντα του πατέρα μας, που το κληρονομήσαμε όλα τα παιδιά του. Τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του, ιδεολογικές εμμονές, περισσότερο, τα πήρε μαζί του.
Η μεγάλη μου αδερφή τους φίλεψε γλυκό, φρέσκο βύσσινο εποχής με δροσερό νεράκι κι ο πατέρας, όπως χαιρόταν να έχει ακροατήριο και να διηγείται ιστορίες, όταν του δινόταν ευκαιρία, αρχαιολάτρης «μέχρι το κόκαλο», ανέπτυξε εν συντομία, πολύ παραστατικά την ιστορία του τόπου και του «Παλιόκαστρου», συνδυασμένη με τις πολιτικές του απόψεις, έτσι ξυπόλητος, καθισμένος άνετα στο κάθισμά του. Και όσο έβλεπε πως ενθουσίαζε τους επισκέπτες του, τόσο πιο ενδιαφέρουσα έκανε την αφήγησή του. Όταν μάλιστα σηκώθηκαν να πάρουν τα πλάνα που ήθελαν από τον εξώστη, ο πατέρας τους πρότεινε να καθίσουν μετά για φαγητό, «από τα βρισκούμενα», αρχαιοελληνικά, όπως την εποχή του Ομήρου, καθότι πλησίαζε μεσημέρι. Α, όσο γι’ αυτό δεν πέρασε άνθρωπος από το σπίτι μας – και δεν ήταν και λίγοι – χωρίς να δοκιμάσει τις πίτες, τη «σπεσιαλιτέ» μας. Αλλά δεν είχαν χρόνο.
Τους συνόδεψα ίσαμε το αυτοκίνητό τους πιο κάτω στη δημοσιά. Σε κάποια στιγμή, στην καμπή του ανώμαλου χωματόδρομου, στάθηκαν και κάτι έλεγαν μεταξύ τους, ενώ είχα προχωρήσει λίγο διακριτικά, και παίρνει το αφτί μου:
–Τι λες, άξιζε τον κόπο; ρωτάει ο συνοδός το σκηνοθέτη.
–Με βυζαντινή μοιάζει! Δες φιγούρα! Απάντησε ο Ροβήρος Μανθούλης.
–Μα, γι’ αυτό σε έφερα εδώ, του είπε εκείνος.
Πού να φανταζόμουν πως η στιχομυθία αφορούσε εμένα. Ένα πλάσμα τόσο δα, λίγο πιο πάνω από ενάμισι μέτρο ήμουνα, αχτένιστη, με τη λερωμένη μοβ ρόμπα του καπνού, σαγιονάρα της κακιάς ώρας και τα ατελείωτα μαλλιά μου, μαζεμένα όπως όπως από τη νύχτα, πίσω και πάνω πρόχειρα, και με τη βαριά μυρωδιά του χλωρού καπνού πάνω μου. Όσο για τα χειρόγραφα εκείνα ποιήματα, ιδέα δεν έχω τι απέγιναν. Άλλαξε τόσο πολύ η ζωή μου μετά.
Παλαιό Φάληρο, Πρωτομαγιά 2022.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου