Ελένη Χωρεάνθη: Επιλογή/ παρουσίαση πεζογραφία/διήγημα
«… εσαλεύθη και έντρομος εγεννήθη η γη...».(Ψα. οε΄, στ. 20)
Ανέμιζε το μαυρομάντιλο του ζωντανού μας χωρισμού η μάνα και στύλωσε το βλέμμα στο μαντρότοιχο με τις ουλές από τις εκτελέσεις. Και παραπέρα η θάλασσα των οικτιρμών ανέκφραστη, σγουρή, κουφή, μελανοβλέφαρη.
“...Θάλασσα τους θαλασσινούς,
θαλασσάκι μου,
μην τους θαλασσοδέρνεις,
θαλασσάκι μου...”
Βρήκα τον κόσμο αδειανό. Πόρτες παράθυρα παντού κλειστά. Ξερό στην πόρτα το χορτάρι, μαύρα τα κεραμίδια στη σκεπή, σωρός τα σκοτωμένα χελιδόνια στον εξώστη. Στα σκαλοπάτια της απόδρασης ήτανε στοιβαγμένο τρεις οργιές κούφιο το χώμα. Βούλιαζε στην υγρή φωτιά και σφήνωνε στα πυρωμένα κράσπεδα η «απόφαση της λησμονιάς».
Ήταν πολλά τα καλοκαιρινά λιοπύρια κι έβραζε ο τόπος μας απ’ την ανυδριά στα καπνοχώραφα της πίκρας. Ατέλειωτες οι μέρες, μουδιασμένες του πικρού ξεριζωμού. Οι ώρες κουβαριάζοντας μεσοστρατίς τον άνεμο γίνονταν όνειρο φυγής απατηλό. Κι εγώ, με τις προοπτικές κατάσαρκα και τις αποσκευές μου στριμωγμένες στο δισάκι το νυφιάτικο της μάνας μου, ορθή στην κουπαστή επρόσμενα το ενδεχόμενο.
Πολλά τα σαπιοκάραβα δεμένα στο μουράγιο. Η άκρα σιωπή χόρευε ολόρθη στο σκοτάδι, δυνάμωνε την τύψη, βάραινε σαν πνοή του ταπεινού, άρθρωνε των δακρύων τις ροές, έτρεφε των καταφρονεμένων την οδύνη και λάξευε τη μοίρα στα πρόσωπα βρεφών που συλλαβίζανε στον ύπνο την αλήθεια. Η τρομερή νύχτα του κόσμου ερχόταν με γοργή περπατησιά και στοιβαζόταν πάνω στις στέγες των σπιτιών. Οι δρόμοι της μεγάλης πολιτείας άδειοι, παγωμένοι, γλιστεροί. Μια μουδιασμένη ατμόσφαιρα τύλιγε με πυκνή ομίχλη των δοκιμαζομένων τις μορφές.
Κι όπως στερέωνε στο σούρουπο η αράχνη τον ιστό της στα γυμνά κορμιά των δέντρων στα γκρεμά, πάνω στα πτώματα ακροβατούσαν τα κοράκια, ήρθε μαντάτο φοβερό. Και τα βουνά ανατρίχιασαν και δάκρυσαν οι λόφοι.
Κι έφτασαν τότε οι φίλοι από τη Βενετιά με τάματα και με καλούδια, με κίβδηλα χρυσαφικά, διαμαντικά, μαλάματα και δαχτυλίδια και πλουμιά για τα μαλλιά των κοριτσιών. Έφεραν γάλατα, ψωμιά, τυρί, βούτυρο, ζάχαρη, σταφίδες, γιατροσόφια κι επιδέσμους έφεραν να δέσουν τις πληγές των λαβωμένων, να μπαλσαμώσουν τις ουλές στους τοίχους απ’ τι εκτελέσεις. Και σταυρούς κουβάλησαν για τους νεκρούς και τους εσταυρωμένους που εκτελέστηκαν Μεγαλοβδόμαδο, Παρασκευή Μεγάλη στην Αγιά Τριάδα, στο Αγρίνιο.
Και πολλοί ξεγελάστηκαν νεκροί κι αναστηθήκανε και βγήκαν απ’ τους τάφους. Και κρεμάστηκαν στον τοίχο ένας κόμπος, αλυσοδεμένο σμάρι, όλες οι ψυχές των αδικοχαμένων.
Άνοιξε η στέγη του ουρανού κι έγειρε το σύμπαν προς το χάος. Κι αναστηθήκανε οι εκτελεσμένοι και κάθιζαν ολόγυρά μου στα χαλίκια κι απάνω στην καρδιά και στο μυαλό μου.
Ήρθαν όλοι τους εκεί με τις ψυχές και με τα κούφια τους κεφάλια στ’ αδειανά τους σώματα. Φορούσαν ρούχα γιορτινά οι πιο πολλοί, και κάποιοι βγήκαν τυλιγμένοι με το σάβανό τους. Ήρθαν κι οι προαιώνιοι νεκροί, νέοι που έφυγαν νωρίς με τρυφερά και σφριγηλά κορμιά και δεν γυρίσανε. Και είπαν: «πολέμησαν, έγιναν ήρωες» και τους έκαμαν αγάλματα, έστησαν και «ηρώα» στις πλατείες. Γυάλιζε στο χλομό τους πρόσωπο το άψυχο, το κρύο φως του φεγγαριού που πρόβαλε άξαφνα και στάλαζε πικρή δροσιά πάνω στα μνήματα.
Ήρθε κι ο γέροντας πατέρας μου ακουμπώντας στην πικρή του γνώση – πεντέξι αιώνες πριν είχε πεθάνει, κι εκείνοι που είχαν πέσει στα πεδία των μαχών. Έσερναν όλοι την ηρωική της ιστορίας τους σελίδα. Φορούσαν γκέτες ως το γόνατο και ρούχα εφέδρων οπλιτών απ’ τον Αλβανικό και δίκοχο, όπως σ’ εκείνη την ξεθωριασμένη τη φωτογραφία του Σαράντα.
Ήταν και η Σοφούλα με το κόκκινο παλτό, η Επονίτισσα, που πέθανε στα δέκα εφτά της στον Εμφύλιο από χτικιό για την ΙΔΕΑ, κι ας είναι βέβαιο πως δεν ήξερε τι σήμαινε. Ήταν και η Δαφνούλα μ’ ένα ρούχο στο κορμί της πολυκαιρισμένο, η δίδυμη αδερφή της η Κωστούλα με κουρέλια – πέθαναν και οι δυο σε μια βδομάδα από ασιτία – κι ο γείτονας που λίγα χρόνια πριν τον είχε φάει το χτικιό σ’ ένα χαγιάτι, η Φώταινα βυζαίνοντας το αγέννητο κι η θεια η Αλέξω που βασανιζόταν χρόνια απ’ την επάρατη. Άγγιξαν τις ουλές στους τοίχους με τα δάχτυλα κι ύστερα τράβηξαν τον ανήφορο κατά το μέρος των ψυχών, εκεί που κάποτε ήταν σκάλα, προχριστιανικά. Ύστερα ο δρόμος έφευγε μακριά μες στο σκοτάδι. Κι άξαφνα...
Άξαφνα έγινε τριγμός και σκόρπισαν συν δυο συν τρεις, έτσι όπως είχαν έρθει οι νεκροί, μετά το μεσονύχτι. Και το ένα ύστερα από το άλλο άρχισαν να πέφτουν τ’ άστρα τ’ ουρανού και κάθιζαν ολόγυρα στα δέντρα κι απάνω στους σταυρούς και στα μνημεία. Και το φεγγάρι βούλιαξε στον τάφο του παιδιού που πάτησε το φορτηγό στη δημοσιά – πάνε από τότε τόσα χρόνια...
Ήμασταν όλα τα παιδιά της γειτονιάς στη δημοσιά και παίζαμε τον «φέγγαρο» στο χωματόδρομο. Δεν ξέραμε πως ο θάνατος έρχεται κι από τις ρόδες φορτηγού. Μας έλεγαν για έναν άγγελο που στέλνει ο Θεός με μια χαντζάρα και παίρνει των γερόντων τις ψυχές και των κακών. Δεν φανταζόμασταν ότι μπορεί κι ένα δεκάχρονο παιδί, συμπαίκτης μας, ένα αγόρι τρυφερό, να λείψει άξαφνα απ’ το παιγνίδι, να γίνει λιώμα το καταμεσήμερο από μια καρότσα και να το πάρει ο Χάροντας μέσα σ’ ένα χράμι, κατά πως έγινε με το Χρηστάκη το ’48, κάπου εκεί..., μπροστά στου Ματζανά, σιμά στον ασβεστόλακκο.
«Γεια σου, παλιόφιλε!» του φώναξα, «χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Πάνε πολλά χρόνια από τότε που χωρίστηκαν οι δρόμοι μας. Εμείς γεράσαμε μαραίνοντας, ο δρόμος έχει άσφαλτο κι εσύ είσαι ακόμα τόσο νέος, τρυφερός, ένα παιδί, όπως ήσουν τότε στο Δημοτικό που παίζαμε σαλίγκαρο, κουτσό… Δεν με θυμάσαι; Δεν θυμάσαι τίποτα;»
Δεν μίλησε. Δεν φάνηκε να πρόσεχε τα λόγια μου ή δεν άκουσε, μπορεί και να μην αντιλήφθηκε την παρουσία μου. Είχε το πρόσωπο συνέχεια στραμμένο προς το μέρος από όπου είχε έρθει και με το δείχτη του δεξιού χεριού του σκάλιζε τα χώματα. Άνοιξε λάκκο στρογγυλό και χώθηκε ως τη μέση μες στη γη. Και τον είδα τότε να βουλιάζει ως την κορφή του κεφαλιού του και να χάνεται. Τ’ αστέρια τότε άρχισαν να φεύγουνε – πουλιά σκιαγμένα, προς τον ουρανό. Και σμάρια οι προαιώνιοι νεκροί, οι ήρωες και οι εκτελεσμένοι, σπρώχνοντας με το γόνατο τα κουρσεμένα ιδανικά τους και κουτσαίνοντας, ανέβαιναν όλοι σκυθρωποί τον λόφο. Όλοι έφευγαν οι νεκροί, χάνονταν μέσα στη ροή του χρόνου. Και το τοπίο με μιας ερήμωσε. Απόμεινε το κάστρο ολομόναχο και σιωπηλό κι απόμακρο.
Έφεξε. Κι απ’ τα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα έμπαινε κλεφτά το φως λευκό της νέας μέρας. Ανέτειλε καινούριος ήλιος για τον κόσμο. Κι απλώθηκε κατάλευκο «φάος αμέρας» πάνω στα πράγματα και στα γαλήνια, γαλανά νερά της Τριχωνίδας.
*(Το βρήκα γραμμένο σ’ ένα τετράδιο. Δεν ξέρω αν ήταν όνειρο ή όραμα ή τρέλα. Ούτε μπορώ να προσδιορίσω πότε, πώς και γιατί γράφτηκε τότε. Το εκθέτω μόνο σαν ένα δείγμα βιωμάτων που κουβαλούμε όλοι της γενιάς μου.)


Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου