Μίκα Ντάκα

 
 
 
 
 
 
“Επιλέγω και παρουσιάζω:
Αρχαίους και σύγχρονους Έλληνες ποιητές
Μίκα Ντάκα: Η πυξίδα έδειχνε στον δρόμο

*
Είμαστε η επινόηση ενός ανέστιου ποιητή
κι έχουμε ακόμα δρόμο πολύ
μέχρι τα πόδια να ματώσουν
να συνεχίσουν τα χέρια μας
να πλεύσουμε στην αντίπερα όχθη
αφήνοντας γυμνή την ιστορία μας
δίχως αφηγήσεις περιττές
σαν ποιήματα που λένε οι ζητιάνοι
στα κρατητήρια των αδέσποτων σκυλιών
*
Είναι σχεδόν πάγια τακτική μου να αρχίζω την “ανάγνωση” κάθε βιβλίου από το τέλος. Ίσως μια ιδιάζουσα διαστροφή. Μπορεί και όχι. Γιατί, συνήθως, σύμφωνα με το αποτέλεσμα. “προς το τελευταίον εκβάν, έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται…” κρίνονται τα πεπραγμένα. Και στην περίπτωση της Μίκας Ντάκα, νομίζω πως εδώ βρίσκεται “η αρχή του του τέλους”, αλλά και το “τέλος της αρχής”, σκέφτομαι καθώς παραπέμπει το μότο που χρησιμοποίησε στον δυσπρόσιτο Ιρλανδό ποιητή.
Ο δεύτερος και ο τρίτος στίχος του ποιήματος είναι ό, τι σημαντικότερο και ουσιαστικότερο έχω συναντήσει τα τελευταία χρόνια σε συλλογές και ποιήματα νεοφανών, κυρίως ποιητών, ανεξάρτητα από τον ηλικιακό τους χρόνο. Νομίζουν πως με λέξεις και φράσεις / πυροτεχνήματα, που δεν λένε απολύτως τίποτα και δεν συνδέονται νοηματικά μεταξύ τους, κομπάζουν επειδή άσχετοι τους επαινούν για τις αερολογίες τους. Ο ελεύθερος στίχος είναι πιο απαιτητικός, πιο δύσκολος από τον παραδοσιακό.
Η Μίκα Ντάκα με το δεύτερο βιβλίο της του οποίου ο τίτλος είναι, αν όχι ευθύς εξαρχής αποδεικτικός του ποιού της ποίησής της, είναι οπωσδήποτε ενδεικτικός και προϊδεάζει θετικά.
Έχοντας ασχοληθεί και με την προηγούμενη συλλογή της, διαπιστώνω πως η ποιήτρια έχει κάνει τεράστια πρόοδο. Πως πατάει γερά στο έδαφος προκειμένου να διατυπώσει ποιητικά, άψογα τους ουσιαστικούς σύγχρονους προβληματισμούς της, προβλήματα που απασχολούν σοβαρά το σύγχρονο άνθρωπο.
Από την αρχή τώρα κι από το πρώτο της ποίημα με σύμβολο την “πυξίδα που έδειχνε στον δρόμο σ’ έναν τρελό που:
“...ασπαζόταν το ευαγγέλιο της Μεγάλης Άρνησης/ μιλούσε για νόθους καιρούς / και πέταγε χρώματα /σε βρώμικες πόλεις/ σε δρόμους που περίμεναν/ εκείνη την εξέγερση/ που ίσως δεν θα ερχόταν ποτέ/ ο κόσμος του δεν χώραγε κανέναν/ κι ήμουνα σκιά/ δεν είχα χρώμα/ ασχημάτιστο σώμα / μιας άναστρης νύχτας…” Παραβιάζοντας ωστόσο τον κόσμο του τρελού, βρέθηκε “χίλια πατώματα πάνω απ’ τον κόσμο”, είδε το πρόσωπό της στον καθρέφτη του Χάους και γνώρισε τον εαυτό της μέσα σε μια θαυμαστή ποιητική κοσμογονία κι έφτιαξε
“...ένα γαϊτανάκι
στη μέση του σύμπαντος
κύκλο να κάνει η ψυχή
ν’ απεκδυθεί
τις νόθες μέρες που θ’ αρνηθούμε”
Κι ανάβοντας παντού φωτιές με τα χρώματα, αντάμα με τον άλλο άνθρωπο που βρίσκεται είτε πιθανώς είτε προφανώς στην απέναντι όχθη του κόσμου ή του δικού τους σύμπαντος και μεθυσμένοι προχωρούν “μαζεύοντας όλες τις εποχές” τους, ολοκάθαροι βγαίνοντας από το λουτρό της σιωπής
“...Μ’ ένα χαμόγελο
μ’ ένα ανείπωτο πείσμα
κι ένα κρανίο στο χέρι
δίχως διλήμματα
Ζωής και Θανάτου”
*
αλλά αποφασισμένοι με την ακατάβλητη θέληση και την τόλμη του γενναίου, που μόνο οι “τρελοί” έχουν να συνεχίσουν τον αγώνα και να νικήσουν το σκοτάδι.
Δεν είναι μόνο οι προβληματισμοί της Μίκας Ντάκα αξιοσημείωτοι, είναι το όλο της ποιητικό σύμπαν που έχει δημιουργήσει και μέσα στο οποίο εξελίσσεται και ανεβαίνει σφαιρικά από ποίημα σε ποίημα.
Προβληματισμένη, διόλου σκοτεινή ποίηση. “Η πυξίδα δείχνει πάντα στον δρόμο” και όποιος έχει τα μάτια του ανοιχτά, όποια γεύση κι αν αφήνουν στη γλώσσα “ οι λέξεις σαν παιδικό τραγούδι/ τραυματισμένο”, η ποιήτρια επιμένει να ακολουθεί την “πυξίδα που δείχνει στον δρόμο”. Όσο κι αν “οι λέξεις της – μου - /μουδιάζουν τη γλώσσα/ ξυράφια και οινόπνευμα από τα σωθικά μου”, γιατί δεν χάνει από τα μάτια της το άστρο που την οδηγεί στο στόχο της κι ας λέει:
*
“… Δεν είναι που θα γίνουμε άλλη μια ιστορία
με λυπημένο τέλος
δεν είναι που θα μείνουμε η μουσική της θάλασσας
να χαϊδεύει τον ύπνο των γλάρων
είναι που κρεμάστηκε με αημένιες κλωστές
το σώμα μου
απ’ την αιωνιότητά σου”
*
Από όπου κι αν κρεμάστηκε: ποίηση, πρώτον και έσχατον, αιώνιον έρωτα, ό, τι κι αν είναι, άστρο ή φεγγάρι στο απέραντο Χάος, θα πολεμάει τα σκοτάδια ώσπου να φτάσει το στόχο της, την άνοιξη, ¨Όταν ανθίζουν οι κερασιές”, οπότε και με βεβαιότητα θα πει:
*
“Τώρα είμαι σίουρη πως σ’ έχω συναντήσει
στα πρώτα μου τα χνάρια
τα παιδικά
Απ’ το ίδιο παράθυρο κοιτάζαμε τον κόσμο
να χορεύει να τραγουδά
φωτογραφίζοντας στην κίνηση του πάθους
το ακοίμητο μάτι του θεού
με τ’ ανορθόγραφα ρήματά μας
όλα με όμικρον
όπως το όνειρο
όπως ο αδιάσπαστος κύκλος
στον χορό των ψυχών
*
Θα σ’ ερωτευτώ ξανά
όταν θα λαμπυρίζουν κόκκινα
τα κεράσια
μέσα στη βροχή του παραδείσου”
*
Κλείνοντας το σύντομο οδοιπορικό στα μονοπάτια που με οδήγησε “η πυξίδα” της Μίκας Ντάκα, θέλω να επισημάνω αυτό που θεμελιώνει, υποστυλώνει και φωτίζει το δρόμο της προς την ολοκλήρωση, την κατάκτηση, είναι ότι δεν χάνει από τα μάτια της το σκοπό, δεν αναλώνεται με ηχηρές, πομπώδεις εκφράσεις, προχωρεί αργά και σταθερά, χρησιμοποιεί τις λέξεις επιλεκτικά, τις αγγίζει με απαλά δάχτυλα και η ποιητική γραφή της είναι λιτή, ευανάγνωστη, πανέμορφη, όπως βγαίνει μέσα από τη σκοτεινιά του χάους, απαλλαγμένη από περιττά ποιητικά τεχνάσμα, ολοκάθαρη, ωραία και υπόσχεται έναν παράδεισο δικό της, καταδικό της με άνθη την αιώνια άνοιξη και κατακόκκινα κεράσια/ ποιήματα του κατορθωμένου της έργου.
*
Παλαιό Φάληρο/ Ελένη Χωρεάνθη / 19. 11. 2023






  • 57 λ. 
    Κοινοποιήθηκε στους εξής: Δημόσια
    Ένα ποίημα απ

     

    Σχόλια