Ελένη Χωρεάνθη


24 Μαϊου 2016. Καλλιθέα, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Καλλιθέας,
Παρουσιαση τριών σύγχρονων Ελληνίδων ποιητριών:
Ελένης Γκίκα, Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου, Χρυσούλας Σπυρέλη


Αθήνα – Θεσσαλονίκη- Αγρίνιο
Έχω την τιμή και τη χαρά να σας παρουσιάσω τρεις σύγχρονες Ελληνίδες ποιήτριες ως εκπροσώπους τριών γενεών (δεκαετιών)
Είναι γεγονός ότι υπάρχει πλούσια ποιητική «γυναικεία» παραγωγή, στο σύνολό της αξιοπρόσεκτη. Με τον ιδιαίτερο τρόπο που κάθε ποιήτρια αντιλαμβάνεται τον κόσμο που μας περιβάλλει με τα προβλήματα και τα ερεθίσματα που προκαλεί, αποτυπώνει μετουσιωμένους σε ποίηση τους στοχασμούς της.
Δεν ξέρω πόσο, και αν, ωφελεί ο απόλυτος σουρεαλισμός στη σύγχρονη ποίηση. Κυριαρχεί στο έργο πολλών, γυναικών κυρίως, ως ο πιο εύκολος τρόπος έκφρασης. Ο αναγνώστης, ωστόσο, δεν είναι υποχρεωμένος ούτε έχει την πολυτέλεια και τον χρόνο σήμερα ειδικά, που όλα τρέχουν και τρέχομε να προλάβουμε, δεν ξέρω τι, να ψάχνει ή να εικάζει τι μπορεί να θέλει να πει ένας αποσπασματικός λόγος με κατακερματισμένες φράσεις/ στίχους που πάνε δρασκελώντας από το ένα θέμα στο άλλο και κάθε στίχος παραπέμπει αλλού, αν παραπέμπει και δεν είναι σύνολο κενών περιεχομένου λέξεων.
Την κοινή παρουσίαση τριών Ελληνίδων ποιητριών, κατά κάποιον τρόπο, την υπέβαλαν οι ίδιες με τα ενδιαφέροντα, παρεμφερή θέματα που τις απασχολούν και διαπραγματεύονται δίνοντας τη δική της ποιητική διάσταση κάθε μια, ανάλογα με τις προσωπικές της προτιμήσεις και αξιολογήσεις.
Τρεις νέες γυναίκες, καινούριες, δυναμικές, πολλά υποσχόμενες Ελληνίδες ποιήτριες, πέρα από αναμενόμενες και αιτιολογημένες υπαρκτές διαφορές στην αντιμετώπιση και διαχείριση των προβλημάτων του σύγχρονου κόσμου και των προσωπικών θεμάτων που τις απασχολούν, υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, μια κοινή συνισταμένη: ο άνθρωπος και η μοίρα του, το Αύριο του κόσμου.
( Γενικότερα, η σύγχρονη ποίηση, όπου συναντάται, έχει βγει από τον εαυτό της, από τον ερμητισμό και τα προσωπικά εσώψυχα των δημιουργών, αφήνοντας στο περιθώριο ερωτικά και αισθηματικά παραληρήματα και ασχολείται με ουσιαστικά θέματα.
Δεν είναι διόλου περίεργο που υπάρχει μεγάλη και ποιοτική ποιητική παραγωγή τα τελευταία χρόνια, σε καιρούς ηθικής και πολιτικής, κυρίως, παρακμής, μεγάλης οικονομικής κρίσης και πρωτοφανούς δοκιμασίας συνειδήσεων και αντοχής των αξιών. Όπως δεν είναι περίεργο που ανθεί η γυναικεία ποίηση. Όπως δεν είναι λόγος επαρκής ότι ακόμα και σήμερα, εκδίδονται ποιητικά βιβλία γιατί μπορεί καθένας να πληρώσει ένα ποσόν, προκειμένου να δει το όνειρό του πραγματικότητα, χωρίς οικονομικό όφελος. Ούτε για να προβληθεί το όνομά του. )
Ο πραγματικός λόγος είναι η μοναχικότητα του ατόμου που κατά κάποιον τρόπο του έχει επιβληθεί από τις συνθήκες ζωής, η αγωνία που τρώει τα σωθικά, η ανάγκη για επικοινωνία, για καταγγελία, για δημοσιοποίηση σοβαρών προβληματισμών. Είναι η βαθύτερη ανάγκη του ατόμου να εκτεθεί στο κοινό, να ενώσει τη φωνή του, τα συναισθήματά του με των πολλών ενάντια στην αλλοτρίωση, ενάντια στην καταπάτηση των δικαιωμάτων, στην ηθική και την άλλη καθημερινή ρύπανση του περιβάλλοντος.
Όσο περνούν τα χρόνια, όλο και περισσότερες Ελληνίδες ποιήτριες κάνουν αισθητή την παρουσία τους στο χώρο της λογοτεχνίας γιατί τολμούν να «εκτεθούν», γιατί έχουν αρθρωμένο ποιητικό λόγο. Γιατί τολμούν να μιλήσουν, γιατί έχουν φωνή. Οι παλιότερες Ελληνίδες ποιήτριες μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού κι εκείνες δακτυλοδεικτούμενες ήταν, όπως και κάθε γυναίκα που τολμούσε να αναμετρηθεί με το ανδρικό κατεστημένο. Σήμερα, αν κρίνω από τις ποιητικές συλλογές που φτάνουν ως εδώ, τα ποσοστά είναι πολύ διαφορετικά τόσο σε αριθμό όσο και σε ποιότητα και δυναμική.
Οι Ελληνίδες δημιουργοί έχουν βγει από το καβούκι τους και πολεμάμε το όποιο κατεστημένο με όλα τα μέσα και με τον ποιητικό, ποιοτικό, ουσιαστικό λόγος τους, στο σύνολό τους.
Οι τρεις κυρίες που θα μας απασχολήσουν σήμερα,
επιλέχτηκαν από ένα σύνολο τριάντα σύγχρονων Ελληνίδων ποιητριών που με απασχόλησαν τον τελευταίο διάστημα, ως εκπρόσωποι και τριών δεκαετιών και τριών περιοχών της πατρίδας μας, ήτοι 80 Ελένη Γκίκα (Αττική-Αθήνα), 90 Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου (Θεσσαλονίκη) και Χρυσούλα Σπυρέλη 2000 (Αγρίνιο-Αιτωλοακαρνανία), αλλά και γιατί όλες έχουν έναν κοινό παρονομαστή: το πένθος για τον πατέρα.
Το που συγκλίνουν και πού αποκλίνουν οι απόψεις, οι θέσεις και ο ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης κάθε μιας θα από τις απαντήσεις που θα δώσουν στις ερωτήσεις και απορίες μας και από τα ποιήματα δικής τους επιλογής που θα μας διαβάσουν σε μια διαπροσωπική-διαλογική μορφή, σε μια φιλική συνομιλία.


Στην περίπτωση της ποιήτριας και πεζογράφου Ελένης Γκίκα που συνήθως εκφράζεται ποιητικά μέσω των συμβόλων, υπάρχει τούτο το χαρακτηριστικό: στις τέσσερεις από τις εφτά ποιητικές συλλογές που έχει εκδώσει ίσαμε τώρα οι τρεις έχουν τίτλο τέσσερις λέξεις, που αρχίζουν από το ίδιο γράμμα, και σαφώς προϊδεάζουν τον αναγνώστη για το περιεχόμενο των ποιητικών συνθέσεων, όπως: "Μέλι, μελό, μέλισσα, μάλιστα...", η τέταρτη, "Έως, εαρινός, έρημος, έρχομαι...", ή πέμπτη, "Σώμα, σταυρός, σάρκα, σταυρώθηκα..." η έκτη, και "Θόλωσα, Θύελλα,
θάμβος, θυμήθηκα..." η έβδομη και πρόσφατη ποιητική συλλογή της.
Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο. Η ποιήτρια εκφράζει πρώτα με τον τρόπο αυτό πολύ περιληπτικά το μέρος εκείνο του βιωμένου χρόνου που μ' αυτό επιθυμεί να δηλώσει τη σχέση της ή και την εξάρτησή της από τον κόσμο και τα πρόσωπα που την περιβάλλουν και της προξενούν συγκινήσεις, που τη χαροποιούν ή τη θλίβουν με τα πάθη, τα παθήματά τους ή και με τις εκούσιες και ακούσιες συμφορές τους.
Θα παρατηρούσα ακόμα πως υπάρχει μια προϊούσα λεκτική πορεία και εξέλιξη στο ξεδίπλωμα των στοχασμών της: ξεκινάει με λέξεις/ έννοιες "γλυκές", που παραπέμπουν σε γεύσεις, συνεχίζει με λέξεις που ενέχουν το στοιχείο της ευωδίας, αλλά και της ερημίας, προχωρεί σε κείνες που σημαίνουν πόνο και οδύνη, για να καταλήξει σ' ένα άλλο τοπίο όπου επικρατεί κατ' αρχήν μια σκοτεινότητα, που δίνει τη θέση της στη θύελλα, στον ανεμοστρόβιλο των παθών που σαρώνει τον κόσμο της ψυχικής γαλήνης, αλλά περνάει από κει στο θάμβος, στην έκσταση, στη λύτρωση, για να καταλήξει στο καταφύγιο της ψυχής που είναι η μνήμη, στη θύμηση των πεπραγμένων, στην κάθαρση.
Θα μπορούσε κανείς εύλογα να χαρακτηρίσει την ποίηση της Ελένης Γκίκα ως φιλοσοφημένο ελεγείο για την απουσία πολύ αγαπημένων της. Η ποιήτρια δεν αποδέχεται την αναγκαστική φυγή του πατέρα. Θεωρεί πως ενοικεί στον ίδιο χώρο, εκλογικεύει με θαυμαστό τρόπο το αναπότρεπτο γεγονός, αφού βίωσε ολοκληρωτικά την οδυνηρή απώλεια, φόρεσε θαρρείς κατάσαρκα το κενό, κι «ο φοβερός εχθρός / έγινε φίλος».
Αφετέρου, θα ήταν δυνατό να εκληφθεί και «σύνοψις» των πεπραγμένων του ποιητικού της χρόνου/χώρου. Γιατί, ενώ σε πρώτο επίπεδο την απασχολεί το κενό που άφησε ο προσφιλής απών και το οποίο πληροί η δική της αδιάλειπτη ζώσα παρουσία, σε άλλο επίπεδο αποτυπώνεται η στωική αντιμετώπιση που επιτυγχάνεται με τη συνέργεια/συνωμοσία των αντιθέτων, την αντίφαση: απόρριψη> <οικείωση.
Η μη παραδοχή του γεγονότος δημιουργεί ένα ανάχωμα που υποστηρίζει και υποστυλώνει την αμετακίνητη πίστη στην αέναη πνευματική / άυλη παρουσία του εκλιπόντος σωματικά πατέρα, αλλά και την απτή ύπαρξή του πάνω σε ό, τι άγγιξε, χάιδεψε η πνοή του, πάνω σε ό, τι ακούμπησε κι αποτυπώθηκε η αφή του, όπως συμβαίνει με τη μαγεία και τη γοητεία που υπάρχει και ελκύει στους αρχαιολογικούς χώρους.
Η ποιήτρια Ελένη Γκίκα όχι μόνο τη νιώθει την αόρατη παρουσία του, αλλά συμβιώνει με τη θαυμαστή πραγματικότητα που περιγράφει αριστουργηματικά απλά με λιτούς, κατανοητούς στίχους:
«Από τις Κυριακές θα πιαστώ
να ξαναβρώ την αρχή
θα μου δώσεις το βήμα;»
λέει κι αναφέρεται στη μεγάλη απουσία του πατέρα της που ωστόσο είναι πάντα παρούσα κι ας είναι «Ύπαρξη άπιαστη», εκείνη τον νιώθει πάντα κοντά της και του μιλάει λες και είναι εκεί και την ακούει. Του μιλάει με λόγια γλυκά και τρυφερά:
«Κι όμως το ξέρω
στο μισοσκόταδο αεράκι η ανάσα σου
σε λίγο να έρχεται πάλι και πάλι»,
γιατί το νιώθει πως είναι εκεί η άυλη παρουσία του και γεμίζει τη μοναξιά του δωματίου. Είναι ο πατέρας, το άλλο Εγώ της.


«…Είναι γιατί ένας άγγελος
…τις νύχτες με ακολουθεί
Στ’ αυτιά μου ψιθυρίζοντας
Πως στην αυλή της εκκλησιάς
Στο πέτρινο παγκάκι
Ένας Χριστός που ανέστη
Μονάχος ξεπαγιάζει»
(ΜΟΝΑΧΟΣ ΞΕΠΑΓΙΑΖΕΙ)
Ξεκινάω τη σύντομη περιήγηση στα ποιητικά τοπία της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου από ένα ποίημα απλό στη σύνθεσή του φαινομενικά, αλλά πολλά σημαίνον, γιατί δίνει μοναδικά, θα έλεγα, την εικόνα του σύγχρονου κόσμου, ενός κόσμου που έχει περιφρονήσει όλες τις αξίες, που έχει ξεχάσει τον Θεό του. Γι’ αυτό μια υφέρπουσα θρηνητική χριστιανοσύνη συνοδεύει τον απόηχο μακρινής προσευχής.
Είναι συγκλονιστικό γιατί είναι αληθινό. Είναι γυμνό γιατί είναι ξέσκεπο σαν την αλήθεια. Δωρικό, γιατί είναι ποίημα. Αυτά. Τι άλλο να προσθέσω εδώ! Έχω κάτι, ωστόσο, να πω. Είναι αληθινό όπως η Άννα που έμαθε να γράφει σωστά: Τέλος. Τη μόνη αδιαπραγμάτευτη αλήθεια!
Επιδόρπιο προσφέρεται στους καλεσμένους σε δείπνο. Είναι το τρίτο πιάτο που καλύπτει το τρίτο και τελευταίο μέρος, συνήθως, είτε επίσημων δείπνων ή συμποσίων εργασίας. Σ’ εκείνα τα δείπνα εργασίας το «επιδόρπιο» μπορεί να έχει ευχάριστη γεύση, μπορεί και να αφήνει δυσάρεστη ίσαμε πικρή γεύση.
Κάτι σαν επιδόρπιο έρχεται συχνά μετά το αποτέλεσμα μιας πράξης χαρά ή λύπη, γλύκισμα ή πικρός καφές παρηγοριάς, ίσως και τα δυο μαζί συνταιριασμένα για να επισφραγίσουν τελεσίδικα την έκβαση ενός γεγονότος, μιας υπόθεσης, κυρίως αισίως. Ωστόσο η ζωή τραβάει αδιάφορη την ανηφόρα βαρώντας το κεφάλι της στους τοίχους της αδιαφορίας που συναντάει στους δρόμους του καιρού.
«Οι ιστοριούλες από την Αγία Γραφή που της διάβαζε η μαμά της τα βράδια από ένα πράσινο δερματόδετο βιβλίο, καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού της», όπως και η επαφή της ποιήτριας με τα κλασικά κείμενα στην παιδική και την εφηβική ηλικία και οι σημαντικοί ποιητές και συγγραφείς Έλληνες και ξένοι, εννοώ τα έργα των δημιουργών, καθώς και η γνωριμία της με σημαντικούς σύγχρονους δημιουργούς έχουν συμβάλει σημαντικά στη διαμόρφωση μιας προσωπικής ποιητικής γραφής ευρέος φάσματος, άνετα δυναμικής.
Μιας ποίησης, που αν και προσωπική και σταθερή σ’ ένα κομβικό σημείο, όπου συναντώνται οι άξονες των προβληματισμών της, απλώνεται σε πολλαπλά επίπεδα και, χωρίς να χάνει τον βηματισμό και τον ειρμό των σκέψεων αναλύει γεγονότα και καταστάσεις τόσο σε προσωπικό/ ατομικό, όσο και σε επίπεδο διαπροσωπικών και διανθρώπινων σχέσεων με ένα αξιοσημείωτο δυναμισμό
Παρακολουθώντας την πορεία της μέσα από (6-2) ποιητικές συλλογές σε διάστημα τριάντα ετών (1986-2016), διαπιστώνω πως η Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου, κατά μέσον όρο, μοιράζει τον ποιητικό της χρόνο ανάλογα με τα βιώματα που την απασχολούν, σε πενταετίες.
Το δράμα που βιώνει η ποιήτρια, τόσο στην καθημερινότητά της όσο και ποιητικά αποτυπώνεται αφομοιωμένο στο έργο της, δεν είναι διαφορετικό, αλλά συμπίπτει με το καθολικό δράμα που βιώνει ο σημερινός οικουμενικός άνθρωπος. Είναι ένας βαθύτατος εσωτερικός, ενδόμυχος, περίπου ενδομήτριος πόνος που δεν την εγκαταλείπει από τον πρώτο ως τον τελευταίο λόγο, από το πρώτο άγγιγμα της πραγματικότητας ίσαμε το καταληκτικό της κάθε απόπειρας επαφής με τον άλλο άνθρωπο, τον δικό, τον ερωτικό σύντροφο:
«Αν έφευγες
Μια εκκλησια χωρίς εσταυτρωμένο
Θα ήταν η αγκαλιά μου».
Αλλά και τον ξένο, τον πλησίον, τον προσφιλή, τον αδιάφορο, η τρυφερή ανάμνηση εφηβείας την ακολουθεί διανοητικά κι αποτυπώνεται ποιητικά:
«Υπάρχουν λίμνες δακρύων σιωπηλές
….Σ’ εφηβικά λευκώματα
Άνθρωποι που πέρασαν από τη ζωή μας
Κι άλλοι που πέρασαν από την ψυχή μας».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ζωή όσο γλυκιά κι αν είναι όταν τη ζεις ολοκληρωτικά, χωρίς εκπτώσεις, χωρίς «σύμφωνα συμβίωσης», αλλά ως δωρεά που σου ανήκει, τόσο πικρή είναι συνήθως η εμπειρία που αποκτάς. Μπορεί να γίνεσαι σοφός. Αλλά το πληρώνεις πολύ ακριβά. Το τίμημα είναι πολύ μεγάλο. Πάντα μένεις με κάποιο υπόλοιπο χρωστούμενο, με κάποιο έλλειμμα μέσα σου. Από κάθε ποίημα, ωσάν από κάθε τρυφερή αγκαλιά, η ποιήτρια προβάλλει από την καταχνιά του κόσμου που την περιβάλλει, όπως ομηρική ροδοδάκτυλη αυγή από την καταχνιά του πόντου, εκστασιασμένη ατενίζοντας στο βάθος του ορίζοντα ίσαμε εκεί που ο δρόμος πάντα τελειώνει.
Η Ευτυχία – Αλεξάνδρα το γνωρίζει πολύ καλά πως ο πόνος κι ο χρόνος, η απουσία και η μνήμη, η απορία, το γιατί των σχέσεων και των αντιφάσεων, το γιατί της ύπαρξης είναι περιεχόμενο ζωής. Και φαίνεται πως έχει ξοδέψει πολύ χρόνο γι’ αυτή την πίκρα που κουβαλούν οι στίχοι της από την αρχή ίσαμε το τέλος της έως εδώ ποιητικής διαδρομής της. Και μια περιρρέουσα, εξακολουθητική θλίψη, μια απουσία και αναζήτηση την ακολουθεί. Και είναι:
«Αυτή η μνήμη της αφής για ενός λεπτού
Ανάπαυση»,
η έλλειψη επικοινωνίας, η κατασταλαγμένη οδύνη στον πόνο των πραγμάτων. Πολύς εσωτερικευμένος πόνος, πολλές απώλειες έχουν περάσει από τη ζωή της κι έχουν αφήσει τα ίχνη τους πάνω της που σωματοποιούνται και ενσωματώνονται σ’ έναν διαυγή συνεχιζόμενο διαλεκτικό μονόλογο με την απουσία. Αν και κυριαρχεί δωρική, αιχμηρή αυστηρότητα, συχνά κάνει αισθητή την παρουσία της με θρησκευτική ευλάβεια η παιδική αθωότητα:
«…Όμως πριν φύγω δείξε μου
Με τη χλωμάδα ενός κεριού
Την Παναγιά
Που στρώνει στο μικρό Χριστό
Για να πλαγιάσει»
Ποίηση καθαρή, δωρική, πολυσήμαντη πολυεπίπεδη, χωρίς να ξεφεύγει από το κέντρο, από την αρχή της, από το σταθερό σημείο του ποιητικού κόσμου της, κινείται σε ομόκεντρους διευρυνόμενους κύκλους με γνώμονα πάντα τις διαπροσωπικές και διανθρώπινες σχέσεις.
Παντού η απουσία, το κενό, η έλλειψη. Τα θρησκευτικά βιώματα υποβάλλουν στίχους κατανυκτικούς όσο και καταλυτικούς:
«…και πόσο να παραμονεύεις το Θεό
του απολεσθέντος ήχου του εφημέριοι
πόσο την απουσία να χαρτογραφείς
τους όρθρους με χόρτο καμένο να ντύνεις;»
Στον συνεχιζόμενο από ποίημα σε ποίημα κι από συλλογή σε συλλογή εσωτερικό μονόλογο υπάρχει το «εμείς», είναι ένας μονόλογος για δύο. Πίσω από κάθε λέξη, κάτω από κάθε στίχο, κρύβεται μια ατομική τραγωδία. Όσο πιο έντονα βιώνει την πραγματικότητα, τόσο πιο δυνατή είναι και η εκφορά του λόγου, τόσο πιο καίρια και μοναδική είναι και η σύνθεση του ποιητικού μορφώματος σε ποιητικό γεγονός.
Κάθε επί μέρους ποίημα αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης σύνθεσης, ενός συνεχούς διαλόγου με την πραγματικότητα, με τη ζωή της κάθε μέρας, ενός γεγονότος, μιας τελειωμένης πράξης «σε χρόνο υπερσυντέλικο», όπως έρχεται από μακριά η φωνή του άλλου, μπορεί και του εαυτού της που:
«‘ Ήχους ν’ ακούω’» έλεγε «‘περαστικούς κι απόμακρους
Όπως η ύπαρξή μας’».
Ο βιωμένος χρόνος οριοθετεί τις κινήσεις στο βλέμμα του άλλου. Η ποιήτρια καταγράφει με διαύγεια και ευκρίνεια τους στοχασμούς της όπως έχουν απομνημονευτεί σε χρόνο άχρονο στη ζωή της από τρεις διαφορετικούς κόσμους και πολιτισμούς που άφησαν τη σφραγίδα τους πάνω της: Κωνσταντινούπολη, Γερμανία, Ελλάδα. Καταγράφει στιγμές του βίου σημαδιακές σημαίνουσες επεισόδια ζωής κατακερματισμένης, γράφει ποίηση με τα κομμάτια της θρυμματισμένης παιδικής και εφηβικής ηλικίας, που βάζει την υπογραφή του, ένας φευγάτος, τελειωμένος έρωτας κι αφήνει πίσω του απέραντη ερημιά. Και είναι τόση η μοναξιά που την περιβάλλει που την κάνει να πάρει μια γενναία απόφαση για να επιβιώσει:
«Κάποτε θα με πάρω αγκαλιά να με παρηγορήσω
Έτσι λεπτά ντυμένη που γεννήθηκα».
Έχει μια ευθύβολη, εφιαλτική γυμνότητα η φιλοσοφούσα και φιλοσοφημένη αντιμετώπιση των πραγμάτων, η πλατειά κι από περιωπής θεώρηση της ζωής, η υποβόσκουσα ενίοτε στωική αναλγησία και η καυστική ειρωνεία, όπως εκφέρεται στην ποίησή της που είναι λίγες οι στιγμές της σταχτοπούτας, κι έξω από το λίγο της χαράς παραμονεύει η διάψευση.
Όσο προχωράει γίνεται πιο σαφής. Δεν μπερδεύεται στα σύμβολα και στους γριφώδεις συμβολισμούς. Από συλλογή σε συλλογή αλλάζει ο τόνος της φωνής, η χροιά των ήχων μεταβάλλεται, διαμοιράζεται το περιεχόμενο των στιγμών:
«Σ’ ένα τραπέζι χειρουργείου
Όπου βαθύτερα απ’ το απρόβλεπτο
Η νοσταλγία τεμαχίζει»,
ο λόγος γίνεται καυστικός, συντελείται μια διαρκής σύνθεση και αποσύνθεση, Η ποιήτρια βγαίνει από τον εαυτό της και καταγράφει ό, τι συμβαίνει και στην κοινωνική ζωή, μια πραγματικότητα δίχως φως. Το ατομικό άχθος συμπίπτει με το γενικό, είναι διαρκής και πανταχού παρών:
«ο αδαπάνητος χαμός…»,
η μόνη σταθερή και «αδαπάνητη» πραγματικότητα, η μόνη δεδομένη αλήθεια: Τα πάντα ακολουθούν την πορεία προς ένα τέλος που είναι πάντα μια καινούρια αρχή Και το ατελείωτο σχήμα του ποιήματος που λέγεται και είναι ΖΩΗ, συνεχίζεται.
***


Η σχολική σύμβουλος Χρυσούλα Σπυρέλη είναι εξαιρετική φιλόλογος με ευρύτερες σπουδές, είναι μια σοβαρή ερευνήτρια με δημοσιοποιημένο αξιόλογο δοκιμιακό έργο. Προικισμένη με ποιητική ευαισθησία και με επαρκή επιστημονική κατάρτιση στις αποσκευές της, έχει την άνεση να συναρθρώνει, να δομεί σωστά, να υποστυλώνει και να υποστηρίζει το έργο της μεθοδικά και συστηματικά με σοβαρά επιστημονικά κριτήρια.
Ως ποιήτρια, εμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας με την ποιητική συλλογή «Τήλε φάος», εκδοθείσα στο Αγρίνιο το 2002. Είναι αρκετά νέα στο χώρο με τρεις, ωστόσο, αξιοπρόσεκτες ποιητικές συλλογές: «Τήλε φάος», «Χρωματιστές ενδείξεις», Γαβριηλίδης, Αθήνα 2011 και «Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά/ πάρε και τον πατέρα», Εκδόσεις γράμμα, Μεσολόγγι 2015.
Με την πρώτη ποιητική συλλογή Τηλε φάος, καταθέτει τους προβληματισμούς της για την έκφραση και τον ποιητικό λόγο. Με σηματωρό της το φως της καθάριας φύσης επιστρέφει στον παράδεισο της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, στον κόσμο της αθωότητας, στα δύσβατα φυσικά και ανθρώπινα τοπία μιας εποχής, σκληρής όσο και όμορφης, στερημένης όσο και αγαπητικής. Η ποίησή της είναι ουσιαστική, η φωνή και η γραφή της καθαρή, ευανάγνωστη. Χωρίς εξάρσεις και μεγαλοστομίες μεταφέρει απλά κι ανεπιτήδευτα τον πλούτο της βουνίσιας, της πάναγνης βιωμένης ποιητικής της οικουμένης. Ο απλός ποιητικός της λόγος, ωστόσο, παραπέμπει σε μαθητεία και σπουδή κλασικών κειμένων, μια πραγματικότητα που επιβεβαιώνεται με το πέρασμα στις «Χρωματιστές ενδείξεις», όπου η συνειδητοποίηση ότι «Λύκοι λυμαίνονται αγέλες / θηλυκών ελαφιών / και γεμίζει / με τέρατα η Αρχαία Αρκαδία», υποβάλλει στην ποιήτρια το φοβερό: «προφητεία ανεμόπνευστη, /περνάει στις φλέβες μου/ φόβου θανάτου» και να επιστρέψει στα πονεμένα τοπία της παιδικής ηλικίας, να μπει στης μητέρας «το κάδρο το παλιό με το στημένο βλέμμα» για να στεριώσει.
Τώρα ξέρει γιατί γράφει ποιήματα: για να μπορεί να ταξιδεύει παντού με τις λέξεις, με τα φτερά των στίχων, Γράφει με απόλυτη φυσικότητα και βεβαιότητα:
«Πήρα παραμάσχαλα ένα ποτάμι
κι έφυγα τραγουδώντας».
Και με την ίδια σιγουριά, ως Πηνελόπη, καλωσορίζει τον επιστρέφοντα από την αναζήτηση του «πολύτροπου» πατέρα του, τον επαναστάτη γιο της Τηλέμαχο:
«Καλώς ήλθες, Τηλέμαχε, μακρινό μου φάος».
Και μην έχοντας πλέον καμιά ελπίδα επιστροφής του περιπλανώμενου, βλέπει που μένει η κλίνη αδειανή και μονολογεί καθώς:
«Σβήνει στο φως η μορφή σου.
Αιχμάλωτη σκόνη ο Έρως
κάθεται δίχως φτερά ανάμεσά μας».
Το φως, το σκοτάδι, ο άνθρωπος και η μοίρα του, η ζωή, ο έρωτας κι ο θάνατος, είναι οι αφετηρίες της ποίησής της, Αλλά η Χρυσούλα Σπυρέλη κάνει μια σημαντική ανατροπή και υπέρβαση με το καινούριο της ποιητικό βιβλίο που τιτλοφορεί με δυο εμβληματικούς στίχους του Μιχάλη Γκανά:
«Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα».
Πρόκειται για μια σύντομη καταλυτική στη δυναμική της σύνθεση, ένα τρυφερό νανούρισμα με γλωσσικά στοιχεία από την ατόφια βουνίσια καθημερινή ντοπιολαλιά και την παραδοσιακή ποίηση στον ετοιμοθάνατο πατέρα για του κάνει το πέρασμα στην άλλη ζωή γλυκύτατο ύπνο τραγουδώντας του σιγανά την απλή, στα βιωμένα τοπία της καθημερινής ιστορίας ζωή του.
Σύντομα, απλά, μιλώντας τη γλώσσα της καρδιάς του ξαναζωντανεύει στη μνήμη με λίγα σταράτα λόγια τις χαρές και τις λύπες της, τις αγωνίες και τις προσδοκίες του κάτι που πρέπει να είναι καθολικό ζητούμενο για να πάει μπροστά αυτός ο τόπος:
Σημαδεμένα γράμματα δε θέλω
να λέω.
Το Ε το ΔΕ το Σ
Το Ε το ΛΑ το Σ
Ψάξε τη γομολάστιχα της πρώτης
να στα σβήσω.
Να μείνει ο Μίμης μοναχός
να τραγουδάει η Βσδέκη:
«Μάνα μ’ σγουρός βασιλικός
Πλατύφυλλος και δροσερός».
Τον ξαναγυρίζει στην αρχή του στην πρώτη ανάγνωση και γραφή του κόσμου, για να πορευτεί νοερά στο ταξίδι της ζωής του και ν’ αποξεχαστεί, να λυτρωθεί από την αγωνία και τον φόβο του θανάτου και να περάσει στην άλλη διάσταση, στην άλλη πραγματικότητα ανώδυνα, ειρηνικά, ευτυχισμένος. Και κλείνει το νανούρισμα/ οδοιπορικό με το εξαίρετο «Αυτοβιογραφικό αφηγητή»:
«Γεννήθ’ κα το ’23.
Η μάνα πέθανε νωρίς.
Μεγαλώσαμι με τον πατέρα κι τ’ βάβω,
Με βρήκε ο πόλεμος δέκα εφτά χρονών.
Βγήκαμι όπως όπως στ’ν άκρ’.
Ήρθε ο εμφύλιος.
Έγιναν πολλά ανακατώματα.
Τέλος πάντων.
Ας τα’ αφήσουμε αυτά.
Παντρεύκα στα 35 .
Δούλευα με τ’ αδέρφια μ’ όπ’ έβρισκα μεροκάματο.
Το ’63 άρχισε το φράγμα στα Κρεμαστά.
Στον Αχελώο.
Δούλεψα εργάτ’ς να ζήσω τα’ φαμελιά.
Ύστερα στο Καστράκ’ , στο Μόρνο, στον Άραχθο.
Τέλος πάντων.
Δεν είναι τίποτα η ζωή.
Έφεξε και νύχτωσε…»
Έφεξε και νύχτωσε. Δεν είναι τίποτα η ζωή. Έφεξε και νύχτωσε. Ωστόσο, αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Η ζωή συνεχίζεται! Τον λόγο έχουν οι ποιήτριες
Πρόκειται για μια σύντομη καταλυτική στη δυναμική της σύνθεση, ένα τρυφερό νανούρισμα με γλωσσικά στοιχεία από την ατόφια βουνίσια καθημερινή ντοπιολαλιά στον ετοιμοθάνατο πατέρα για του κάνει το πέρασμα στην άλλη ζωή γλυκύτατο ύπνο τραγουδώντας του σιγανά την απλή, στα βιωμένα τοπία της καθημερινής ιστορίας της ζωή του θυμίζοντάς του τις χαρές και τις λύπες της, τις αγωνίες και τις προσδοκίες του, τον ξαναγυρίζει στην αρχή του για να πορευτεί νοερά στο ταξίδι της ζωής του για ν’ αποξεχαστεί, να λυτρωθεί από την αγωνία και τον φόβο του θανάτου και να περάσει στην άλλη διάσταση, στην άλλη πραγματικότητα ανώδυνα, ειρηνικά, ευτυχισμένος. Και κλείνει το νανούρισμα/ οδοιπορικό με το:
«Αυτοβιογραφικό αφηγητή

Καθιστές: Χρυσούλα Σπυρέλη, Μάριον Χωρεάνθη.
26 Μαρτίου 2022
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου